Ισαάκ Μπάμπελ: Η ιστορία του περιστερώνα μου

Όταν ήμουν παιδί ήθελα πολύ να έχω έναν περιστερώνα, σε όλη μου τη ζωή μεγαλύτερη επιθυμία δεν είχα. Ήμουν εννέα χρονών, όταν ο πατέρας μου μου υποσχέθηκε πως θα μου δώσει λεφτά για να αγοράσω ξύλα για το κλουβί και τρία ζευγάρια περιστέρια. Τότε είχαμε 1904, κι εγώ ετοιμαζόμουν να δώσω εξετάσεις για την προπαρασκευαστική τάξη του γυμνασίου του Νικολάεβσκ. Η οικογένεια μου ζούσε στο Νικολάεβσκ, στο κυβερνείο της Χερσόνας. Αυτό το κυβερνείο δεν υπάρχει πλέον, η πόλη μας περιήλθε στο δήμο της Οδησσού.

Ήμουν μόλις εννέα χρονών και οι εξετάσεις με φόβιζαν: ούτε στα ρώσικα, ούτε στην αριθμητική δεν μπορούσα να πάρω κάτω από άριστα. Η ποσόστωση ήταν υψηλή στο γυμνάσιο μας - μόνο πέντε τις εκατό. Από τα σαράντα αγοράκια, μόνο δύο εβραϊκής καταγωγής είχαν τη δυνατότητα να περάσουν στην προπαρασκευαστική τάξη. Οι δάσκαλοι έκαναν πονηρές ερωτήσεις σε αυτά τα αγοράκια - σε κανέναν δεν έκαναν τόσο μπερδεμένες και περίπλοκες ερωτήσεις όσο σε μας. Γι' αυτό και ο πατέρας μου, για να μου αγοράσει περιστέρια, απαίτησε δύο πενταράκια με τόνο. Αυτό με διέλυσε - βυθίστηκα ξύπνιος σε ένα ατελείωτο λήθαργο, σε ένα αγωνιώδες παιδικό όνειρο απελπισίας. Πήγα στις εξετάσεις παραδομένος σε αυτό το όνειρο και παρ' όλα αυτά απέδωσα καλύτερα από τους άλλους.

Είχα κλίση στις επιστήμες. Οι δάσκαλοι, όσο και να έκαναν πονηριές, δεν μπορούσαν να μου αφαιρέσουν το μυαλό και την αχόρταγη μνήμη. Είχα έφεση και πήρα δύο πεντάρια. Αργότερα όμως, όλα άλλαξαν. Ο Χαριτόν Εφρούσσι, ο σιτηρέμπορος, αφού έκανε μια καλή εξαγωγή σιτηρών στη Μασσαλία, λάδωσε για το γιο του με 500 ρούβλια. Εμένα, αντί για "άριστα", μου έβαλαν "λίαν καλώς" , και δέχθηκαν στο γυμνάσιο, στη δική μου θέση, τον μικρό Εφρούσσι. Ο πατέρας μου τότε πήγε να πεθάνει. Από τα έξι μου με δίδασκε διάφορες επιστήμες, ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε. Το περιστατικό με το λίαν καλώς τον έφερε σε απόγνωση, ήθελε να δείρει τον Εφρούσσι ή να πληρώσει δύο λιμενεργάτες, για να τον δείρουν αυτοί. Ωστόσο, η μητέρα τού άλλαξε γνώμη, κι εγώ ξεκίνησα την προετοιμασία για τις εξετάσεις του επόμενου έτους, για την πρώτη τάξη του γυμνασίου.

Οι γονείς μου, κρυφά από μένα, βρήκαν δάσκαλο, ο οποίος μέσα σε ένα έτος θα μου δίδασκε την προπαρασκευαστική και την πρώτη τάξη απ' ευθείας. Μέσα στην όλο και αυξανόμενη απελπισία μας, κατάφερα να αποστηθίσω τρία βιβλία. Τα βιβλία ήταν τα εξής: η γραμματική του Σμιρνόφσκι, οι μαθηματικές ασκήσεις του Γεφτουσέφσκι και το βιβλίο της πρώιμης ρωσικής ιστορίας του Πουτσίκοβιτς. Τα συγκεκριμένα βιβλία δεν διδάσκονται πλέον στα παιδιά, εγώ
όμως τα έμαθα απ' έξω, λέξη προς λέξη. Τον επόμενο χρόνο, στις εξετάσεις ρωσικής γλώσσας, ο δάσκαλος Καραβάγεβ μου έβαλε το απρόσιτο πεντάρι με τόνο.

Αυτός ο Καραβάγεβ ήταν ένας άνθρωπος με ροδοκόκκινο πρόσωπο, ο πλέον ακατάλληλος από τους Μοσχοβίτες φοιτητές. Μετά βίας έκλεινε τα τριάντα. Στα ανδροπρεπή κατακόκκινα μάγουλά του, που τον έκαναν να θυμίζει αγροτόπαιδο, είχε μια ελιά, πάνω στην οποία φύτρωνε ένα ματσάκι γκρίζες γατίσιες τρίχες. Εκτός από τον Καραβάγεβ, στην διαδικασία των εξετάσεων παρευρισκόταν ο αναπληρωτής έφορος παιδείας Πιατνίτσκι, που θεωρούνταν σημαντικό πρόσωπο στο γυμνάσιο και σε ολόκληρο το κυβερνείο. Ο αναπληρωτής με ρώτησε για τον Πέτρο τον πρώτο. Τότε με πλημμύρισε μια αίσθηση λήθης, ένα αίσθημα επικείμενου τέλους και χάους, ενός αμείλικτου χάους, ένα μείγμα ενθουσιασμού και απόγνωσης.

