Α. ΑΜΠΡΑΜΟΦ: "Ο Χορός"

Στη λεωφόρο Κουτούζοφ, δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή ανάμεσα σε δυο μεγάλα κτήρια υπάρχει μια μικρή πλατεία, μια από τις πιο ήσυχες στη Μόσχα. Εκεί μαζεύονται συνήθως το βράδυ κάτοικοι από τα γειτονικά σπίτια, την ημέρα όμως στην πλατεία υπάρχει ηρεμία. Μόνο κάποιες μητέρες με παιδικά καροτσάκια και μερικές φορές περαστικοί κάθονται να ξεκουραστούν στα άσπρα παγκάκια. Έκατσα κι εγώ, παρασυρμένος από τη γαλήνη και την ησυχία. Τι να κάνει ένας μοναχικός άνθρωπος που είναι άρρωστος και ζει με μια πενιχρή στρατιωτική σύνταξη, εφόσον δεν έχει να ασχοληθεί με απογόνους;
Στο παγκάκι καθόταν μια γυναίκα που ούτε καν γύρισε να με κοιτάξει όταν έκατσα στην άκρη, δίπλα της. Νέα - νεότατη μάλιστα, με μια σακούλα με ψώνια δίπλα της. Με την άκρη μιας ομπρέλας έγραφε κάτι σκεφτική και αφηρημένη στην άμμο κάτω από τα πόδια της. Οι ψιχάλες που έπεφταν έκαναν τις γραμμές στη βρεγμένη άμμο να διαγράφονται βαθιά και απότομα. Από την μεριά μου φαινόταν έντονα: « Οφθαλμαπάτη » - διάβασα. Μετά φάνηκε ένα ερωτηματικό και η ομπρέλα έσβησε τη λέξη. Μου φάνηκε πως η γυναικεία μπότα πάτησε στην άμμο απότομα, θάλεγα ακόμα και θυμωμένα, για να σβηστεί αυτό που είχε γράψει. Σ’ένα λεπτό η ομπρέλα, σαν να μην είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό της, έγραψε μια καινούργια λέξη: «Ύπνος» - έγραψε, και σταμάτησε. Ύστερα ξαναεμφανίστηκε το ερωτηματικό και η μπότα ξανάσβησε αυτό που είχε γραφτεί. Το χέρι που κρατούσε την ομπρέλα πάγωσε, είτε γιατί δεν ήξερε τι άλλο να γράψει είτε γιατί δεν αποφάσιζε κάτι πιο συγκεκριμένο και αληθινό, όπως την προκαλούσαν οι σκέψεις της να κάνει. Σε μένα πάλι η γυναίκα δεν έδινε σημασία. Την έβλεπα μόνο προφίλ. Με καστανή φράντζα στο μέτωπο που φαινόταν κάτω από ένα λουλουδάτο μαντίλι, πεισματικά κλειστά χείλη και σκούρο θεληματικό σαγόνι.
Η ομπρέλα μπήκε πάλι σε κίνηση και έγραψε «Ον» και πάλι σταμάτησε σαν κάτι να την εμπόδιζε να γράψει τη λέξη μέχρι τέλους. «Όνειρο», σκέφτηκα μέσα στο μυαλό μου και δεν έκανα λάθος. Σ’ ένα λεπτό το έγραψε και αυτή έτσι, αναστέναξε βαθιά και λυπημένα καθώς συνηθίζον να αναστενάζουν όταν αναλογίζονται κάποια μεγάλη απώλεια. Το ερωτηματικό δεν εμφανίστηκε.
Εκείνη τη στιγμή γύρισε προς τη μεριά μου και τα μάτια μας συναντήθηκαν. Δεν διάβασα όμως τίποτα μέσα τους, ό,τι ήταν γραμμένο εκεί ήταν κλειστό, γυρισμένο προς τα μέσα, δεν απευθυνόταν σε κανέναν. Εκείνη δεν κοιτούσε εμένα, παρά αλλά έβλεπε μέσα από μένα, όπως κοιτάμε όταν αγοράζουμε μια εφημερίδα στο περίπτερο και δε βλέπουμε το πρόσωπο στο περίπτερο.