Για το μεγάλο Πέτρο γνώριζα απ' έξω πράγματα από το βιβλίο του Πουτσικόβιτς και από τους στίχους του Πούσκιν. Αυτοί οι στίχοι μου βγήκαν με λυγμούς και αναφιλητά, τα πρόσωπα κατρακύλησαν ξαφνικά μέσα στα μάτια μου κι ανακατεύτηκαν, όπως ανακατεύονται τα χαρτιά σε μια νέα τράπουλα. Τις στιγμές που αναμειγνύονταν στο βυθό των ματιών μου, εγώ τρέμοντας και ορθώνοντας το κορμί μου, φώναζα βιαστικά και με όλη μου τη δύναμη τις στροφές του Πούσκιν. Φώναζα πολλή ώρα, χωρίς κανείς να διακόψει το παράλογο παραμιλητό μου. Μέσα από την πορφυρή τύφλωση, μέσα από την ελευθερία που με είχε καταλάβει, διέκρινα μόνο το γερασμένο, ελαφρά λυγισμένο κεφάλι του Πιατνίτσκι, με το ασημένιο μούσι. Δεν με διέκοπτε, μόνο είπε στον Καραβάγεβ, ο οποίος χαιρόταν για μένα και για τον Πούσκιν
- Τι έθνος- ψιθύρισε ο γέρος- τα εβραιόπουλα σας έχουν το διάβολο μέσα τους.
Και όταν εγώ σώπασα, είπε:
- Ωραία, μπορείς να πηγαίνεις φιλαράκο μου...
Βγήκα από την αίθουσα στο διάδρομο, και εκεί, ακουμπώντας στον άβαφτο τοίχο, άρχισα να ξυπνάω από τους σπασμούς του ονείρου μου. Τα ρωσάκια έπαιζαν τριγύρω μου, το κουδούνι του γυμνασίου κρεμόταν λίγο κάτω από το μεσόσκαλο της κεντρικής σκάλας, ενώ ο φύλακας λαγοκοιμόταν πάνω σε ένα κατεστραμμένο σκαμνί. Κοιτούσα τον φύλακα και σιγά, σιγά ξυπνούσα. Τα παιδιά με πλησίαζαν από όλες τις πλευρές, ήθελαν να με τσιγκλίσουν ή απλά να παίξουν, ξαφνικά όμως στο διάδρομο εμφανίστηκε ο Πιατνίτσκι. Αφού με προσπέρασε, κοντοστάθηκε για μια στιγμή. Η ρεντικότα του αναδιπλώθηκε στην πλάτη του με έναν αργό δυσκίνητο κυματισμό. Αντιλήφθηκα την ταραχή αυτής της αχανούς, μυώδους και αρχοντικής πλάτης και κινήθηκα προς τον γέρο.
- Παιδιά- είπε στους μαθητές του γυμνασίου- μην το πειράζετε αυτό το παιδί- και άφησε το παχύ και τρυφερό του χέρι να πέσει στον ώμο μου- φιλαράκο μου- γύρισε και μου είπε- πες στον πατέρα σου ότι έγινες δεκτός στην πρώτη τάξη.
Ένα μεγαλόπρεπο αστέρι έλαμψε στο στέρνο του, στο πέτο του αντήχησαν κάποια παράσημα, το μεγάλο σώμα του, μέσα στην επίσημη μαύρη στολή, άρχισε να απομακρύνεται ευθυτενές. Το σώμα αυτό, στριμωγμένο στο ημίφως των τοίχων, κινούνταν ανάμεσα τους, σαν μια βάρκα σε βαθύ κανάλι, για να εξαφανιστεί τελικά στην πόρτα του γραφείου της διεύθυνσης. Ένας μικρός υπηρέτης, με πανηγυρικό και επίσημο θόρυβο τού πήγε τσάι, κι εγώ έτρεξα στους δικούς μου, στο μπακάλικο.

Στο μπακάλικό μας, καθόταν και ξυνόταν ένας μουζίκος πελάτης, γεμάτος δυσπιστία. Βλέποντας με, ο πατέρας μου παράτησε τον πελάτη, και χωρίς να διστάσει έδωσε πίστη στα λόγια μου. Φώναξε στον παραγιό να κλείσει το μπακάλικο και έτρεξε στην οδό Σαμπόρναγια, για να μου αγοράσει καπέλο με το έμβλημα του γυμνασίου. Η καημένη η μητέρα μου, μόλις που κατάφερε να με πάρει από τα χέρια αυτού του σαλεμένου ανθρώπου. Η μητέρα μου χλόμιασε εκείνη τη στιγμή και αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη της. Με χάιδευε και με αποστροφή με έσπρωχνε μακριά της. Είπε πως για όλους τους υποψήφιους που γίνονταν δεκτοί στο γυμνάσιο, συνήθως υπάρχει ανακοίνωση στις εφημερίδες, και ότι θα μας τιμωρούσε ο θεός και οι άνθρωποι θα γελούσαν μαζί μας, εάν αγοράζαμε στολή πριν την ώρα της. Η μητέρα μου ήταν χλωμή και δοκίμαζε την τύχη της μέσα στα μάτια μου, με κοιτούσε με πικραμένη θλίψη, λες και ήμουν σακάτης, επειδή αυτή μόνο ήξερε πόσο δυστυχισμένη ήταν η οικογένεια μας.

Όλοι οι άντρες της οικογένειας ήταν εύπιστοι και απερίσκεπτοι, πουθενά δεν ήμασταν τυχεροί. Ο παππούς μου ήταν κάποτε ραβίνος στη Λευκή Εκκλησία, από όπου τον έδιωξαν για ιεροσυλία. Έζησε άλλα 40 ανήσυχα και φτωχά χρόνια, μάθαινε ξένες γλώσσες και στα 80 του άρχισε να τρελλαίνεται. Ο θειός μου ο Λιοβ, ο αδελφός του πατέρα μου, αφού φοίτησε στη σχολή του Βολοζίνσκι, το 1892 λιποτάκτησε και έκλεψε την κόρη του σιτιστή του, ο οποίος έχει υπηρετήσει στο στρατό του Κιέβου. Ο θείος Λιοβ, πήρε τη γυναίκα του στην Καλιφόρνια, στο Λος Άτζελες, όπου την παράτησε. Στο τέλος πέθανε σε ένα τρελοκομείο, ανάμεσα σε νέγρους και μαλαισιανούς. Η αμερικανική αστυνομία μας έστειλε μετ'α το θάνατο του την κληρονομιά μας από το Λος Άτζελες- ένα μεγάλο μπαούλο, δεμένο με καφέ σιδερένιες αλυσίδες.

Στο μπαούλο αυτό υπήρχαν βαράκια για γυμναστική, τούφες γυναικείων μαλλιών, το φυλακτό του παππού, μαστίγια με επιχρυσωμένες λαβές και τσάι από βότανα σε κουτάκια, στολισμένα με φτηνά μαργαριτάρια. Από όλη την οικογένεια είχαμε μείνει μόνο ο τρελός θείος Σιμών, ο οποίος ζούσε στην Οδησσό, ο πατέρας μου και εγώ. Αλλά ο πατέρας μου εμπιστευόταν πολύ τους ανθρώπους. Τους πλήγωνε με τον ενθουσιασμό της πρώτης αγάπης. Οι άνθρωποι δεν του το συγχωρούσαν αυτό και τον κορόιδευαν. Γι’αυτό το λόγο ο πατέρας πίστευε πως τον κυνηγούσε μια κακιά μοίρα. Κι έτσι, απ’όλη την οικογένεια είχα μείνει μόνο εγώ στη μητέρα μου. Όπως όλοι οι εβραίοι, ήμουν κοντός, φιλάσθενος και υπέφερα από το διάβασμα με πονοκεφάλους. Όλα αυτά τα έβλεπε η μητέρα μου, η οποία δεν ήταν τυφλωμένη από τη φτωχική υπερηφάνεια του ανδρός της και την ακατανόητη πίστη του στο ότι η οικογένειά μας θα γινόταν κάποτε πλουσιότερη και δυνατότερη από τους υπόλοιπους ανθρώπους του κόσμου. Δεν περίμενε την τύχη για εμάς, φοβόταν να αγοράσει την μπλούζα της σχολικής στολής πριν της ώρας της και το μόνο που μου επέτρεψε ήταν να φωτογραφηθώ για ένα μεγάλο πορτρέτο.

Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1905 στο γυμνάσιο θυροκόλλησαν τα ονόματα των εισαχθέντων στην πρώτη τάξη. Στον πίνακα υπήρχε και το όνομά μου. Όλοι οι συγγενείς μας πήγαν να δουν αυτό το χαρτάκι. Ακόμη και ο Σόϊλ, ο αδελφός του παππού μου ήρθε στο γυμνάσιο. Αγαπούσα αυτόν τον καυχησιάρη γέρο, επειδή πουλούσε ψάρια στην αγορά. Τα χοντρά του χεριά ήταν υγρά, κολλημένα με λέπια ψαριών και βρωμούσαν κρύους υπέροχους κόσμους.

Ο Σόϊλ ξεχώριζε από τους απλούς ανθρώπους με της φανταστικές του ιστορίες, που διηγιόταν για την πολωνική εξέγερση το 1861. Στα παλιά τα χρόνια ο Σόϊλ ήταν ταβερνιάρης στο Σκβιρ. Είχε δει πως οι στρατιώτες του Νικολάϊ του Πρώτου εκτέλεσαν τον κόμη Γκοντλέφσκι και άλλους πολωνούς στασιαστές. Μπορεί και να μην είχε δει όλα αυτά. Αφού τώρα πια έχω καταλάβει πως ο Σόϊλ ήταν απλώς ένας αμόρφωτος γέρος και αφελής ψεύτης. Όμως τα παραμυθάκια του δεν τα ξέχασα - ήταν ωραία. Και να που ακόμη κι ο χαζούλης ο Σόϊλ ήρθε στο γυμνάσιο να διαβάσει τον κατάλογο με το όνομά μου και το βράδυ τραγουδούσε και χόρευε στο χορό μας.