- Τι είναι όνειρο ; - ρώτησε ξαφνικά.
Δεν μπορούσα να απαντήσω, παρά το άτοπο του ερωτήματος.
- Κάτι το φανταστικό, μια αέρινη κλειδαριά, - απάντησα. - Πάντως δεν είναι κάτι που προέρχεται από τον ύπνο. Ωστόσο να ξέρετε: Το όνειρο είναι ύπνος που γαληνεύει.
- Μας γαληνεύει, αλλά δεν είναι ύπνος. - Τότε τι είναι;
- Δεν θυμάμαι τη σημειολογία της λέξης όπως είναι γραμμένη στα λεξικά, - εξήγησα εγώ, - αλλά μπορεί να είναι και έτσι; Κάτι που δεν υπάρχει, δεν είναι πραγματικά, αλλά που το ποθεί κανείς μετά μανίας;
Εκείνη και πάλι κοιτούσε μέσα από μένα και όχι εμένα.
- Κάτι που ποθιέται μετά μανίας! Γιατί όμως να μην είναι αληθινό; Αν το όνειρο είναι σκληρό και βίαιο, αν σας έχει πνίξει εντελώς, πρόκειται για την πραγματικότητα. Το όνειρο, ο κόσμος του ονείρου ζει κοντά μας, όμως δε μπορεί να μπει σ’ αυτό τον κόσμο ο καθένας .
- Δεν ξέρω, - της απάντησα εγώ.
Θα αντιλαμβάνεστε και οι ίδιοι ότι η συζήτηση στο δρόμο δεν είναι λόγια στο δρόμο. Δεν μπορείς να ανταλλάξεις σκέψεις και να φιλοσοφείς μ’ ένα άγνωστο άτομο αν δεν έχεις διάθεση. Εγώ όμως είπα ψέματα. Ήξερα. Η αναπάντεχη ομιλία μας με γύρισε σαράντα χρόνια πίσω, καθώς έβγαλε από μέσα μου κάτι που το είχα ξεχάσει αλλά που μου ήταν πολύτιμο. Ένα όνειρο αληθινό αλλά τότε δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί.Ο κόσμος του ονείρου ζει κοντά μας, είχε πει η γυναίκα, - αλλά δεν είναι γραφτό στον καθένα να μπει μέσα του. Εγώ είχα την ευκαιρία να μπω σ’ αυτό τον κόσμο, όμως δεν μπορούσα να το πω στον πρώτο τυχόντα. Η απάντησή μου λοιπόν ήταν - Δεν ξέρω. Οπότε και εισέπραξα υπάκουα την αγενή απάντηση:
- Έ τότε να μη μιλάτε.
ΙΙ
Στα Οκτωβριανά επεισόδια στη Μοζάισκα στο πεδίο μάχης το Μάιο του 1941 βρισκόμουν σε ένα από τα στρατιωτικά νοσοκομεία της Μόσχας. Μετά τους εορτασμούς του Νοεμβρίου έπρεπε να γυρίσω ξανά στη μονάδα μου, που εκείνη την εποχή βρισκόταν ήδη στη Μόσχα κάπου στο προάστειο Κρίκοβα. Το νοσοκομείο, όπως όλα τα νοσοκομεία, δεν έδειχνε την αληθινή εικόνα των γεγονότων, εγώ όμως ήθελα να αναπνεύσω τον τον εντελώς νέο για μένα αέρα της προ των μαχών Μόσχας. Το Νοέμβριο κατάφερα παρόλα αυτά να ξεφύγω με πονηριά από το νοσοκομείο και να πάω για μερικές μέρες σ’ ένα συμμαθητή μου τον Γκορντέγεφ, ο οποίος υπηρετούσε στο κέντρο της πόλης στην τοπική στρατονομία.
Ο Γκορντέγεφ, δε ζούσε στο σπίτι του, το δικό του είχε βομβαρδιστεί, αλλά στο ιστορικό Σπίτι των Ενώσεων, και για να είμαι πιο ακριβής, στο γραφείο της μεγάλης σάλας του. Αυτός ο χώρος ήταν κλειστός, αντί για τις αφίσες με τις ανακοινώσεις των συναυλιών στην είσοδο, υπήρχαν κολλημένες διαταγές επιστράτευσης και η αφίσα του ζωγράφου Τοντζίε "Η μητέρα-πατρίδα σε καλεί" - μια συνταρακτική εικόνα μιας γυναίκας στα κόκκινα με φόντο τα όπλα. Μέσα στο κτίριο, εκεί όπου γίνονταν οι εκδηλώσεις, υπήρχαν άτομα από διάφορα πολεμικά μέτωπα. Όμως ο φίλος μου, ως εργαζόμενος στη τοπική στρατονομία κατάφερε με κάποιο τρόπο να βολευτεί σ’ ένα γραφείο και κοιμόταν στον ένα από τους δύο δερμάτινους καναπέδες όπου κάποτε κάθονταν εκλεκτοί προσκεκλημένοι. Τον άλλο καναπέ ο φίλος μου τον παραχώρησε σε μένα, αφού μου εξήγησε ότι θα κανόνιζε με το διευθυντή του και σε αυτό το λίγο του θα με φιλοξενούσε κανείς δε θα έλεγε τίποτα.
Στο φίλο μου Γκορντέγεφ μόνο κοιμόμουν και περνούσα τα βράδια μου. Δεν μπορούσα να βγω έξω επειδή δεν είχα την νυχτερινή άδεια που ήταν απαραίτητη για κάθε νυχτερινή έξοδο. Τις μέρες που έπρεπε να γυρίσω στην μονάδα μου τις περνούσα μέσα στο νοσοκομείο, όπου έτρωγα ή έκανα βόλτες μέσα στην πόλη με όλο και μεγαλύτερη περιέργεια γι' αυτά που έβλεπα. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα δει τη Μόσχα έτσι όπως ήταν τώρα, ενώ είχα γεννηθεί, μεγαλώσει, σπουδάσει στη Μόσχα και είχα φύγει από κεί για τη μονάδα μου.
Η Μόσχα του Ιουλίου, του '41 είχε πολύ κόσμο. Το μετρό και το τράμ λειτουργούσαν, ο κόσμος πήγαινε στο θέατρο και στο κινηματογράφο, άκουγαν μουσική του Κοζλόφσκι και του Κρατσάλοβ και ζεσταίνονταν σε παντοπωλεία, μη ξέροντας ακόμα πόσο δύσκολοι θα ήταν οι μήνες που ακολουθούσαν. Τη Μόσχα του Νοεμβρίου την είδα μεταμορφωμένη από τις πρώιμες παγωνιές, με άδειους δρόμους και κλειστά παράθυρα. Μεγάλες σακούλες με άμμο ήταν αραδιασμένες δίπλα στα καταστήματα, στα παράθυρα υπήρχαν σταυρωτές μονωτικές ταινίες και το σούρουπο έβλεπες το φως των προβολέων να ψάχνει τον βραδινό ουρανό. Οι άνθρωποι στους δρόμους δεν μιλούσαν. Ήταν πολύ σοβαροί, με μια αυστηρότητα ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους όπως οι εικόνες. Πού και πού άκουγα κανένα γέλιο, δεν έβλεπα όμως το φόβο σαν κάτι συνηθισμένο σε μια πόλη που περίμενε τον εχθρό, όταν από το νότο και το βορά προχωρούσαν τα εχθρικά άρματα μάχης προς την πόλη. Όταν κατεβαίναμε στα καταφύγια την ώρα που βομβαρδίζαν οι εχθροί, μιλούσαμε λίγο μεταξύ μας αλλά δεν φοβόμασταν. Ενδιαφερόμασταν πιο πολύ για τις μάχες που γίνονταν και για το τι θα ανακοίνωναν την άλλη μέρα οι ειδήσεις του Γραφείου Πληροφόρησης. Για τις δυσκολίες που ζούσαμε στον πόλεμο δεν παραπονιόμασταν. Όλα αυτά τα έβλεπα με ένα αίσθημα ενθουσιασμού, ναι ναι, σχεδόν λύτρωσης, επαναλαμβάνοντας μέσα μου μια φράση που θυμόμουν από την παιδική μου ηλικία. « Υπάρχει λύτρωση στη μάχη και το σκούρο κενό στη μάχη και στον αγριεμένο ωκεανό ανάμεσα σε απειλητικά κύματα και απόλυτο σκοτάδι ». Τι ωραία που το έλεγε: "μέσα στο απόλυτο σκοτάδι". Τις νύχτες της συσκοτισμένης Μόσχας έβλεπα τις φωτιές της πολιορκημένης Παρισινής κομμούνας. Ποτέ, ποτέ οι υπερασπιστές της κομμούνας δε θα γίνουν σκλάβοι και αυτό ξανά και ξανά. Δεν φοβόμουν μήπως με σταμπάρουν, άλλωστε ήμουν τότε λίγο πάνω από τα δεκαεννιά...