Ο πατέρας οργάνωσε χορό για το χαρμόσυνο γεγονός και κάλεσε τους συντρόφους του- σιτεμπόρους, μεσίτες που πουλούσαν κτήματα και γυρολόγους, οι όποιοι στην περιοχή μας πουλούσαν αγροτικά μηχανήματα. Αυτοί οι ταξιδιώτες πουλούσαν μηχανήματα σε όλους τους ανθρώπους. Οι μουζίκοι και οι κτηματίες τους φοβόνταν, δεν μπορούσες να τους ξεφύγεις χωρίς να αγοράσεις κάτι απ’αυτούς. Απ’ όλους τους εβραίους οι γυρολόγοι είναι οι πιο οικείοι και χαρούμενοι άνθρωποι. Στο χορό μας τραγουδούσαν χασίδικα τραγούδια, που αποτελούνταν μόνο από 3 λέξεις, αλλά τραγουδιόνταν πολλή ώρα με πολλές και αστείες προφορές. Την υπεροχή αυτών των προφορών μπορούσε να καταλάβει μόνο όποιος έτυχε να γιορτάσει το Πάσχα με τους χασιδίτες ή όποιος έχει περάσει από το Βολίνι, από τις θορυβώδεις συναγωγές του. Εκτός από τους γυρολόγους είχε έρθει και ο γέρος Λίμπερμαν, ο οποίος με είχε διδάξει την Τορά και την αρχαία Εβραϊκή γλώσσα. Σ’εμάς τον φώναζαν μοσιέ Λιμπερμάν. Ήπιε λίγο παραπάνω κρασί από την Βεσσαραβία, τα παραδοσιακά μεταξωτά κορδόνια του είχαν βγει έξω από το κόκκινο γιλέκο του. Έκανε μια πρόποση στα αρχαία εβραϊκά προς τιμήν μου. Με την πρόποση αυτή, ο γέρος συνεχάρη τους γονείς μου και είπε ότι νίκησα στις εξετάσεις όλους μου τους εχθρούς, νίκησα τα ρωσόπουλα με τα χοντρά μάγουλα και τους γιούς των χυδαίων πλουσίων μας. Έτσι στην αρχαιότητα ο Δαβίδ, ο βασιλιάς των Ιουδαίων νίκησε τον Γολιάθ, και με τον τρόπο που είχα θριαμβεύσει εγώ πάνω στον Γολιάθ, έτσι και ο λαός μας με τη δύναμη του μυαλού του θα νικούσε τους εχθρούς του. Ο μοσιέ Λιμπερμάν καθώς μιλούσε δάκρυσε. Κλαίγοντας ήπιε κι άλλο κρασί και φώναξε «Βιβα». Οι καλεσμένοι τον περικύκλωσαν και άρχισαν να χορεύουν μια παλιομοδίτικη καντρίλια σαν σε γάμο σε εβραϊκό χωριουδάκι. Όλοι ήταν χαρούμενοι στο χορό μας. Ακόμα και η μητέρα έκανε μια παρασπονδία με το κρασί, έστω κι αν δεν της άρεζε η βότκα και δεν καταλάβαινε πως μπορεί να αρέσει σε κάποιον. Γι’αυτό θεωρούσε όλους τους ρώσους τρελούς και δεν καταλάβαινε πώς ζουν οι γυναίκες με τους ρώσους άντρες.

Αλλά οι ευτυχισμένες μέρες μας ήρθαν αργότερα. Για τη μαμά ήρθαν όταν τα πρωινά, πριν φύγω για το γυμνάσιο, μου ετοίμαζε το κολατσιό μου. Όταν γυρνούσαμε από μαγαζί σε μαγαζί για να αγοράσουμε την ξύλινη περιουσία μου- κασετίνα, κουμπαρά, σάκα, καινούρια πανόδετα βιβλία και τετράδια με γυαλιστερά εξώφυλλα. Κανένας δεν νοιώθει πιο δυνατά τα καινούρια πράγματα από ένα παιδί. Τα παιδιά ενθουσιάζονται από τη μυρωδιά τους, όπως τα σκυλιά από τα ίχνη των λαγών. Τους συνεπαίρνει μια τρέλα, την οποία μετά, όταν μεγαλώνουμε, την ονομάζουμε έμπνευση. Αυτό το αγνό παιδικό συναίσθημα ιδιοκτησίας πάνω στα καινούρια πράγματα μεταδόθηκε και στη μητέρα μου. Κάναμε ένα μήνα να συνηθίσουμε την κασετίνα και το πρωινό ημίφως, όταν έπινα τσάι στην άκρη του μεγάλου φωτισμένου τραπεζιού και συγκέντρωνα τα βιβλία στη σάκα. Κάναμε ένα μηνά να συνηθίσουμε την ευτυχισμένη μας ζωή. Και μόνο μετά το πρώτο τρίμηνο θυμήθηκα τα περιστέρια.