Κάθε μέρα που γινόταν η αλλαγή για το χέρι μου, παρακαλούσα το γέρο χειρουργό να μου δώσει γρήγορα εξιτήριο. Στα μέσα του Νοέμβρη μαλάκωσε και μου είπε « Στο τέλος του μήνα θα σου δώσω εξιτήριο, όσο για τώρα κάνε βόλτες στη Μόσχα στο χιόνι. Τα σύννεφα είναι χαμηλά οπότε επιδρομή από τον ουρανό δεν θα υπάρξει ». Όμως έκανε λάθος. Τα ραδιόφωνα του μεγάλου θεάτρου έλεγαν ότι θα έχουμε επιδρομή από τον ουρανό, μόλις έφτανα στο κέντρο. Αναγκάστηκα να κατέβω στο καταφύγιο, που ήταν στη πλατεία Σβερτλόφ. Όλα ήταν συνηθισμένα, όπως ήταν κάθε μέρα στην είσοδο του μετρό. Κάποιος ήταν βιαστικός και κάποιος άλλος περπατούσε χωρίς να βιάζεται. Επιβάτες, τρένα δεν υπήρχαν, οι κυλιόμενες σκάλες δεν λειτουργούσαν. Οι άνθρωποι δεν συνωστίζονταν στις στάσεις των τρένων, παρά περνούσαν κατευθείαν στα τούνελ, όπου βολεύονταν, κάποιοι πάνω στις ράγες και κάποιοι άλλοι στους στρογγυλεμένους και γι' αυτό όχι και τόσο κρύους τοίχους με απλωμένα τα πόδια στις άδειες γραμμές.
Όσο πιο πολλοί ήταν οι άνθρωποι, τόσο πιο βαθιά μέσα στο τούνελ έμπαιναν. Σιωπούσαν οι ερημωμένες γραμμές, σιωπούσαν και οι συγκρατημένοι, οι πολύ ήσυχοι άνθρωποι. Κάποιες σπάνιες λάμπες έφεγγαν θαμπά τους τυχερούς, που είχαν καταφέρει να βολευτούν πιο κοντά στο φως, πράγμα που τους επέτρεπε να διαβάζουν, να παίζουν σκάκι και να τρώνε από ένα απλωμένο μπροστά τους μαντηλάκι ή από μια εφημερίδα. Εγώ βρέθηκα δίπλα σε μια κοπέλα που κάτι διάβαζε και δε σήκωνε τα κεφάλι της απ’ το βιβλίο. Όταν βολεύτηκα δίπλα της, διάβασα με την άκρη του ματιού στο κάλυμμα του βιβλίου: Νικολάι Ασέγεφ, Ποιήματα από διάφορες εποχές.
Η κοπέλα φορούσε ένα σκουφί από δέρμα λαγού και μια τριμμένη γούνα πάνω από μια στολή του σκι. Το σκυμμένο πρόσωπό της δεν το είδα: στεφανωμένο από καστανές μπούκλες ήταν κάτι πολύ λεπτό, φωτεινό, σχεδόν φώτιζε γύρω. Τα χέρια της όμως μου έκαναν αμέσως μεγάλη εντύπωση: ήταν μελανιασμένα, με σπασμένα νύχια, γεμάτα αιματώματα και γρατσουνιές.
Μάλλον δούλευε στις αναδασώσεις ή στα αντιαρματικά έργα, έξω από την πόλη. Όταν κάποια στιγμή γύρισα απρόσεκτα, την έσπρωξα καταλάθος και μουρμούρισα συγνώμη, με κοίταξε έντονα και αυστηρά. Δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί. Με την πυτζάμα του νοσοκομείου δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι ήμουν ο πιο ελκυστικός άντρας στον κόσμο. Η κοπέλα όμως μου εξήγησε αμέσως γιατί με είχε προσέξει:
- Γιατί δεν είστε στο μέτωπο, - με ρώτησε.
- Ήμουν στον πόλεμο αλλά τώρα είμαι τραυματίας . Είμαι στο νοσοκομείο¼ Το χέρι. Όπου να ΄ναι βγαίνω, και θα γυρίσω πίσω στη μονάδα, - μουρμούρισα όχι και με μεγάλη συνέπεια και χωρίς πολλή συνέχεια στα λόγια μου.
Η κοπέλα όμως κατάλαβε.
- Συμμετείχατε σε μάχες ;
- Ναι.
- Τα τανκς τα είδατε.
- Τα είδα.
- Φοβηθήκατε;
Ήρθα στα λογικά μου και άρχισα να γελάω.
- Εσείς τι λέτε ; Όχι ; Και βέβαια φοβάσαι. Μόνο που περνάει. Ύστερα. Από το τανκ δεν ξεφεύγεις, αλλά με ένα μπουκάλι γεμάτο πυρομαχικά ή με μια χειροβομβίδα μπορείς και να το ανατινάξεις.
- Σας ζηλεύω, - αναστέναξε αυτή - κι εγώ ήθελα να πάω στον πόλεμο, αλλά δεν με πήραν.
- Και καλά έκαναν και δεν σας πήραν. Που να πάει στον πόλεμο μια σαν κι εσάς...
Αυτή αρπάχτηκε:
- Τι θα πει μια σαν κι εμένα;
- Αδύνατη, - βρήκα την κατάλληλη λέξη.
- Κανένας τώρα δεν παχαίνει, - απάντησε αυτή . - Και εσείς δεν είστε αθλητής, παρ’ όλο που τρώτε στο νοσοκομείο. Μια πυτζάμα φοράτε και κρέμεται πάνω σας σαν από κρεμάστρα. Και παρόλα αυτά θα γυρίσετε στη μονάδα σας. Πότε επιστρέφετε αλήθεια;
- Νομίζω σε καμία βδομάδα. Και τότε θα διώξουμε τον εχθρό από τη Μόσχα.
- Νομίζετε ότι θα τους διώξουμε ;
- Εσείς ;
Κάτι στο πρόσωπο της μου θύμισε τη γυναίκα στον πίνακα ζωγραφικής του Τοίντζε.
- Οπωσδήποτε θα τους διώξουμε. Μην νομίσετε ότι τα παραλέω, αλλά η παρέλαση στην Κόκκινη Πλατεία ήταν ήδη η αρχή της προέλασης προς τη νίκη.Έτσι πιστεύω.
- Όλοι το πιστεύουν, - εγώ.
Σηκώθηκε, σχεδόν αναμετρώντας το ανάστημά της με το δικό μου.
- Όχι έτσι. Πρέπει να το πιστεύουμε με ειδικό τρόπο. Με τη λογική μας. Με την καρδιά μας. Με όλη μας την ύπαρξη. Μ κάθε μας νεύρο. Ναι, σαν να το βλέπουμε. Σαν να βλέπουμε μέσα απ' το χρόνο. Να πούμε μέσα μας: έτσι θα γίνει.
- Πώς δηλαδή; - ρώτησα εγώ.