Είχα μαζέψει τα πάντα γι' αυτά - ένα ρούβλι, πενήντα καπίκια και τον περιστερώνα, που είχα φτιάξει από ένα τελάρο του παππού Σόηλ. Τον περιστερώνα τον είχα βάψει καφέ. Είχε φωλιές για δώδεκα ζευγάρια περιστέρια , διάφορα σανιδάκια στη σκεπή και ειδικά κάγκελα, τα οποία είχα σκαρφιστεί για να είναι πιο εύκολο να προσελκύω τα ξένα περιστέρια. Όλα ήταν έτοιμα. Την Κυριακή είκοσι Οκτωβρίου ξεκίνησα για το παζάρι της οδού Οχόνιτσκι αλλά στο δρόμο προέκυψαν απροσδόκητα εμπόδια.



Η ιστορία την οποία διηγούμαι, δηλαδή η εισαγωγή μου στην πρώτη τάξη του γυμνασίου, συνέβη το φθινόπωρο του 1905. Τότε ήταν που ο τσάρος Νικόλαος παραχώρησε σύνταγμα στο ρωσικό λαό, ρήτορες ντυμένη με ελαφριά πανωφόρια ανέβαιναν στα βάθρα του κτιρίου του δημοτικού συμβουλίου και αγόρευαν στον κόσμο. Στους δρόμους τα βράδια αντηχούσαν πυροβολισμοί, και η μητέρα μου δεν ήθελα να με αφήσει να κατέβω στην αγορά. Από το πρωί της εικοστής Οκτωβρίου τα αγοράκια της γειτονιάς πετούσαν χαρταετούς απέναντι από το ίδιο το κτίριο της αστυνομίας, ενώ ο νερουλάς μας, είχε παρατήσει όλες της δουλειές του και περπατούσε στο δρόμο με κόκκινο πρόσωπο. Μετά βλέπαμε πως οι γιοι του φούρναρη Καλιστόφ έβγαλαν στο δρόμο έναν δερμάτινο ίππο και άρχισαν να κάνουν γυμναστική στην μέση της δημοσιάς.




Κανείς δεν τους εμπόδιζε, ο αστυφύλακας Σεμέρνικοφ τους ενθάρρυνε μάλιστα να πηδούν ακόμα πιο ψηλά. Ο Σεμέρνικοφ φορούσε μια μεταξωτή, υφασμένη στο σπίτι ζώνη και εκείνη την ημέρα οι μπότες του ήταν τόσο γυαλισμένες , όπως ποτέ. Ο αστυφύλακας, έτσι που δεν ήταν ντυμένος με την στολή του τρόμαξε την μητέρα μου πιο πολύ απ’ όλα. Εξαιτίας του δεν με άφηνε , αλλά εγώ κατάφερα να βγω στο δρόμο από τις πίσω αυλές και έτρεξα στο παζάρι, το οποίο βρισκόταν σε μας πίσω από το σταθμό.




Στο παζάρι, στο συνηθισμένο μέρος καθόταν ο Ιβάν Νικοντίμιτς, ο έμπορας των περιστεριών. Εκτός από περιστέρια πουλούσε ακόμα κουνέλια και ένα παγώνι. Το παγώνι με σηκωμένη την ουρά του καθόταν σε μια μπάρα και γυρνούσε αδιάφορα το κεφάλι αριστερά και δεξιά. Το πόδι του ήταν δεμένο με ένα στριφτό σκοινί , η άλλη άκρη του οποίου ήταν μαγκωμένη κάτω από την πλεκτή καρέκλα του Ιβάν Νικοντίμιτς. Με το που έφτασα αγόρασα από το γέρο, ζευγάρι βυσσινί περιστέρια με ανακατεμένα τα φτερά στις πλούσιες ουρές και ένα ζευγάρι περιστέρια με τσουλούφι και τα έβαλα σε ένα σακούλι.




Μου είχαν μείνει σαράντα καπίκια μετά την αγορά, αλλά ο γέρος δεν ήθελε με τίποτα σε αυτή την τιμή να μου δώσει άλλο περιστέρι και άλλη περιστέρα άλλου είδους. Σε αυτά τα συγκεκριμένα περιστέρια αγαπούσα τα κοντά, σπειρωτά , χαριτωμένα ράμφη. Σαράντα καπίκια ήταν η πραγματική τους τιμή, αλλά ο κυνηγός τα τσιγκουνευότανε και έστρεφε από την άλλη το κιτρινιάρικο πρόσωπό του, αναμμένο από τα απάνθρωπα πάθη του πτηνοτρόφου. Τελικά, αφού είδε ότι δεν υπήρχαν άλλοι πελάτες, ο Ιβάν Νικοντίμιτς με φώναξε. Όλα πήγαν όπως το ήθελα, και όλα πήγαν χάλια.




Στις δώδεκα η ώρα το μεσημέρι ή και λίγο πιο αργά από την πλατεία πέρασα ένας άνθρωπος με τσόχινες μπότες. Περπατούσε ανάλαφρα στα πρησμένα του πόδια, στο σκαμμένα του πρόσωπο έλαμπαν ζωηρά του μάτια.




- Ιβάν Νικοντίμιτς,- είπε, όπως περνούσε δίπλα από τον κυνηγό, - παραδώστε το όπλο σας, στην πόλη οι εβραίοι αριστοκράτες αποκτάνε σύνταγμα. Στην ψαραγορά έδειραν τον παππού Μπάμπελ μέχρι θανάτου.




Είπε αυτό και πέρασε ανάλαφρα ανάμεσα τα κλουβιά, σαν ο ξυπόλητος αγρότης στο χωράφι του.




Μάταια– μουρμούριζε ο Ιβάν Νικοντίμιτς από πίσω του, - μάταια, φώναξε πιο δυνατά και άρχισε να μαζεύει τα κουνέλια και το παγώνι και μου πάσαρε τα περιστέρια για σαράντα καπίκια.




Τα έβαλα στο σακούλι μου και έμεινα να δω πως οι άνθρωποι σκορπούσαν από το παζάρι. Το παγώνι στον ώμο του Ιβάν Νικοντίμιτς έφυγε τελευταίο. Καθόταν όπως ο ήλιος στο υγρό φθινοπωρινό ουρανό, όπως κάθεται ο Ιούλιος στην τριανταφυλλένια όχθη του ποταμού. Ο καμένος Ιούλιος στα ψηλά, κρύα χορτάρια.




Στην λαϊκή δεν είχε απομείνει κανένας πια, και οι βροντές από τους πυροβολισμούς δεν ήταν μακριά. Τότε έτρεξα προς τον σταθμό, διέσχισα μια πλατειούλα, η οποία πέρασε αμέσως από τα μάτια μου, και έστριψα πετώντας σε ένα έρημο σοκάκι, πατώντας πάνω στην κίτρινη γη. Στο τέλος του μικρού δρόμου καθόταν στην αναπηρική του πολυθρόνα ο Μακαρένκο, ο οποίος είχε χάσει τα πόδια του. Τριγυρνούσε με την καρεκλίτσα του στην πόλη και πουλούσε τσιγάρα από ένα κασελάκι. Τα γειτονόπουλά μας αγόραζαν τσιγάρα από αυτόν, τον αγαπούσαν. Έτρεξα προς το μέρος του στο σοκάκι.




Μακαρένκο, - είπα, λαχανιασμένος από το τρέξιμο, και ακούμπησα τον ώμο του ανάπηρου,- μήπως είδες τον Σόηλ;




Ο σακάτης δεν απάντησε, το τραχύ του πρόσωπο, που αποτελούνταν από κόκκινο λίπος, από γροθιές, από σίδερο, έμοιαζε διάφανο. Κουνιόταν από νευρικότητα στο καροτσάκι του, η γυναίκα του, η Κατιούσα, με γυρισμένο τον πισινό της, που έμοιαζε με σάκο γεμάτο βαμβάκι, μάζευες τα πράγματα, που είχαν σκορπιστεί στο έδαφος.




- Τι μέτρησες; - ρώτησε ο ανάπηρος και τράβηξε το κορμί του από την γυναίκα του, σαν να του ήταν αφόρητη η απάντησή της.




-Δεκατέσσερα κομμάτια γκέτες, - είπε η Κατιούσα, χωρίς να σηκωθεί, - έξι παπλωματοθήκες, τώρα μετράω τα σκουφιά...

- Σκουφιά! – φώναξε ο Μακαρένκο, πνιγόταν και έβγαλε λυγμό. - Μου φαίνεται, Κατερίνα, ο Θεός με τιμώρησε, πρέπει να απαντήσω για όλους....Ο κόσμος κουβαλάει ολόκληρα τόπια με ύφασμα, οι άνθρωποι τα έχουν όλα, αλλά εμείς έχουμε μόνο σκουφιά...