- Εγώ βλέπω έναν μεγάλο χορό, - είπε αυτή με ονειροπαρμένο ύφος. -- Τον πιο ευτυχισμένο χορό στη ζωή της γενιάς μας. Μια εκπληκτική, ασυνήθιστη μουσική, μια θάλασσα από φωτιές
--------------------------------------------------------------------------------------------------------
. Όχι, όχι Μανεξ είναι φυλακή. Πότε στην επανάσταση δίνατε τέτοιους χορούς ; Τόσο εντυπωσιακούς με τόσες φωνές ;
- Στο πανεπιστήμιο της Αικατερίνης ; Θυμήθηκα κάτι που είχα διαβάσει.
- Τώρα εκεί είναι το κεντρικό σπίτι του κόκκινου στρατού ή μήπως στο ευγενικό κτίριο.
- «Που εκεί στο ευγενικό σπίτι; »
« Το σημερινό σπίτι του συνδέσμου κάτι σαν το κτίριο όπου προτού την επανάσταση η αίθουσα χρησίμευε για τους πιο μεγάλους χορούς της χώρας της Ρωσίας. Ο πατέρας μου όταν ήταν φοιτητής είχε πάει σ’ ένα τέτοιο χορό, την πρόσκληση, του την είχε δώσει ένας ευγενής « Μόνο να φανταστείς, έλεγε ο πατέρας, ένα δάπεδο σαν καθρέφτης και στη μέση να υπάρχουν άσπρες κολόνες, χιλιάδες αναμμένα κεριά, η ορχήστρα να παίζει πιάνο, χορεύουν ζευγάρια. Οι γυναίκες ήταν ντυμένες στα άσπρα και τα ροζ και οι άντρες ντυμένοι στα μαύρα με άσπρα γάντια και χλαίνες ριγμένες στους ώμους ».
- Τι είναι κάπα ; ρώτησε αυτή.
- Η κάπα του στρατιωτικού και έριξα μια ματιά στο βιβλίο του Ασεέφ που κρατούσε στα χέρια της και απάντησα. - Ριγμένη στους ώμους η κάπα και η νύχτα βαθιά. Φαίνεται της άρεσε αυτό το παράδειγμα, σκέφτηκε αυτός, και τα μάτια της έλαμψαν.
- Και εμείς θα χορέψουμε σ’ ένα παρόμοιο χορό. Όμως και στο δικό μας χορό θα νοικιάσουμε την ίδια μεγάλη αίθουσα.
- Τώρα τι είναι εκεί; ρωτά αυτή.
- Τίποτα. Τα κρεβάτια των φαντάρων μόνο. Εγώ πάω τώρα, μόνο στο νοσοκομείο για να μου αλλάζουνε τις γάζες αλλά κοιμάμαι στο σπίτι του συνδέσμου.
- Τώρα φανταστείτε να λάμπει όλη η αίθουσα, παντού να υπάρχουν φώτα και να παίζει η καλύτερη ορχήστρα στης Μόσχας. Και εκεί πολλά ζευγάρια να χορεύουν, σαν να το βλέπω μπροστά μου. Αν θέλετε μπορεί να το φανταστείτε και εσείς.
Δεν πρόλαβα να της απαντήσω καθώς τα μεγάφωνα ενημέρωναν τον κόσμο « Πολίτες ! Ο κίνδυνος από τον αέρα τελείωσε ». Οι άτρωτοι που στο καταφύγιο εξαφανίστηκαν, όλοι βιαζόντουσαν να πάνε κάπου.
- Στο φως, στον καθαρό αέρα, στον καθαρό ουρανό.
Εγώ πρόλαβα να πιάσω το μανίκι της κοπέλας ¼
- Πως σας λένε, που μένετε ; αυτή ξαφνιάστηκε.
- Το που μένω δεν χρειάζεται. Έτσι κι αλλιώς δεν θα ιδωθούμε. Εσείς θα φύγετε στην πρώτη γραμμή και γράμματα να γράφουμε δεν έχει καμία σημασία. Το όνομα μου είναι Ρήμμα.
Ρήμμα αλλά με δυο μ. Υπάρχουν άγιοι με το όνομα Ρήμμα.
Ρήμμα όμως καλύτερα ένα ένα μ. Ρήμα, έτσι είναι συνηθισμένο.
- Δεν θα ιδωθούμε, είπε αυτή. Εμείς όμως συναντηθήκαμε.
- Όμως γι’ αυτό θα τα πούμε μετά, είπε αυτός.
Εκείνη την ώρα γύρισα στο κρύο δωμάτιο με την υγρασία στους τοίχους και με μια λάμπα που δε φώτιζε καλά. Ο υπεύθυνος είχε αφήσει στο τραπέζι ένα σημείωμα « Δεν θα έρθω να κοιμηθώ γιατί έχω τώρα πολύ δουλειά, Τορντεέφ ».
Άρχισε να νυχτώνει και δεν ήθελα να βγω. Φυσούσε ένα κρύο αεράκι και έριχνε ψιλό κρύο χιόνι. Δεν είχα τι να κάνω ούτε βιβλία να διαβάσω, εκτός από τον κανονισμό των φαντάρων, ο φίλος μου δεν είχε τίποτα άλλο. Περπατούσα από τη μια άκρη του δωματίου στην άλλη και θυμόμουνα τη κοπέλα που κρατούσε στα χέρια της το βιβλίο με ποιήματα του Ασεέφ, την ωραία συζήτηση που είχα μαζί της και βγήκα από το δωμάτιο. Σε όλη τη διαδρομή προς τη μεγάλη αίθουσα συνήθως υπάρχει πολύς κόσμος αλλά αυτή την ώρα ήταν άδεια. Κανένας δεν περπατούσε, κανένας δεν κάπνιζε, δεν υπήρχαν άνθρωποι που να μιλάνε μεταξύ τους καθώς σε κάθε αίθουσα υπήρχαν κρεβάτια όπου κοιμόντουσαν φαντάροι.
- Μήπως τους έχουν διώξει από εκεί ; σκέφτηκα εγώ και δεν ήξερα τι να κάνω. Έτσι άνοιξα μια πόρτα από τη μεγάλη αίθουσα. Συνήθως εκεί άναβε λίγο φως από το νυχτοφύλακα, την αίθουσα την έβλεπες πάλι από τη μια άκρη ως την άλλη σαν να στεκόμουνα σε μια μαύρη σπηλιά που ένιωθα σαν φιγούρα που χανόταν σαν να την έτρωγε το σκοτάδι. Έκανα 2,3 βήματα χωρίς να σκοντάψω και να ακουμπήσω τίποτα. Σαν τα πόδια μου γλιστρούσαν εύκολα σαν να ήταν το δάπεδο καθαρό στο χειμωνιάτικο κάστρο, πήγαινα από τι κύρια είσοδο ανάμεσα από τα κρεβάτια στην ορχήστρα. Τότε γύρισα στα πλάγια και πήγαινα ζικ ζακ αλλά και πάλι δε συνάντησα κανένα εμπόδιο ακόμα και τις καρέκλες και τους σκουπιδοτενεκέδες που μπορούσα να χτυπήσω με τα πόδια μου.
Αναρωτιέμαι γιατί εξαφανίστηκαν τα κρεβάτια, γιατί γλιστράει το πάτωμα και πόσο εύκολα αναπνέεις τη νύχτα. Ξαφνικά άρχισα να ζεσταίνομαι, όχι από νευρικότητα αλλά από μια ζέστη που η αίθουσα όπως θερμαινόταν πριν τον πόλεμο. Γύρισα προς τις πόρτες όπου υπήρχε λίγο φως και πέταξα από πάνω μου τη χλαίνη ίσια στον τοίχο, στο πάτωμα. Ξαφνικά μπήκα και πάλι στο σκοτάδι και με τα χέρια μου έπιανα την κάθε κολόνα. Ανάμεσα στις κολόνες ανακάλυψα μερικά κρύα τραπέζι. Φαίνεται πως την αίθουσα την ετοίμαζαν για κάποιο χορό. Επιτέλους είχα φτάσει στην ορχήστρα. Δεν φάνηκε πως δεν είναι άδεια και μες τη νύχτα άκουγα γνωστές φωνές αλλά από μακριά. Σαν να ετοιμαζόταν να παίξει η ορχήστρα.