Και πράγματι, από το στενό πέρασε τρέχοντας μία γυναίκα με κατακόκκινο όμορφο πρόσωπο. Στο ένα χέρι κρατούσε фесок στο άλλο ένα τόπι ύφασμα. Με χαρούμενη απελπισμένη φωνή η γυναίκα φώναζε τα χαρούμενα παιδιά. Το μεταξωτό φόρεμα και η γαλάζια ζακέτα της σέρνονταν πίσω από το ιπτάμενο κορμί της. Δεν άκουγε τον Μακάρενκο, που κυλιόταν πίσω της με το καροτσάκι. Ο ανάπηρος μόλις που τη προλάβαινε, οι ρόδες του καροτσιού του έτρεζαν, ενώ αυτός στριφογύριζε τους μοχλούς με όλες τις δυνάμεις του.
--- Μανταμίτσα,--- φώναζε δυνατά αυτός,--- από πού πήρατε το ύφασμα, μανταμίτσα μου?
Όμως η γυναίκα με το ιπτάμενο φόρεμα είχε εξαφανιστεί. Προς το μέρος της από τη γωνία πετάχτηκε το вихлявый κάρο. Ένας νεαρός αγρότης στεκόταν όρθιος στο κάρο.
--- Που πήγανε όλοι? --- ρώτησε ο νεαρός και σήκωσε τα κόκκινα γκέμια πάνω από τα ψωράλογα που σηκώνονταν στα δυο τους πόδια.
---Όλος ο κόσμος είναι στην Σαμπόρναγια,--- είπε ο Μακάρενκο ικετευτικά,--- όλοι είναι εκεί, μια ψυχή, ότι μαζέψεις --- φέρε τα σε μένα, όλα τα αγοράζω…
--- Ο νεαρός έσκυψε πάνω από το μπροστινό μέρος του κάρου, μαστίγωσε τα ψωράλογα. Τα άλογα σαν μοσχάρια αναπήδησαν με τις βρόμικες οπλές τους και άρχισαν να καλπάζουν. Το κίτρινο σοκάκι έμεινε κίτρινο και έρημο. Τότε ο ανάπηρος έστρεψε τα σβησμένα του μάτια πάνω μου.
--- Έμενα, εδώ που τα λέμε, με τιμώρησε ο Θεός,--- είπε ξεψυχισμένα --- εδώ που τα λέμε, ο Χριστός…
Και ο Μακάρενκο μου άπλωσε το λερωμένο του χέρι.
--- Τι έχεις στο ντορβά? --- είπε και πήρε το σακούλι, που ζέστανε την καρδιά μου.
Ο σακάτης με το χοντρό του χέρι ταρακούνησε τα περιστέρια και έβγαλε στο φως τη βυσσινιά περιστέρα. Με διπλωμένα ποδαράκια, το πουλί πλάγιαζε επάνω στην παλάμη του.
--- Περιστέρια,--- είπε ο Μακάρενκο και, τρίζοντας τους τροχούς, με πλησίασε,--- περιστέρια, --- το ξαναείπε και με χτύπησε στο μάγουλο.
Σφίγγοντας το πουλί με την παλάμη του, με χτύπησε με όλη του τη δύναμη. Ο πισινός της Κατιούσας, που έμοιαζε με σάκο γεμάτο βαμβάκι, γύρισε ανάποδα στο χώμα με το παλτό.
--- Πρέπει να καταστραφεί ο σπόρος τους,--- είπε τότε η Κατιούσα και τεντώθηκε επάνω στα σκουφιά,--- μισώ τον σπόρο τους και τους βρομερούς άντρες τους…
Είπε και κάτι ακόμα για την σπορά μας, όμως εγώ δεν άκουγα πια. Ήμουν πεσμένος στο χώμα, και τα εντόσθια του λυομένου πουλιού κυλούσαν από τον κρόταφό μου. Κυλούσαν πάνω στα μαγουλά μου κουλουριάζοντας, πιτσιλώντας και τυφλώνοντας με. Πάνω στο μέτωπό μου σερνόταν το εύθραυστο έντερο του πουλιού και εγώ έκλεινα το τελευταίο μου ανοιχτό μάτι, για να μην βλέπω τον κόσμο που ανοιγόταν μπροστά μου. Αυτός ο κόσμος παρά ήταν μικρός και τρομερός. Ένα λιθαράκι κίνονταν μπροστά στα μάτια μου, ένα λιθαράκι σκαλισμένο σαν πρόσωπο γριάς με μεγάλο σαγόνι. Δίπλα ήταν πεταμένο ένα κομματάκι του σπάγκου και ένα δεματάκι από φτερά, που ακόμα ανέπνεαν. Ο κόσμος μου παρά ήταν μικρός και τρομερός. Έκλεισα τα μάτια μου για να μην τον βλέπω, και κουλουριάστηκα στη γη, που κείτονταν κάτω μου στην καθησυχαστική σιωπή. Αυτή η πατημένη γη σε τίποτα δεν έμοιαζε με τη ζωή μας και την αναμονή των εξετάσεων στη ζωή μας. Κάπου μακριά ταξίδευε η δυστυχία πάνω σε ένα μεγάλο άλογο, ο θόρυβος όμως των οπλών απομακρυνόταν, χανόταν, και η σιωπή, η πικρή σιωπή κάποτε που και που βύθιζε τα παιδία στη δυστυχία, ξαφνικά εξαφάνισε το σύνορο μεταξύ του σώματος μου και της ακίνητης γης. Η γη μύρισε υγρά έντερα, τάφο και λουλούδια. Ένιωσα τη μυρωδιά της και έκλαψα χωρίς κανένα φόβο. Περπατούσα σε μια ξένη παραφορτωμένη με άσπρα κουτιά οδό, περπατούσα στολισμένος με ματωμένα φτερά, μόνος, στη μέση των καλά σκουπισμένων πεζοδρομίων, όπως την Κυριακή, και έκλαιγα τόσο πικρά, λυτρωτικά και ευτυχισμένα, έτσι όπως δεν είχα κλάψει ποτέ στη ζωή μου. Τα ασπρισμένα σύρματα σφύριζαν επάνω από το κεφάλι μου, ένα καντρόσκυλο έτρεχε μπροστά, στην πάροδο από δίπλα ένας νέος άντρας που φορούσε γιλέκο έσπαγε το παραθυρόφυλλο στο σπίτι του Χαρίτων Εφρούσι. Το έσπαγε με ένα ξύλινο σφυρί, σήκωνε όλο το κορμί του και λαχανιάζοντας χαμογελούσε δεξιά και αριστερά με καλοσυνάτο χαμόγελο της μέθης του ιδρώτα και της ψυχικής δύναμης. Όλος ο δρόμος ήταν γεμάτος με τους θορύβους, τα τριξίματα και τα τραγούδια του ξύλου που σκορπιζόταν από δω και από και. Ο άντρας χτυπούσε μόνο και μόνο για να λυγίσει, να ιδρώσει και να φωνάξει ασυνήθιστες λέξεις σε μια άγνωστη, ξένη γλώσσα. Τις φώναζε και τραγουδούσε, ξέσχιζε από μέσα τα γαλάζια μάτια του, μέχρι που στο δρόμο εμφανίστηκε μία ακολουθία που έχει βγει από τη δούμα.. Οι γέροι με τα βαμμένα γένια κρατούσαν στα χέρια τους μια προσωπογραφία του καλοχτενισμένου τσάρου, τα λάβαρα με απεικονίσεις αγίων στους τάφους στους κυμάτιζαν, ξαναμμένες γριές προπορεύονταν ενθουσιασμό. Ο άντρας με γιλέκο όταν είδε την ακολουθία, έσφιξε το σφυρί στο στήθος του και έτρεξε πίσω από τα λάβαρα, ενώ εγώ περίμενα το τέλος της πομπής, κατευθύνθηκα προς το σπίτι μου. Το σπίτι ήταν έρημο. Οι άσπρες πόρτες του ήταν ανοιχτές, το χορτάρι μπροστά από περιστερώνα τσαλαπατημένα. Μόνο ο Κουσμά δεν είχε φύγει από την αυλή. Ο Κουσμά, ο θυρωρός, καθόταν στην αποθήκη και τακτοποίησε τον νεκρό Σόιλ.
--- Ο άνεμος σε σηκώνει και σε παίρνει σαν το πελεκούδι,--- είπε ο γέρος, μόλις με είδε,--- έφυγε στον αιώνα των αιώνων… Εδώ πως τον κατάντησαν τον παππού μας οι άνθρωποι…
Ο Κουσμά πήρε βαθιά αναπνοή, γύρισε από την άλλη και άρχισε να βγάζει από τις τρύπιες τσέπες του παππού τη πέρκα. Είχαν χώσει δυο πέρκες στον παππού: μια στην τρυπά της τσέπης, και την άλλη στο στόμα, παρ’όλα που ο παππούς ήταν είδη νεκρός, η μια πέρκα ζούσε ακόμα και σπαρταρούσε.
--- Τον παππού μας έσφαξαν, κανέναν άλλον,--- είπε ο Κούσμα, και πέταξε τις πέρκες στη γάτα,--- αυτός έστειλε όλο τον κόσμο στο διάολο, τους σκυλόβρισε, ήταν περίφημος… Βαλε του καλύτερα από μια πεντάρες στα μάτια του…
Όμως τότε, ήμουν δέκα χρονών, δεν ήξερα, γιατί οι νεκροί χρειάζονται πεντάρες.
--- Κουσμά,--- ψιθύρισα,--- σώσε μας…
Και πλησίασα τον θυρωρό, αγκάλισα την γέρικη καμπουριασμένη του πλάτη, με τον έναν ανασηκωμένο ώμο και είδα τον παππού πίσω από αυτήν την πλάτη. Ο Σόιλ ήταν ξαπλωμένος στα πριονίδια, με λιωμένο στήθος, με ανακατεμένα γένια, με τα χοντροκομμένα παπούτσια του στα ξεπόλιτα πόδια του. Τα ανοιχτά του πόδια ήταν βρώμικα, μπλάβα, νεκρά. Ο Κουσμά ασχολιόταν μαζί τους, έδεσε τα σαγόνια, και τον απασχολούσε τι άλλα να κάνει με τον μακαρίτη. Παιδευόταν, σαν να έκανε ανακαίνιση στο σπίτι του και χαλάρωσε μόνο όταν τελείωσε με το χτένισμα της γενιάτας του μακαρίτη.
--- Όλους τους σκυλόβρισε,--- είπε με χαμόγελο, και κοίταξε το πτώμα με αγάπη,--- και Τάταροι να του ρίχνανε, θα τους πετούσε από πάνω του, αλλά πλησίασαν οι ρώσοι και οι γυναίκες μαζί τους, κατσαπλιάδες; οι κατσαπλιάδες δεν κάνει να συγχωρούν, τους ξέρω…
Ο θυρωρός έβαλε κάτω από μακαρίτη μερικά πριονίδια, πέταξε την ολόσωμη ποδιά και με πήρε από το χέρι.
--- Πάμε στον πατέρα,--- μουρμούρισε, σφίγγοντας με όλο και πιο δυνατά,--- ο πατέρας σε ψάχνει από το πρωί, μάλλον πεθαίνει από στεναχώρια…
Μαζί με τον Κουσμά πήγαμε στο σπίτι του φοροεισπράκτορα, όπου είχαν κρυφτεί οι γονείς μου, που κατάφεραν να ξεφύγουν από το πογκρόμ.