Δεν θυμόμουν πόσο στεκόμουν. Το μόνο που θυμάμαι είναι τι απλή μουσική που άκουγα στο μυαλό μου. Εγώ, σαν άνθρωπος δεν καταλαβαίνω από μουσική αλλά αυτή νόμιζες ότι ερχόταν από το μυαλό μου. Ξαφνικά άναψαν τα φώτα και χωρίς να καταλάβω το πώς άρχισε να παίζει η ορχήστρα. Αναπάντεχα, άνοιξαν οι πόρτες και άρχισαν να μπαίνουν άνθρωποι, καθαρά και ωραία ντυμένοι, όπως γέμιζε η αίθουσα κόσμο πριν γίνει ο πόλεμος. Οι περισσότεροι άντρες ήταν ντυμένοι με τα στρατιωτικά ρούχα, καθαρά και σιδερωμένα, όπως όταν είχαμε ειρήνη. Και οι κοπέλες ήταν με τα άσπρα, σαν νύφες. Έρχονταν, προς τα πάνω μου και δεν με έβλεπαν και όταν πήγαινα στην άκρη για να τους αφήσω να περάσουν, περνούσαν από δίπλα μου χωρίς να με βλέπουν.
Φυσικά, δεν με πρόσεχαν, για τι ήμουν ντυμένος με παλιά χλαίνη σαν σκιάχτρο. Κανένας δεν με ακούμπησε, ούτε με το μικτό του δαχτυλάκι, σαν να στεκόμουν εκεί σαν άσπρη κολόνα.
Ξαφνικά, ήρθα στα λογικά μου. Τσίμπησα το χέρι μου, όνειρο ; Όχι, δεν είναι όνειρο. Ασυνήθιστα έσπρωξα κάποιους από τους ανθρώπους.
Φάντασμα ; Όχι, δεν είναι φάντασμα. Έκλεισα και άνοιξα τα μάτια μου. Τίποτα δεν άλλαξε. Παρατηρώντας τους ανθρώπους, διέκρινα ότι ήταν άνθρωποι της δικής μου γενιάς που έφυγαν για τον πόλεμο.
- Που δεν πρόλαβαν να αγαπήσουν, να καπνίσουν το τελευταίο τσιγάρο. Από το πανεπιστήμιο, το βραδινό σχολείο και τη δουλειά στο εργοστάσιο. Κανένας ηλικιωμένος και ένα παραπάνω γέρος.
Πήγαιναν στο χορό όσοι βρίσκονταν στο μέτωπο και οι κοπέλες που τους περίμεναν να γυρίσουν. Δεν έγραφε « Περίμενε με » αλλά έβλεπα τα πρόσωπα τους να περιμένουν τους αγαπημένους. Στα τραπέζια από μάρμαρα έπιναν σαμπάνια, η ορχήστρα έπαιζε δυνατά και όλοι χόρευαν βαλς ¼ Εγώ ήξερα ότι θα είναι έτσι ¼
Ότι θα σε συναντούσα στο χορό. Εγώ κατάλαβα ότι έβλεπα το μέλλον. Έτσι όπως το έβλεπε η Ρήμα. Αυτή μου άνοιξε ένα παράθυρο στο μέλλον. Κοίταξα τριγύρω μου, είπα ότι θα τη βρω εδώ και τη βρήκα. Στεκότανε στη διπλανή κολόνα και αυτή ντυμένη σαν σκιάχτρο. Πήρα από το διπλανό τραπέζι ένα μπουκάλι σαμπάνια, δυο ποτήρια και πήγα δειλά δειλά δίπλα της. Της πρόσφερα το ποτήρι με τη σαμπάνια. Στα μάτια της είδα το φόβο.
- Είδατε; Εγώ σαν έλεγα ότι έτσι θα γίνει. Ήπια το ποτήρι με τη σαμπάνια και χαμογέλασα.
- Η σαμπάνια είναι αληθινή.
- Όλα είναι αληθινά, απάντησε αυτή.
- Φυσικά, έτσι τους είδα εγώ.
- Γι’ αυτό όλες οι κοπέλες μοιάζουν σε σένα.
- Και οι άνδρες σε σένα.



Μετάφραση: Βίτσεβα Γεωργία

Δεν υπάρχουν σχόλια: