Μία μέρα στην Αθήνα: Ίλια Ιλφ και Γεβγκένι Πετρόφ

Ένα γαλάζιο σοβιετικό καταδρομικό βρισκόταν σε ανοιχτή ράδα, απέναντι από το προάστιο λιμάνι του Φαλήρου. Αριστερά, πίσω από το ακρωτήρι που ήταν πυκνά καλυμμένο με άσπρα και ροζ σπιτάκια, βρισκόταν το λιμάνι του Πειραιά. Δεξιά, σε έναν ψηλό λόφο, φαινόταν η Ακρόπολη της Αθήνας. Ήταν τέλος Οκτωβρίου. Ο ήλιος ακτινοβολούσε δυνατά, φυσούσε ένας άνεμος από την Αφρική, και η αρχαία σκόνη που ξεσήκωνε, δημιουργούσε μια ήπια καταχνιά.

Στις εφτά και τριάντα απέπλευσε το πρώτο πλοιάριο από το καράβι, και ξεκίνησε την τακτική συγκοινωνία με την ακτή.

Η ξύλινη αποβάθρα του θέρετρου, που στηριζόταν σε λεπτούς μεταλλικούς στύλους πλησίασε γρήγορα. Το πλοιάριο έκανε μια στροφή, τραμπάλισε στο δικό του κύμα και έδεσε στη σκάλα. Στην αποβάθρα βρισκόταν λίγος κόσμος, ο σηματωρός μας με τις σημαίες του, κάποιοι ηλιοκαμένοι αστυνομικοί και δυο Έλληνες σκοποί του ναυτικού, που φορούσαν στραβά τα λευκά τους πηλήκια και σκούρα μπλε παντελόνια δεμένα στον αστράγαλο.
Όλα έδειχναν πως η περίοδος των διακοπών είχε ήδη φτάσει στο τέλος της. Φαίνεται, έτσι είναι κανονισμένο σε όλο τον κόσμο, οι περίοδοι των διακοπών, ανεξαρτήτως από το κλίμα, να τελειώνουν τον Σεπτέμβρη. Ήταν μια ξηρή και ζεστή μέρα, ο ουρανός ήταν καθαρός και τα ζεστά κύματα χτυπούσαν αργά στην ακρογιαλιά. Σε ένα έρημο κίτρινο δρομάκι σερνόταν μια παρατημένη εφημερίδα, η εικόνα θύμιζε φθινόπωρο. Στις πόρτες ενός εστιατορίου, με σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος, στεκόταν ένας σερβιτόρος με λευκή ποδιά και κοιτούσε μελαγχολικά τα άδεια μαρμάρινα τραπεζάκια. Στον τοίχο βρίσκονταν σε μία στιβάδα, πτυσσόμενες, σιδερένιες καρέκλες. Σύμφωνα με το ημερολόγιο η σεζόν είχε τελειώσει και κανένας ήλιος δεν μπορούσε να την γυρίσει.

Στην ακτή συνοστιζότανε Φαληριώτες. Δεν τους άφηναν να περάσουν προς την αποβάθρα. Μοναδική εξαίρεση ήταν τρεις τύποι με πολιτικά, που φορούσαν ανοιχτόχρωμα φθαρμένα καπέλα. Παρατηρούσαν προσεκτικά τους αξιωματικούς του κόκκινου στόλου, που αποβιβάζονταν. Αυτοί οι αξιότιμοι κύριοι έστριβαν σιωπηλά τα μουστάκια τους. Με αυτή την κίνηση έλαμπαν θολά στα δάκτυλά τους ασημένια δαχτυλίδια με αφύσικα μεγάλα διαμάντια.
Ένας από τους τρεις τύπους έβγαλε το καπέλο του και υποκλίθηκε εύθυμα μπροστά μας:

- Είστε αξιωματικοί του κόκκινου στόλου; - ρώτησε στα ρώσικα. – Πως σας περιμέναμε! Πλησίασε ακριβώς δίπλα, και γυρνώντας να κοιτάξει συνωμοτικά πίσω στους αστυνομικούς μας ψιθύρισε:

- Το ελληνικό προλεταριάτο βογκάει κάτω από το ζυγό του κεφαλαίου. Ε;

Ταραχτήκαμε και αναστατωμένοι προχωρήσαμε παραπέρα. Το πρόσωπο του νέου μας γνωστού έλαμπε, και μας κοιτούσε με τρυφερότητα καθώς απομακρυνόμασταν. Ενώ εμεις ήδη κατεβαίναμε στον υπόγειο σταθμό για να πάμε στην Αθήνα αυτός στεκόταν ακόμη στην αποβάθρα και μας χαιρετούσε με το καπέλο του.

Τι πιο πολύτιμο υπάρχει για την καρδιά του ταξιδιώτη από τα πρώτα λεπτά και τις πρώτες ώρες, τις οποίες περνάει σε μία χώρα, όπου δεν έχει πάει ποτέ και για την οποία δεν ξέρει τίποτα ακόμα; Δηλαδή, ξέρεις από βιβλία, ότι η Ακρόπολη βρίσκεται σε υψωμένο μέρος, αλλά δεν ξέρεις, ότι αυτό το ύψωμα, είναι ένας απότομος βράχος, που λάμπει κάτω από το φως του ηλίου. Ότι βαθιά από κάτω του απλώνεται η Αθήνα , και ότι τα μάρμαρα του Παρθενώνα είναι κίτρινα, καιροδαρμένα, τραχιά, και όχι άσπρα και λεία, όπως πιστεύαμε πάντα. Ξέρεις πολύ καλά, ότι η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας, και βρίσκεται οχτώ χιλιόμετρα από τον Σαρωνικό κόλπο. Αλλά έχεις πραγματικά σκεφτεί, ότι θα πας από αυτό τον κόλπο σε αυτή την πρωτεύουσα με ένα αναχρονιστικό ηλεκτρικό τρένο; Το οποίο διαθέτει πρώτη και τρίτη θέση, αλλά για κόποιο λόγο όχι και δεύτερη. Ότι δίπλα σου στον πάγκο θα κάτσει μια θεόρατη Ελληνίδα με μαύρο φόρεμα, με γυμνά χέρια, χοντρά σαν πόδια. Ότι από το παράθυρο του βαγονιού θα φαίνεται ένας αυτοκινητόδρομος από άσφαλτο, στον οποίο θα περνάει αρχικά ένα παλιό, προπολεμικό φορτηγό, ξαναβαμένο, με την αγγλική επιγραφή «Στάνταρτ Όιλ». Μετά θα περάσουν γάιδαροι, φορτωμένοι με φρούτα. Ότι δίπλα από το τρένο περνούν γρήγορα πέτρινοι φράκτες, λαχανόκηποι, κυπαρίσσια, κάπου κάπου φοίνικες, μονώροφα σπιτάκια και ότι στο τέλος καθώς θα φτάνει στα προάστια, το τρένο θα κατέβει κάτω από τη γη, για να φτάσει στον τελικό σταθμό κάτω από την πλατεία Ομονοίας;

Είχαμε ανέβει στην πλατεία και κοιτάζαμε γύρω μας. Ένας αστυνομικός με άσπρα γάντια μέχρι τον αγκώνα κατεύθυνε τελετουργικά την όχι πολύ ζωηρή κίνηση. Στα πολυάριθμα περίπτερα πουλούσαν αλατισμένα αμύγδαλα σε διάφανα σακουλάκια, σύκα, μούσμουλα, και ξυραφάκια «ζιλέτ». Ήδη στην Κωνσταντινούπολη μας είχαν πει, ότι στην Αθήνα μια λεπίδα είναι απίστευτα φθηνή και ότι ο ίδιος ο κύριος Ζιλέτ με τα δικά του χαζά χνουδωτά μούσια δεν μπορεί να καταλάβει, πως αυτά τα Αθηναϊκά περίπτερα καταφέρνουν να πουλούν τα ξυράφια του πιο φθηνά, απ’ ότι στοίχιζαν στον ίδιο. Εμείς επίσης είχαμε εκπλαγεί. Εκπλαγήκαμε και αγοράσαμε. Σύντομα όμως το μυστικό του αθηναϊκού εμπορίου και της βιομηχανίας αποκαλύφθηκε. Οι λεπίδες ήταν όντως πραγματικές και πολύ φθηνές, αλλά δυστυχώς ήδη χρησιμοποιημένες τουλάχιστον τριάντα φορές.

Αυτό το μάθαμε πιο μετά, αλλά τώρα κοιτούσαμε αφοσιωμένοι τις πινακίδες των μαγαζιών. Τέτοιες πινακίδες μόνο σε όνειρο μπορείς να τις δεις. Όλο το ελληνικό αλφάβητο αποτελείται από ρώσικα γράμματα, υπάρχει επιπλέον το θήτα, αλλά να καταλάβεις κάτι είναι αδύνατον. Κάτω από τις πινακίδες έβγαιναν τρέχοντας πωλητές και μας προέτρεπαν «περάστε και δείτε με τα μάτια σας». Στη βιτρίνα του μικρού εστιατορίου «Βόλγα», που άνηκε σε εμιγκρέδες, βρισκόταν ένα πιάτο με μπορς και ήταν τοιχοκολλημένος ο κατάλογος: "Μικρορωσικό μπορς, νεορωσικοί κεφτέδες "[1].
Αλλά, παρά το μπορς, το γυμνασιακο θήτα, τις οδεσσίτικες μυρωδιές, τους καβουρδισμένους ξηρούς καρπούς και τα κάστανα, παρ’ όλο που οι λουστραδόροι με τα κασελάκια τους, διακοσμημένα με χαλκό έμοιαζαν να έρχονται από το Μπατούμι και την Τιφλίδα – αυτή ήταν μια εντελώς ξένη, ζεστή, μαρμάρινη πόλη, περικυκλωμένη από γυμνούς ρόδινους λόφους.


- Πως σας φαίνεται η Αθήνα;- ακούστηκε μια φωνή.

Από το αντίθετο πεζοδρόμιο πλησίασε προς την κατεύθυνσή μας αυτός ο ίδιος άνθρωπος με το φθαρμένο καπέλο, ο οποίος μας είχε μιλήσει στο λιμάνι. Μας έσφιξε θερμά τα χέρια και είπε βιαστικά:

- Μη νομίζετε, ότι θέλω να κερδίσω κάτι από σας. Αγαπάω πολύ τους Ρώσους. Εγώ ο ίδιος ζούσα κάποτε στον Καύκασο. Με λένε Κωνσταντίνο Παυλίδη. Είναι όντως η Αθήνα μια ψωραλέα πόλη;

Δεν προλάβαμε να απαντήσουμε.

- Εδώ υπάρχει τέτοια η τρομερή κρίση, - συνέχισε εύθυμα, - παντού αυτή η καπιταλιστική καταπίεση. Μήπως χρειάζεστε να αγοράσετε κάτι; Μπορώ να σας οδηγήσω. Εδώ ένας καπιταλιστής χρεοκόπησε, ξέρετε, μεγαλοβιομήχανος, και δήλωσε εκποίηση. Και αν δεν θέλετε να αγοράσετε τίποτα, τότε ας πάμε απλά να διασκεδάσουμε λίγο με την καταστροφή του.

Έσπρωξε τους πωλητές, οι οποίοι είχαν μαζευτεί γύρω μας, και κουνούσαν ξύλα απ’ όπου κρέμονταν μακριές άκοπες σειρές από λαχεία, και μας έσυρε σε κάποιο μαγαζί.

Καμαρώσαμε για λίγο τον ηλικιωμένο Έλληνα, που στεκόταν πίσω από τον πάγκο, τις λεπτές στοίβες από φανέλες, κάποια είδη ραπτικής και βγήκαμε σαστισμένοι στο δρόμο.
- Λοιπόν; ρώτησε γελώντας ο Παυλίδης. – Είδατε την μπουρζουαζία; Σύντομα θα τους πνίξουμε όλους. Θέλετε, να σας συστήσω στους δικούς μας; Ε; Ίσως χρειάζεται να παραδώσετε κάποιες προκηρύξεις, λογοτεχνία; Ε;

Υποπτευόμασταν φυσικά, ότι στην Αθήνα δεν υπάρχει και καμία μυστική υπηρεσία της προκοπής, τουλάχιστον όχι κάποιο «Ιντέλλιτζενς Σέρβις», όμως τέτοια αφέλεια και νοτιοευρωπαϊκή ανεμελιά δεν περιμέναμε.
Ανεβήκαμε βιαστικά σε ένα λεωφορείο, χωρίς να αποχαιρετήσουμε τον Παυλίδη. Δεν προσβλήθηκε καθόλου και για άλλη μια φορά μας χαιρέτησε με το καπέλο καθώς απομακρυνόμασταν.
Μας έτυχε ένα περίεργο λεωφορείο. Σχεδόν όλοι οι επιβάτες και ο εισπράκτοράς του φορούσαν πένθος. Απορημένοι από το γεγονός αυτό, αρχίσαμε να κοιτάμε εξερευνητικά. Αποδείχτηκε ότι και στους δρόμους οι περαστικοί, ως επί το πλείστον, φορούσαν περιβραχιόνια πένθους από λεπτό ύφασμα. Τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό;

Το λεωφορείο σταμάτησε απέναντι από ένα καφενείο. Στο πεζοδρόμιο γύρω από τα μαρμάρινα τραπεζάκια καθόταν κόσμος. Κάποιοι έπαιζαν τάβλι, άλλοι έπαιζαν χαρτιά, ρίχνοντάς τα σε ένα ειδικό τσόχινο υπόστρωμα, μερικοί έπιναν καφέ από μικρά φλιτζάνια, και άλλοι- σκέτο νερό. Μπροστά από έναν χοντρό, ο οποίος φαινόταν απελπισμένος πότης και άνθρωπος που χαραμίζει την ζωή του, στεκόταν ένα ψηλό ποτηράκι με μπίρα και σε ένα πιατάκι βρισκόταν ένα ορεκτικό – μια μεγάλη λαμπερή ελιά με καρφωμένη πάνω της μια οδοντογλυφίδα {1}. Η πλειοψηφία αυτών των πολυάσχολων ανθρώπων επίσης φορούσε πένθος.

Αυτό το αινιγματικό γεγονός μας βασάνιζε για πολύ καιρό. Και μόνο προς το βράδυ μάθαμε, ότι στην Ελλάδα συνηθίζεται να φοράνε πένθος για τους νεκρούς τρία ολόκληρα χρόνια. Και επειδή το φοράνε ακόμα και στην περίπτωση θανάτου μακρινών συγγενών, βρίσκεται σχεδόν πάντα. μια καλή αιτία για να βάλουν στο μανίκι πένθος. Και όταν ένας Αθηναίος φοράει πένθος, τότε αυτό δεν σημαίνει καθόλου, ότι περνάει βαριά θλίψη, ότι είναι απαρηγόρητος. Απλά ότι δυόμισι χρόνια πριν στην Χίο πέθανε η πρώτη ξαδέλφη της γιαγιάς της δεύτερης γυναίκας του αδελφού του, το όνομα και το επώνυμο της οποίας είχε ήδη καταφέρει να ξεχάσει, είτε Μερόπη Σιώνη, είτε Καλλιόπη Σινάκη. Τίποτα παραπέρα, μόνο αυτό.

Όταν είχαμε περάσει όλη την Σταδίου και είχαμε απομακρυνθεί αρκετά από τον Παυλίδη, βγήκαμε σε μια μεγάλη πλατεία, γεμάτη με τραπεζάκια. Συνήθως στις πλατείες των πόλεων βρίσκονται μνημεία, λειτουργούν σιντριβάνια, ή βρίσκονται χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων. Αλλά στην Αθήνα πολλές πλατείες έχουν παραδοθεί στα καφενεία. Τα τραπεζάκια στην πόλη είναι τόσα πολλά, που ακόμη και αν όλος ο εμπορευόμενος πληθυσμός της Αθήνας, άφηνε τις εύκολες δουλειές του όπως την πώληση λαχείων και παλιών λεπίδων και κάθονταν στα καφενεία, ακόμη και τότε θα έμεναν πολλές άδειες θέσεις.

Μπροστά από το προεδρικό μέγαρο, στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, μέσα σε μεγάλα, ραβδωτά φυλάκια φυλούσαν σκοπιά δυο εύζωνες με μεγαλοπρεπείς γκοφρέ φούστες, άσπρο καλσόν, όπως φορούν στην όπερα, και τσαρούχια με τεράστιες, χνουδωτές φούντες. Στο τοίχος πίσω από το μνήμα, ήταν χαραγμένες οι ονομασίες των τόπων, όπου Έλληνες στρατιώτες είχαν κερδίσει μάχες. Η λίστα ξεκινούσε με τις Θερμοπύλες και τελείωνε με την Οδησσό και την Χερσώνα.

Σχετικά με τις Θερμοπύλες δεν θα θέλαμε να μπλεχτούμε σε μια μακρόσυρτη και βαρετή λογομαχία με τους τοπικούς ιστοριογράφους. Όσον αφορά όμως την Οδησσό και την Χερσώνα, το δεκαεννιά τυχαία βρεθήκαμε σεμνοί μάρτυρες των νικηφόρων επιχειρήσεων των Ελλήνων επιδρομέων. Δεν είμαστε ειδικοί στα στρατιωτικά, αλλά, στα άπειρά μας μάτια, ποτέ πριν ένας τακτικός στρατός δεν υποχώρησε με τόση ταχύτητα, θόρυβο και βιασύνη. Οι επιδρομείς έτρεχαν από την πόλη προς το λιμάνι με πυρετώδη ταχύτητα, πουλώντας στην διαδρομή στον ιθαγενή πληθυσμό της Οδησσού αγγλικά ποδοφάσκια, γαλλικά τουφέκια και μουλάρια για μεταφορές. Προσέφεραν ακόμη και κανόνια, όμως οι αδιάφοροι Οδεσσίτες αρνούνταν ευγενικά.

Αλλά εδώ δεν υπήρχε κανένας να συζητήσουμε λίγο αυτό το ενδιαφέρον ιστορικό θέμα. Ο ήλιος έκαιγε, και οι ξανθοί εύζωνες στέκονταν ακόμα ακίνητοι στην σκιά των φυλακίων τους.

Εκείνη την στιγμή νιώσαμε καθαρά την παρουσία ενός ξένου σώματος στον αιθέρα. Και όντως! Προς την κατεύθυνσή μας έτρεχε ο Παυλίδης ανεμίζοντας το καπέλο του.

- Θαυμάζετε τους μισθοφόρους του κεφαλαίου; - μας ρώτησε λαχανιασμένος.

Ο διάβολος ξέρει, πόσο μονότονος άνθρωπος ήταν αυτός ο Παυλίδης! Στο κάτω κάτω η μητροπολιτική αστυνομία θα μπορούσε να μας είχε κολλήσει έναν πιο ικανό πράκτορα. Αυτός εκφραζόταν, σαν θετικός ήρωας από ένα κακό θεατρικό έργο της Ρωσικής Ένωσης Προλεταρίων Συγγραφέων. Όλη την ώρα καυτηρίαζε το κεφάλαιο και εξέθετε την αστική τάξη με ξύλινες εκφράσεις. Να του ξεφύγουμε ήταν αδύνατον. Μας προλάβαινε παντού.
Όταν κοιτούσαμε το προεδρικό μέγαρο, αυτός έστεκε πίσω μας και μας ψιθύριζε, ξεφυσώντας στους λαιμούς μας:

- Ωραίο θα ήταν να το ανατινάξουμε. Ε; Τουλάχιστον μια ωραία βομβίτσα; Ε; Αλλιώς πάμε εδώ στην γωνία, εκεί πουλάνε κάλτσες και γραβάτες. Τζάμπα! Αγγλικά προϊόντα! Ε; Εκεί ακριβώς θα δείτε, τι κρίση σπαράζει την καπιταλιστική κοινωνία.
Προφανώς, ο Παυλίδης δούλευε παράλληλα και ως μεσάζων κάποιου παντοπωλείου. Και τους δυο του ρόλους τους εκτελούσε ταυτόχρονα με απίστευτο ζήλο. Στο τέλος τον αποπέμψαμε.
Παντού στην πόλη έβλεπε κανείς σοβιετικούς ναύτες. Περπατούσαν ανά δύο ή σε ομάδες, μέχρι και είκοσι φορές την ημέρα συναντούσαν ο ένας τον άλλον για να σκορπιστούν και πάλι. Ανέβαιναν στην Ακρόπολη, σιγά σιγά περπατούσαν τρικλίζοντας στους δρόμους της αγοράς, συγκεντρώνονταν στην είσοδο της Εθνικής Πινακοθήκης και μπαινοβγαίνανε στα μαγαζιά. Και οπουδήποτε και αν πήγαιναν , γύρω τους σιγά σιγά μαζεύονταν πλήθη εργατών. Κατά το μεσημέρι σχηματίστηκαν από μόνες τις κάποιες διαδηλώσεις. Άρχισαν να τραγουδάνε την «Διεθνή», και στην Ακρόπολη, όπου πήγε μια μεγάλη εκδρομή κόκκινων ναυτών, Αθηναίοι εργάτες, άνθρωποι από το νότο και θερμόαιμοι, έδερναν τους τροτσκιστές, που προσπαθούσαν να περάσουν τα συνθήματά τους. Οι ναύτες με διπλωματία αλά Λιτβίνοβ[2] θαύμαζαν τον Παρθενώνα και τα Προπύλαια και προχώρησαν παραπέρα.

‘Εφτανε να σταματήσουν κάπου οι ναύτες για λίγα λεπτά, για να σχηματιστεί δίπλα τους κάτι σαν συγκέντρωση. Οι ναύτες, χαμογελώντας φευγαλέα, αμέσως απομακρύνονταν, αλλά το πλήθος δεν διασκορπιζόταν, άρχιζαν καυγάδες, έπεφτε ξύλο, εμφανίζόταν η αστυνομία.
Τις ημέρες της παραμονής του στολίσκου των σοβιετικών πλοίων κάθε γαλάζιο πουκάμισο του κόκκινου στόλου μετατρεπόταν στα μάτια των Ελλήνων εργατών σε κόκκινη σημαία.
Βλέποντας μια από αυτές τις πορείες εργατών, ο Παυλίδης, που δεν μας είχε αφήσει βήμα, βιάστηκε να πει μια ωραία μεστή φράση:
- Ιδού περνάνε τα ταξικά μου αδέλφια.
Και αμέσως έφυγε τρέχοντας από κάποια πύλη. Προφανώς, η συνάντηση με τα ταξικά του αδέλφια δεν ήταν μέσα στα σχέδιά του. Χρησιμοποιώντας την ευκαιρία να μείνουμε λίγο χωρίς τον φίλο μας Παυλίδη, γρήγορα στρίψαμε στην λοξή και βρώμικη Θεμιστοκλέους, περάσαμε τρέχοντας μπροστά από το καφενείο «Ποσειδώνας», το σινεμά « Πάνθεον», τα επιπλωμένα δωμάτια «Παρθενώνας» και το κλειδαράδικο «Μαραθώνιος» και κρυφτήκαμε σε ένα μικρό εστιατόριο. Δεν είχαμε προλάβει να κάτσουμε στο τραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα στο παράθυρο, όταν πέρασε ο Παυλίδης από το εστιατόριο, κρατώντας το καπέλο του στο χέρι.

Tο άδειo εστιατόριο ήταν ήσυχο και δροσερό. Από τον δρόμο μπήκε ένας γέρος με γκρίζα μαλλιά και μαύρα φρύδια. Από την κορυφή ως τα νύχια ήταν καλυμμένος με μεγάλα και μικρά μαλακά σφουγγάρια. Από σεβασμό προς την ηλικία του έπρεπε να αγοράσουμε σφουγγάρια. Στην βιασύνη μας διαλέξαμε το πιο μεγάλο. Δεν είχαμε που να το βάλουμε. Και έτσι πήγαμε με αυτό μετά στην Ακρόπολη, σαν να πηγαίνουμε σε λουτρό.
Πλησίασε ο σερβιτόρος και πήρε την παραγγελία μας, την οποία εξηγούσαμε με την βοήθεια ενός εφιαλτικού μείγματος αγγλικών, γαλλικών και ιταλικών.

- Ίγκλις; - ρώτησε ο σερβιτόρος, – Φρεντς; Ιτάλιεν;

- Ρους, - απαντήσαμε.
-
Ρους; ξαναρώτησε ο σερβιτόρος.
-
Ρους. Σοβιέτ.
Ο σερβιτόρος κοκκίνισε απότομα.
-
Ζήτω, ζήτω, ζήτω, - είπε ξαφνικά χαμηλόφωνα, αλλά με μεγάλη έκφραση. - Ζήτω, ζήτω, ζήτω, – επανέλαβε γρήγορα με την ίδια έμφαση.

Και μας κοίταξε με ένα τόσο λατρευτικό βλέμμα, που ντραπήκαμε.

Ταραγμένος έκανε κύκλους γύρω μας, σέρβιρε κάποιο φθηνό κρασί, έφερνε προς το τραπέζι μας τους σερβιτόρους από τα διπλανά καφενεία και τους διηγήθηκε κάτι. Στέκονταν λίγο πιο εκεί. Μετά ένας από αυτούς πλησίασε και σιωπηλά ζωγράφισε στο μαρμάρινο τραπεζάκι ένα σφυροδρέπανο. Και όταν πια πληρώναμε, ο σερβιτόρος μας έβαλε προσεκτικά ένα σημειωματάκι στα αγγλικά: «Σύντροφοι, εμείς αγωνιζόμαστε εδώ για την Σοβιετική Ένωση». Για να λέμε την αλήθεια, είχαμε ταραχτεί πραγματικά και, έχοντας βγει από το μικρό εστιατόριο, τριγυρνούσαμε σιωπηλά για πολύ ώρα στους δρόμους. Το σημείωμα το φυλάμε, σαν την πιο ζεστή ανάμνηση από την Ελλάδα.

Παρ’ όλ’ αυτά ο Παυλίδης μας χάλασε τις τελευταίες μας ώρες στην Αθήνα.
Περιπλανιόμασταν στην Ακρόπολη ανάμεσα στα καλοβαλμένα ερείπια. Ένας πλανόδιος φωτογράφος, ολόιδιος ο συνάδελφός του στην λεωφόρο Τβέρσκι, μόνο λιγάκι πιο μελαμψός, εστίασε την ξύλινη φωτογραφική του μηχανή σε μια μεσοκοπή Αγγλίδα κορασίδα. Από τα σύνεργα της Μόσχας, του έλειπε μόνο ένα λινό φόντο με σχεδιασμένα πρόχειρα πάνω του κιγκλιδώματα, κιόσκια και ζέπελιν. Αλλά εδώ αυτό δεν χρειαζόταν. Οι καρυατίδες του Ερεχθείου αντικαθιστούσαν την διακόσμηση.
Πολλές φορές επισκεφτήκαμε την μικρή πλατειούλα της Ακρόπολης και, αφού περπατούσαμε πάνω στις ραγισμένες πλάκες του Παρθενώνα, κάτσαμε στα ζεσταμένα από τον ήλιο γιγάντια σκαλοπάτια του. Μας κατέλαβε ένα παράξενο και λίγο μελαγχολικό συναίσθημα.

«Τελικά, - σκέφτηκε ο καθένας από μας, - εδώ, σαυτό το μικρό κομματάκι γης, πάρα πολλά έχουν αρχίσει. Και η φιλοσοφία, και η αρχιτεκτονική, και η λογοτεχνία, και το θέατρο. Μπορεί, από αυτό το ίδιο το μέρος, στο οποίο καθόμαστε, και την ίδια ακριβώς ώρα μπορεί ο Σωκράτης να κοιτούσε στοχαστικά τον κόλπο, ή μπορεί ο Ηράκλητος να κοιτούσε την θάλασσα, αρχίζοντας να φιλοσοφεί, ότι τα πάντα ρεί...»
Γενικά, το μυαλό μας ξεχείλιζε από θριαμβευτικές και ευχάριστες, αλλά δυστυχώς, κοινότυπες σκέψεις.
Και όταν τελικά είχαμε συγκινηθεί και ετοιμαζόμασταν να μοιραστούμε ο ένας με τον άλλον τις σκέψεις μας, ότι ήδη εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια ο ήλιος φωτίζει τα μάρμαρα του Παρθενώνα, από πίσω από μια κολόνα ακούστηκε μια γνωστή φωνή:

- Εδώ σάπιζε η αρχαία ελληνική μπουρζουαζία. Εδώ παπάδες και ιερείς δηλητηρίαζαν την συνείδηση…

Με λύπη γυρίσαμε το κεφάλι μας. Πίσω από μια κολόνα βγήκε ο Παυλίδης. Στο ιδρωμένο του πρόσωπο είχε παγώσει ένα καλοσυνάτο αστυνομικό χαμόγελο.
- Μια στιγμή, - είπε. – υπάρχουν ωραίες πλεκτές ζακέτες, δώρο για γυναίκες και κόρες...

Ορμήξαμε προς την έξοδο, κάνοντας μεγάλα βήματα στην σκάλα των Προπυλαίων. Πίσω μας, σηκώνοντας μαρμάρινη σκόνη, μας κυνηγούσε ο Παυλίδης.

Το πρωί το καταδρομικό σήκωσε την άγκυρα του. Ήχησαν οι πυροβολισμοί των αποχαιρετιστήριων ομοβροντιών. Το καταδρομικό πλέοντας αρμονικά βγήκε στα ανοιχτά, και μετά από μια ώρα η Αθήνα, η επαρχιακή Αθήνα, όπου υπάρχουν τόσο μεγάλη φτώχεια, ήλιος, αρχαία μεγαλειότητα και επαναστατικά πάθη, είχε εξαφανιστεί από τα μάτια μας.

1936

1 Πρώτα τρώνε την ελιά, και μετά, στην διάρκεια των επόμενων τεσσάρων-πέντε ωρών της διαμονής τους στο καφενείο, σκαλίζουν απορροφημένοι με μια οδοντογλυφίδα τα δόντια τους - έτσι σιγά σιγά ο χρόνος περνάει (ΣτΣ).

Μετάφραση

ΛΕΝΑ ΓΚΑΛΜΠΕΝΗ



[1] ΣτΜ: «Μικρά Ρωσία» είναι η ιστορική ονομασία για την γεωγραφική περιοχή της σημερινής Ουκρανίας.

Η «Νέα Ρωσία» είναι ιστορική περιοχή που βρίσκαται στη νότια Ουκρανία και νότια Ρωσία.

[2] ΣτΜ: Μαξίμ Μαξίμοβιτς Λιτβίνοβ (1876-1951), Ρώσος επαναστάτης και σοβιετικός διπλωμάτης. Την πολιτική του ξεχώρισε η προσπάθεια προσέγγισης των δυτικών δυνάμεων που συνέβαλε σημαντικά στο να βγεί η Σοβιετική Ένωση από την μεταεαπναστατική της απομόνωση.

Κωνσταντίν Παουστόφσκι:Το χιόνι

Ο γέρος Ποταπόφ πέθανε ένα μήνα μετά την εγκατάσταση της Τατιάνας Πετρόβνα
στο σπίτι του. Η Τατιάνα Πετρόβνα έμεινε μόνη με την κόρη της, την Βάρια, και την ηλικιωμένη παραμάνα.
Το σπίτι ήταν μικρό- όλο κι όλο τρία δωμάτια – βρισκόταν στο βουνό, πάνω από το ποτάμι και απομακρυσμένο από την πόλη. Πίσω από το σπίτι, στον κήπο, άσπριζε ένα δασάκι από σημύδες. Εκεί κελαηδούσαν τα πουλιά από το πρωί μέχρι το σούρουπο. Καθώς έπεφταν από τα σύννεφα πάνω στις γυμνές κορυφές έφερναν την κακοκαιρία.
Η Τατιάνα Πετρόβνα, μετά από την Μόσχα, για πολύ καιρό δεν μπορούσε να συνηθίσει αυτή την ερημική πόλη, το σπιτάκι με την αυλόπορτα να τρίζει και τα σιωπηλά βράδια, όταν το μόνο που ακουγόταν που και που ήταν το τρίξιμο της λάμπας πετρελαίου.
"Πόσο ανόητη είμαι", - σκέφτηκε η Τατιάνα Πετρόβνα. "Γιατί έφυγα από την Μόσχα και εγκατέλειψα το θέατρο, τους φίλους μου; Έπρεπε να άφηνα την Βάρια στην παραμάνα της στο Πούσκινο - εκεί δεν γίνονταν πολλές αεροεπιδρομές -, και να έμενα μόνη στη Μόσχα.
"Αχ Θεέ μου πόσο ανόητη είμαι ." Όμως η επιστροφή στη Μόσχα ήταν ήδη κάτι το απαγορευμένο. Η Τατιάνα Πετρόβνα αποφάσισε να δίνει παραστάσεις στο πρόχειρο νοσοκομείο, το οποίο απείχε ελάχιστα από την πόλη, και έπειτα ησύχασε. Τελικά η πόλη άρχισε να της αρέσει, κυρίως όταν ήρθε ο χειμώνας και γέμισε παντού χιόνι. Τότε οι μέρες περνούσαν ομαλά.
Το ποτάμι για πολύ καιρό δεν είχε παγώσει, μέσα από το πράσινο αναδυόταν ατμός. Η Τατιάνα Πετρόβνα συνήθισε τόσο την πόλη όσο και το σπίτι. Συνήθισε και το ακούρδιστο πιάνο και τις κιτρινισμένες φωτογραφίες στους τοίχους, που απεικόνιζαν τα άρματα των πεζοναυτών. Ο γέρο-Ποταπόφ ήταν στο παρελθόν μηχανικός στα καράβια. Πάνω στο γραφείο του που ήταν καλυμμένο με πράσινη τσόχα, βρισκόταν η μινιατούρα του καταδρομικού πλοίου "Ο Βροντερός", με το οποίο ταξίδευε στο παρελθόν.
Στη Βάρια είχαν απαγορέψει να αγγίζει τη μινιατούρα. Και γενικώς δεν επέτρεπαν σε κανέναν να την αγγίζει. Η Τατιάνα Πετρόβνα γνώριζε ότι ο Ποταπόφ είχε έναν γιό, ο οποίος τώρα υπηρετούσε στο στόλο της Μαύρης Θάλασσας. Στο γραφείο δίπλα από τη μινιατούρα βρισκόταν η κάρτα του. Μερικές φορές η Τατιάνα Πετρόβνα την έπαιρνε και την κοίταζε προσεκτικά και με σουφρωμένα τα φρύδια συλλογιζόταν. Της φαινόταν ότι κάποτε τον είχε συναντήσει, πριν πολύ καιρό, πριν ακόμα και από τον αποτυχημένο γάμο της. Όμως πού; Πότε; Ο ναυτικός την κοιτούσε γεμάτος ηρεμία, λιγάκι ειρωνικά σαν να την ρωτούσε "Τελικά είναι δυνατόν να μην θυμάστε πού έχουμε συναντηθεί;"
- Όχι, δεν θυμάμαι, - απάντησε χαμηλόφωνα η Τατιάνα Πετρόβνα.
- Μαμά με ποιόν έπιασες κουβέντα; - φώναξε από το διπλανό δωμάτιο η Βάρια.
- Με το πιάνο! απάντησε η Τατιάνα Πετρόβνα χαμογελώντας.
Στη μέση του χειμώνα άρχισαν να φτάνουν γράμματα με το όνομα Ποταπόφ τα οποία ήταν γραμμένα από το ίδιο χέρι. Η Τατιάνα Πετρόβνα τα τακτοποιούσε στο γραφείο. Ένα βράδυ ξύπνησε, το χιόνι έλαμπε αμυδρά στο παράθυρο. Στο ντιβάνι ροχάλιζε ο γκρι γάτος Αρχίπ, τον οποίο είχαν κληρονομήσει από τον Ποταπόφ. Η Τατιάνα Πετρόβνα έριξε πάνω της μια ρόμπα, πήγε στο γραφείο του Ποταπόφ και κοντοστάθηκε στο παράθυρο. Από το δέντρο ανασηκώθηκε σιωπηλά ένα πουλί, τινάζοντας πίσω του το χιόνι. Η άσπρη σκόνη έπεφτε για ώρα ακόμα, καλύπτοντας ελαφρά τα τζάμια.
Η Τατιάνα Πετρόβνα άναψε το κερί, κάθισε στην πολυθρόνα του γραφείου και κοίταξε τη γλωσσίτσα της φωτιάς. Μετά ξαφνικά πήρε ένα από τα γράμματα, το ξεσφράγισε και ρίχνοντας μια ματιά πίσω της, άρχισε να το διαβάζει.
"Αγαπητέ μου γέρο", - διάβασε η Τατιάνα Πετρόβνα – εδώ και ένα μήνα βρίσκομαι στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Η πληγή δεν είναι πολύ σοβαρή και γενικά επουλώνεται. Για τον Θεό μην ανησυχείς και μην καπνίζεις πολλά τσιγάρα. Σε ικετεύω."
"Συχνά σε σκέφτομαι με νοσταλγία, πατέρα", – διάβασε παρακάτω η Τατιάνα Πετρόβνα –, "και το σπίτι μας και την πόλη μας. Όλα είναι τόσο μακριά, σαν να βρίσκονται στην άλλη άκρη του κόσμου. Κλείνω τα μάτια μου και με βλέπω να ανοίγω την αυλόπορτα και να προχωρώ στον κήπο. Ο χειμώνας, το χιόνι αλλά και το μονοπάτι προς το παλιό κιόσκι πάνω από την χαράδρα, οι θάμνοι, οι πασχαλιές - όλα είναι μέσα στη πάχνη. Στα δωμάτια οι σόμπες τρίζουν, ο καπνός από τις σημύδες μοσχοβολάει. Το πιάνο τελικά κουρδίστηκε και εσύ σφήνωσες στα κηροπήγια τα στριφτά πράσινα κεριά που σου έφερα από τον Λένινγκραντ. Στο πιάνο οι ίδιες νότες: η εισαγωγή από τη "Ντάμα Πίκα" και το τραγούδι "Για τα ακρογιάλια της μακρινής πατρίδας". Χτυπάει το κουδουνάκι της πόρτας; Δεν πρόλαβα να το επιδιορθώσω. Στα αλήθεια θα τα ξαναδώ όλα αυτά; Στα αλήθεια θα ξαναπλυθώ ξανά με το πηγαδίσιο νερό του δρόμου μέσα από την στάμνα; Θυμάσαι; Αχ και να ήξερες πόσο τα αγαπάω όλα αυτά εκεί μακριά. Μην απορείς, αλλά σου μιλάω εντελώς σοβαρά. Τα αναπολώ όλα αυτά σε κάποιες φοβερές στιγμές της μάχης. Ήξερα ότι υπερασπιζόμουνα όχι μόνο ολόκληρη την χώρα αλλά και κείνη τη μικρή και πολύ αγαπημένη μου γωνία – κι εσένα και τον κήπο μας και τα αγοράκια με τα φουντωτά μαλλιά και το δασάκι με τις σημύδες στο ποτάμι - ακόμα και τον Αρχίπ. Σε παρακαλώ μην γελάσεις και μην κουνήσεις το κεφάλι σου."
"Μπορεί να με αφήσουν να βγω από το στρατιωτικό νοσοκομείο, να επιστρέψω για λίγο στο σπίτι. Δεν ξέρω ακόμα, αλλά καλύτερα να μην περιμένεις."
Η Τατιάνα Πετρόβνα κάθισε για πολλή ώρα στο γραφείο, κοίταξε με τα μάτια ορθάνοιχτα έξω από το παράθυρο, όπου μέσα από την πυκνή πάχνη άρχισε να ξημερώνει, σκέφτηκε ότι από μέρα σε μέρα μπορεί να ερχόταν σε αυτό το σπίτι από το μέτωπο ένας άγνωστος άνθρωπος και να του είναι δύσκολο να συναντήσει ξένους ανθρώπους και να τα δει όλα διαφορετικά απ' ό,τι θα ήθελε.
Το πρωί η Τατιάνα Πετρόβνα είπε στην Βάρια ότι πήρε ένα ξύλινο φτυάρι και καθάρισε το μονοπάτι που πηγαίνει στο κιόσκι, πάνω από την χαράδρα. Το κιόσκι ήταν τελείως ετοιμόρροπο. Οι ξύλινοι στύλοι είχαν παλιώσει. Η Τατιάνα Πετρόβνα διόρθωσε μόνη της το κουδούνι της πόρτας. Πάνω του κρεμόταν μια αστεία επιγραφή ‘Κρέμομαι στην πόρτα- χτυπήστε με με χάρη’. Η Τατιάνα Πετρόβνα ακούμπησε το κουδουνάκι και αυτό άρχισε να κουδουνίζει με ψιλή φωνή. Ο γάτος Αρχίπ δυσαρεστημένος κούνησε τα αφτιά του, θύμωσε και βγήκε απο το χολ. Αυτό το ευχάριστο κουδούνισμα του φάνηκε ολοφάνερα θρασύ. Το μεσημέρι η Τατιάνα Πετρόβνα, ροδοκόκκινη, με μαύρα μάτια από το άγχος, έφερε από την πόλη έναν γέρο να κουρδίσει το πιάνο. Ήταν Τσέχος με ρωσική νοοτροπία, ωστόσο διόρθωνε κι άλλα αντικείμενα, όπως σόμπες κηροζίνης, κούκλες, φυσαρμόνικες και κουρδιστά πιάνα. Είχε πολύ αστείο επίθετο: Νεντιβάλ. Ο Τσέχος κούρδισε το πιάνο και είπε ότι ήταν παλιό, αλλά καλό.
Η Τατιάνα Πετρόβνα το ήξερε αυτό και προτού της το πει.
Όταν αυτός έφυγε, η Τατιάνα Πετρόβνα έριξε μια προσεκτική ματιά σε όλα τα συρτάρια του γραφείου και βρήκε έναν πάκο από βιδωτά κεριά. Τα τοποθέτησε στα κηροπήγια. Το βράδυ άναψε τα κεριά, κάθισε στο πιάνο και το σπίτι γέμισε από θόρυβο.
Όταν η Τατιάνα Πετρόβνα έπαψε να παίζει, έσβησε τα κεριά και στα δωμάτια μύρισε γλυκός καπνός που μύριζε έλατο.
Η Βάρια δεν άντεξε άλλο.
- Γιατί πειράζεις ξένα πράγματα; - είπε στην Τατιάνα Πετρόβνα.
Εμένα δεν με αφήνεις και εσύ τα πειράζεις όλα - και το κουδουνάκι και τα κεριά και το πιάνο- όλα τα πειράζεις. Και έβαλες πάνω στο πιάνο τις ξένες νότες .
- Επειδή εγώ είμαι μεγάλη- απάντησε η Τατιάνα Πετρόβνα.
Η Βάρια κατσούφιασε και την κοίταξε με δυσπιστία. Τώρα η Τατιάνα Πετρόβνα έμοιαζε ελάχιστα με μεγάλη. Φωτιζόταν ολόκληρη και έμοιαζε πιο πολύ με κείνο το κοριτσάκι με τα χρυσά μαλλιά, που είχε χάσει το χρυσό γοβάκια στο παλάτι. Για το κορίτσι αυτό διηγιόταν στη Βάρια η Τατιάνα Πετρόβνα.
Όσο βρισκόταν ακόμα στο τρένο, ο υπολοχαγός Νικολάϊ Ποταπόφ υπολόγισε ότι δεν θα του έμεναν παραπάνω από είκοσι τέσσερις ώρες για τον πατέρα του. Η άδειά του ήταν τόσο σύντομη και η διαδρομή θα του έτρωγε όλο τον χρόνο. Το τρένο έφτασε στην πόλη το μεσημέρι. Αμέσως, στο σταθμό ήδη, ο υπολοχαγός έμαθε από τον σταθμάρχη ότι ο πατέρας του έχει πεθάνει εδώ και ένα μήνα και ότι στο σπίτι τους είχε μετακομίσει μαζί με την κόρη της, μία νεαρή τραγουδίστρια από την Μόσχα.
- Να την αναγκάσεις να φύγει-είπε ο σταθμάρχης. Ο Ποταπόφ σιώπησε, κοίταξε έξω από το παράθυρο, όπου έτρεχαν οι επιβάτες με τις τσαγιέρες τους, ντυμένοι με τσόχινες μπότες και ζεστές ζακέτες. Ζαλίστηκε.
- Ναι – είπε ο σταθμάρχης, -καλόψυχος άνθρωπος ήταν. Και έτσι δεν πρόλαβε να δει τον γιο του.
- Πότε είναι το επόμενο τρένο επιστροφής; - ρώτησε ο Ποταπόφ.
- Την νύχτα, στις πέντε, -απάντησε ο σταθμάρχης, σιώπησε και μετά πρόσθεσε: -Μπορείτε να μείνετε σε μένα. Η γριά μου θα σας ποτίσει τσάι, θα σας ταΐσει. Δεν υπάρχει λόγος να πάτε σπίτι σας.
- Ευχαριστώ – απάντησε ο Ποταπόφ, κι έφυγε.
Ο σταθμάρχης τον κοίταξε και κούνησε το κεφάλι.
Ο Ποταπόφ διέσχισε όλη την πόλη και έφτασε ως το ποτάμι. Πάνω από το ποτάμι κρεμόταν ο μουντός ουρανός. Μεταξύ ουρανού και γης έπεφτε ένα πολύ ψιλό χιόνι. Πάνω στο γεμάτο από κουτσουλιές δρόμο περπατούσαν οι κάργιες. Σκοτείνιασε. Ο αέρας φυσούσε πάνω από το δάσος με τις σημύδες τόσο, που έφερνε δάκρια στα μάτια.
Τότε ο Ποταπόφ είπε - "μάλλον άργησα. Τώρα πια είναι όλα ξένα για μένα - και η πόλη αυτή και το ποτάμι και το σπίτι".
Κοίταξε πίσω του και είδε τη χαράδρα. Μέσα από την ομίχλη διακρινότανο κήπος και φαινόταν η σκιά του σπιτιού. Από την καπνοδόχο ανέβαινε ο καπνός, ο αέρας τον μετέφερε στο δασάκι με τις σημύδες. Ο Ποταπόφ, ενώ κατευθυνόταν προς το σπίτι, αποφάσισε να μην μπει μέσα αλλά να το προσπεράσει, να περάσει μόνο από τον κήπο και να σταθεί για λίγο στο παλιό κιόσκι. Μόνο η σκέψη ότι στο πατρικό του σπίτι διέμεναν κάποιοι ξένοι και αδιάφοροι, του ήταν ανυπόφορη.
Καλύτερα να μην δω τίποτα, να μην χαλάσω την καρδιά μου, να φύγω να ξεχάσω το παρελθόν.
"Και έπειτα", - σκέφτηκε ο Ποταπόφ, "μεγαλώνεις κάθε μέρα και ξαφνικά τα βλέπεις όλα πιο σκληρά."
Ο Ποταπόφ πλησίασε στο σπίτι το σούρουπο. Άνοιξε προσεχτικά την αυλόπορτα, αλλά αυτή έτριξε. Ο κήπος σαν να σκίρτησε και από τα κλαδιά έπεσε με θόρυβο το χιόνι. Ο Ποταπόφ κοίταξε πίσω προς το κιόσκι. Το μονοπάτι ήταν καθαρισμένο από το χιόνι. Ο Ποταπόφ πέρασε μέσα στο κιόσκι και ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα παλιά κάγκελα. Ο ουρανός ρόδισε. Μάλλον πίσω από τα σύννεφα ανέβαινε το φεγγάρι. Ο Ποταπόφ έβγαλε το καπέλο του και χάιδεψε τα μαλλιά του. Κάτω από το βουνό είχε πολλή ησυχία. Οι γυναίκες πήγαιναν να πάρουν νερό από το πηγάδι με τους κουβάδες, κάνοντας θόρυβο.
Καθώς ακούμπησε τα χέρια του στα κάγκελα είπε: - Πώς γίνεται αυτό;
Κάποιος τον ακούμπησε προσεχτικά στον ώμο και καθώς κοίταξε πίσω του είδε μια νεαρή γυναίκα, με αυστηρά χλωμό πρόσωπο που φορούσε ένα ζεστό μαντίλι στο κεφάλι. Πάνω στα βλέφαρα και τα μάγουλά της έλιωνε το χιόνι, προφανώς αυτό που είχε πέσει από τα κλαδιά.
- Φορέστε το καπέλο σας – του είπε σιγανά η γυναίκα – θα κρυώσετε.
Και πάμε σπίτι , δεν πρέπει να στέκεστε εδώ.
Ο Ποταπόφ σιώπησε. Η γυναίκα τον τράβηξε από το παλτό και τον οδήγησε από το καθαρό από χιόνι μονοπάτι. Κοντά στις σκάλες, ο Ποταπόφσταμάτησε , μια κράμπα τον έπνιγε στο λαιμό και δεν μπορούσε να πάρει αναπνοή. Η γυναίκα του είπε χαμηλόφωνα:
- Δεν είναι τίποτα, κι σείς μην ντρέπεστε, σε λίγο θα σας περάσει.
Εκείνη κοπάνησε τα πόδια της στο πάτωμα για να φύγει το χιόνι από τις μπότες της. Αμέσως χτύπησε το κουδούνι στον προθάλαμο και ο Ποταπόφ πήρε μια βαθιά αναπνοή και μπήκε κι αυτός, μουρμουρίζοντας ντροπαλά.
Έβγαλε στο χολ το παλτό του, ένιωσε τη μυρωδιά από τα καμένα ξύλα και είδε τον Αρχίπ, ο οποίος καθόταν στο ντιβάνι και χασμουριόταν.
Κοντά στο ντιβάνι στεκόταν ένα κορίτσι με κοτσιδάκια και με χαρούμενο βλέμμα κοίταζε τον Ποταπόφ, όχι όμως στα μάτια αλλά στα χρυσά γαλόνια που είχε στα χέρια του.
- Ελάτε – είπε η Τατιάνα Πετρόβνα και τον οδήγησε στην κουζίνα, εκεί είχε κρύο πηγαδίσιο νερό στην κανάτα και κρεμόταν η γνωστή λινή πετσέτα με τα κεντημένα φύλλα από βελανιδιά.
Η Τατιάνα Πετρόβνα βγήκε. Το κοριτσάκι έφερε στον Ποτάποφ το σαπούνι και παρατηρούσε πώς πλενόταν, αφού πρώτα είχε βγάλει το χιτώνιο. Ο Ποταπόφ εξακολουθούσε να ντρέπεται.
- Ποια είναι η μαμά σου; - τη ρώτησε μόνο και μόνο για να πιάσει κουβέντα.
- Αυτή νομίζει ότι είναι μεγάλη, αλλά δεν είναι μεγάλη, είναι χειρότερη από μένα.
- Γιατί; -ρώτησε ο Ποταπόφ.
Αλλά το κοριτσάκι δεν απάντησε, χαμογέλασε κι έφυγε τρέχοντας από την κουζίνα.
Ο Ποταπόφ όλη την νύχτα δεν μπορούσε να απαλλαγεί από μια περίεργη αίσθηση, σαν να έβλεπε όνειρο. Όλα στο σπίτι ήταν όπως ακριβώς φανταζόταν πως θα ήταν. Οι ίδιες νότες πάνω στο πιάνο, τα ίδια βιδωτά κεριά, τα οποία έτριζαν και φώτιζαν το γραφείο του μπαμπά. Ακόμη, επάνω στο γραφείο ήταν τοποθετημένα κάτω από την πυξίδα τα γράμματα από το νοσοκομείο . Συνήθως έτσι τα στοίβαζε κάτω από την πυξίδα. Μετά το τσάι, η Τατιάνα Πετρόβνα οδήγησε τον Ποταπόφ στον τάφο του πατέρα του που βρισκόταν πίσω από το δασάκι. Το φεγγάρι που ήταν κρυμμένο πίσω από τα σύννεφα ανέβηκε πολύ ψηλά και από το φως του φωτίζονταν οι σημύδες, κάνοντας σκιά στο χιόνι.
Μετά, αργά το βράδυ η Τατιάνα Πετρόβνα, αφού κάθισε στο πιάνο και άρχισε να πατάει τα πλήκτρα με προσοχή, στράφηκε προς τον Ποταπόφ και του είπε:
- Μου φαίνεται ότι κάπου σας έχω ξαναδεί
- Ναι, μάλλον – απάντησε ο Ποταπόφ.
Την παρατηρούσε. Το φως από τα κεριά έπεφτε λοξά και φώτιζε το μισό πρόσωπό της. Ο Ποταπόφ σηκώθηκε και πήγαινε από τη μια γωνιά του δωματίου στην άλλη, σταμάτησε.
- Όχι, δεν μπορώ να θυμηθώ – είπε αυτός χαμηλόφωνα.
Η Τατιάνα Πετρόβνα στράφηκε προς το μέρος του και τον κοίταξε με δειλί , αλλά δεν του απάντησε τίποτα .
Έστρωσαν στον Ποταπόφ να κοιμηθεί στο ντιβάνι του γραφείου, εκείνος όμως δεν είχε ύπνο. Κάθε λεπτό σε αυτό το σπίτι του φαινόταν πολύτιμο και δεν ήθελε να το χάσει. Πλάγιασε και άκουσε τα κλέφτικα βήματα του Αρχίπ. Το ρολόι έτριζε, άκουσε τγβ Τατιάνα Πετρόβνα να λέει κάτι στην παραμάνα πίσω από την κλειστή πόρτα. Μετά οι φωνές έπαψαν να ακούγονται, η παραμάνα έφυγε . Από τη χαραμάδα της πόρτας έμπαινε φως. Ο Ποταπόφ άκουσε κάποιον να θορυβεί, ξεφυλλίζοντας κάτι – η Τατιάνα Πετρόβνα μάλλον διάβαζε, υπέθεσε ο Ποταπόφ: δεν είχε ξαπλώσει για να τον ξυπνήσει να μην χάσει το τρένο. Ήθελε να της πει ότι ούτε κι αυτός κοιμόταν, αλλά δεν αποφάσιζε να τη φωνάξει.
Στις τέσσερις, άνοιξε την πόρτα σιγά σιγά και φώναξε τον Ποταπόφ. Εκείνος κουνήθηκε.
- Είναι ώρα να σηκωθείτε – είπε αυτή. - Πολύ λυπάμαι που σας ξυπνώ!
Η Τατιάνα Πετρόβνα ξεπροβόδισε τον Ποταπόφ μέχρι τον σταθμό μέσα στην νύχτα. Μετά το δεύτερο χτύπημα αποχαιρετίστηκαν. Η Τατιάνα Πετρόβνα του έδωσε και τα δυο της χέρια και του είπε:
- Να μας γράφετε. Εμείς τώρα είμαστε σαν συγγενείς . Έτσι δεν είναι;
Ο Ποταπόφ δεν είπε τίποτα, παρά κούνησε μόνο το κεφάλι.
Μετά από λίγες ημέρες η Τατιάνα Πετρόβνα έλαβε γράμμα από τον Ποτάποφ.
"Θυμήθηκα πού έχουμε συναντηθεί", – έγραφε ο Ποταπόφ – "αλλά δεν ήθελα να σας μιλήσω γι' αυτό στο σπίτι. Θυμηθείτε το φθινόπωρο του χίλια εννιακόσια είκοσι εφτά στην Κριμαία. Στα παλιά πλατάνια του πάρκου Λιβαντίσκομ . Είχε σκοτεινιάσει ο ουρανός και η θάλασσα είχε χλομιάσει. Εγώ προχωρούσα στην δρόμο της οδού Οριάντο. Στο παγκάκι δίπλα από τον δρόμο καθόταν μια κοπέλα, τότε θα ήταν περίπου δεκαέξι χρονών. Αυτή με είδε, σηκώθηκε και με πλησίασε . Όταν πλησιάσαμε αρκετά ο ένας τον άλλον, τότε εγώ την παρατήρησα. Αυτή με προσπέρασε πολύ γρήγορα και εύκολα, κρατώντας στα χέρια ένα ανοιχτό βιβλίο. Εγώ σταμάτησα και την παρατηρούσα για ώρα καθώς έφευγε. Αυτή η κοπέλα ήσασταν εσείς. Δεν μπορεί να έκανα λάθος. Σας κοιτούσα ενόσω φεύγατε και ένιωσα ότι με προσπέρασε μια γυναίκα η οποία μπορούσε να μου καταστρέψει ολόκληρη την ζωή ή να μου χαρίσει τεράστια ευτυχία. Κατάλαβα ότι μπορώ να αγαπήσω αυτή την γυναίκα μέχρι την ολοκληρωτική απάρνηση του ευατού μου. Τότε ήξερα ότι πρέπει να σας βρω γιατί αλλιώς θα μου στοίχιζε. Έτσι σκέφτηκα τότε αλλά δεν κουνήθηκα από την θέση μου. Γιατί; - δεν ξέρω. Από τότε αγάπησα την Κριμαία και κείνο τον δρόμο, όπου σας είδα για μια στιγμή και σας έχασα για πάντα. Αλλά να που η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να σας συναντήσω ξανά. Και αν αυτό είναι να έχει καλό τέλος και εσείς χρειαστείτε τη ζωή μου, φυσικά και θα γίνει δική σας. Ναι, βρήκα πάνω στο γραφείο του πατέρα μου το γράμμα μου διαβασμένο. Τώρα τα κατάλαβα όλα και μπορώ να σας ευχαριστήσω από μακριά’
Η Τατιάνα Πετρόβνα άφησε το γράμμα και με θολά μάτια κοίταξε τον χιονισμένο κήπο πίσω από το παράθυρο. Ύστερα είπε:
- Θεέ μου, δεν έχω πάει ποτέ μου στην Κριμαία! Ποτέ! Αλλά αυτό τώρα δεν έχει καμία σημασία. Και άραγε αξίζει να τον απαρνηθώ;
Χαμογέλασε κι έκλεισε τα μάτια με την παλάμη της. Έκλαιγε πίσω από το παράθρυι και δεν μπορούσε με τίποτα να σβήσει το θαμπό ηλιοβασίλεμα.

Κορνέι Τσουκόβσκι: Το δράμα της κυρά Θοδώρας

1

Τρέχει το σουρωτήρι στα λιβάδια
και το λαδωτήρι στα λαγκάδια.
Πίσω από το φτυάρι η σκούπα, σαν τρελή
δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει στην αυλή.
Αχ και τα τσεκούρια! Τα τσεκούρια απ' τις πλαγιές
τρέχουν και ξεχύνονται στις βουνοκορφές.
Η κατσίκα σκιάχτηκε
το μάτι της πετάχτηκε!
"Τι γίνεται; Γιατί;
Δεν καταλαβαίνω γρι!"
2
Και σαν μαύρο πόδι σιδερένιο
τρέχει το αναδευτήρι το μαντεμένιο.
Και άρχισαν να τρέχουν τα μαχαίρια στην αυλή
"Κράτα γερά! κράτα γερά!" Φωνάζανε μαζί.
Τρέχοντας οι κατσαρόλες στο σίδερο φωνάζαν όλες
"Εγώ τρέχω, τρέχω, τρέχω! Να κρατηθώ άλλο δεν αντέχω!"
Τρίζει, τρέχει η τσαγιέρα
από πίσω η καφετιέρα.
Τρέχουν τα σίδερα και κράζουν
στις λάσπες πάνω σαν καλπάζουν.
Τρέχουν και τα πιατάκια
ντζιν- λα- λα, ντζιν- λα- λα!
κατεβαίνουν στα δρομάκια
ντζιν- λα- λα, ντζιν- λα- λα!
σκουντουφλάν στα ποτηράκια
και τα κάνουν θρυψαλάκια.
Τρέχει, κροταλίζει και χτυπιέται το τηγάνι
" Εσείς για που το βάλατε και πάλι;"
Ξοπίσω του πηρουνάκια
μερικές μποτίλιες και ποτηράκια,
τα κουτάλια και οι κούπες
καβαλήσανε τις σκούπες.
Από το παράθυρο το τραπέζι πηδά
και γρήγορα, γρήγορα τον δρόμο τραβά.
Και σαν τον φανταχτερό καβαλάρη
κάθεται πάνω του το σαμοβάρι,
στους συντρόφους του λόγο θα βγάλει:
"φύγετε, τρέξτε, σωθείτε!"
3
Προσπερνώντας τη φραξιά
τρέχει η Θοδώρα η γιαγιά.
Ξοπίσω τους πάει
πίσω τα ζητάει
Και απάντησε η σκάφη στη Θοδώρα:
"Θυμωμένη είμαι τώρα!"
Και το αναδευτήρι απαντά:
"Δεν είμαι και δούλος σου πια!"
Τα πορσελάνινα πιατάκια
την κοροϊδεύουν μ΄αστειάκια
"Ποτέ, μα ποτέ δεν επιστρέφουμε ξανά!"
Και ακόμα τα γατάκια
τρέχουν πίσω απ' τα πιατάκια.
Με φούριες πολλές
φουντώνοντας τις ουρές
" Είστε εσείς έξω απ' το φράχτη να βγαίνετε;
Με τα κοράκια κει έξω να μένετε;"
" Θα γκρεμιστείτε στα χαντάκια,
θα βυθιστείτε στα ρυάκια...
Ελάτε σπίτι λοιπόν!"
Μα τα πιάτα αν και σπάνε
στη Θοδώρα δε γυρνάνε
" Στα λιβάδια ας χαθούμε
πίσω όμως δε γυρνούμε!"
4
Δίπλα τους έτρεχε μια κότα
και είδε κει τα γεγονότα
"Κο- κο- κο! Κο- κο- κο!
Για που το βάλατε; Με πιο σκοπό;"
Τα κουζινικά απαντήσανε
πως άσχημα με τη γριά ζήσανε
"Καθόλου δε μας αγαπούσε,
όλη μέρα μας βαρούσε.
Με καπνιές και βρωμιές μας γέμισε,
μας αφάνισε και μας γκρέμισε..."
"Κο- κο- κο! Κο- κο- κο!
Τι μεγάλο το κακό!"
"Ναι- η χάλκινη σκάφη ψιθύρισε-
κοίταξε μας και παρατήρησε:
Σπασμένα και δαρμένα,
με βρωμιές ποτισμένα!
Κοίτα μες το βαρελάκι-
υπάρχει ένα βατραχάκι.
Ρίξε στον κάδο μια ματιά-
αράχνες στήσανε φωλιά.
Γι' αυτό και 'μεις απ' τη γριά το σκάσαμε,
βάλτους, πρασιές και λιβάδια περάσαμε...
Αλλά δε γυρνάμε στην τσαπατσούλα
στην βρωμιάρα Θοδωρούλα!"
5
Και μέσα στα δάση έτρεξαν
στις ρίζες και στα κούτσουρα έμπλεξαν.
Μόνη τώρα η καημένη η κυρά
κλαίει πικρά, δεν σταματά...
Θέλησε να κάτσει στο τραπέζι η γριά
αυτό όμως έφυγε πίσω απ' τη φραξιά
Μια σούπα θέλει να μαγειρέψει
που όμως τις κατσαρόλες να γυρέψει;
κούπες και ποτήρια έφυγαν
μόνο αράχνες έμειναν.
Αχ! Τι δράμα τραβά
η Θοδώρα η γιαγιά!
6
Τα σκεύη μπροστά τραβάνε
κάμπους και βάλτους περνάνε
Ψηθυρίζει στο σίδερο η τσαγιέρα:
"Δεν αντέχω να πάω πιο πέρα!"
Και άρχισαν τα πιατάκια να κλαίνε
πίσω θέλουν να πάνε λένε
Και πιάσαν οι λυγμοί τη σκάφη την καημένη
"Δέστε πως είμαι...Σακατεμένη!"
Ένα πιατάκι φωνάζει δες!
Πίσω απ' αυτές τις κορφές!
μέσα απ' τα σκοτεινά πεύκα πηγαίνει
η γιαγιά η Θοδώρα, κουτσαίνει
Ένα θαύμα συνέβη εκεί
έγινε η Θοδώρα αγαθή
Ήσυχα και ήρεμα τ' ακολουθεί.
Και σιγανά τραγουδά
"Αχ καημένα μ' ορφανά
σίδερα και κουζινικά
Έτσι άπλυτα που είστε φυγέτε απ' έδω
στο σπίτι με γάργαρο θα σας πλύνω νερό
Με άμμο θα σας καθαρίσω
βραστό νεράκι θα σας χύσω
Σαν ήλιος θα λάμψετε ξανά
τις κατσαρίδες θα διώξω μακριά!"
Και ο πλάστης είπε: "κρίμα είναι τώρα..."
Και η κούπα: "Αχ καημένη Θοδώρα!"
πρόσθεσε το πιατάκι
"πάμε σπίτι σε λιγάκι!"
Και είπαν τα σίδερα μαζί όλα
"Δεν είναι εχθρός μας η Θοδώρα"
7
Για ώρα πολύ τα χάιδευε και τα φιλούσε
τα έπλενε, τα ξέπλενε και τ' αγαπούσε
"Τα κουζινικά δεν θα στεναχωρώ
θα τα σέβομαι, θα τ' αγαπώ!"
Γέλασαν στο σαμοβάρι οι κατσαρόλες
νόημα του κάναν όλες
"Έτσι ας γίνει Θοδώρα γιαγιά,
σε συγχωρούμε με χαρά!"
πέταξαν και μπήκαν στη σόμπα μ' ορμή
τηγάνιζαν και έψηναν πίτες με τυρί...
μετάφραση Ίρμα Παπαδοπούλου

Μπορίς Ακούνιν:Ανατολή και Δύση

Κεφαλαίο 1ο
Ο Χατζι Μουράτοβ κατέβηκε από τα βουνά για να ξεδώσει λιγουλάκι πολεμώντας. Οι Μιουρίντοι[1] του είχαν βαρεθεί να κάθονται στις σκοτεινές στενές σπηλιές και επιπλέον έπρεπε να εκδικηθούν τους απίστους για το θάνατο του Μεγάλου Ιμάμη που τον είχαν σκοτώσει ύπουλα με ένα πύραυλο από τον ουρανό. Προχωρούσαν με το φορτηγό στον λείο ασφαλτόδρομο. Πότε, πότε έπεφταν σε εμπόδια αλλά, δόξα τον Αλλάχ, οι Ρώσοι ήταν πεινασμένοι για μπακσίσι και το ασήμι του Μουράτοβ ήταν αρκετό. Ήδη είχε αρχίσει να σκέφτεται ότι θα μπορούσε να φτάσει μέσω της πλατιάς πεδιάδας μέχρι και την ιδία την πόλη των Γκιαούρηδων η οποία, εάν πίστευε κάποιος στην τηλεόραση, έλαμπε και δεν είχε γνωρίσει τον πόλεμο. Αλλά την αυγή, στην είσοδο του μεγάλου συνοικισμού που ο Ναϊμπ δεν θυμόταν το όνομα του, η τύχη του τον εγκατέλειψα. Στο βουνό του συνοικισμού, ο επικεφαλής της φρουράς αποδείχτηκε πολύ τίμιος ή ίσως και πολύ χαζός, δεν δέχτηκε χρήματα και άρχισε να πυροβολεί. Οι Νουκέρνοι[2] σκότωσαν τον πεισματάρη αξιωματικό και τους ανθρώπους του, αλλά μετά από αυτό στάθηκε αδύνατον να συνεχίσουν την πορεία τους. Οι πολεμιστές ξεχύθηκαν στους δρόμους, πυροβολώντας για εκφοβισμό τα παράθυρα των σπιτιών, ενώ από όλες τις πλευρές ήδη είχαν μαζευτεί στρατιώτες και Κοζάκοι.
- Ας είναι εδώ, αποφάσισε ο Χατζι, αυτό το μέρος δεν είναι χειρότερο από οποιοδήποτε άλλο. Μετάνιωσε μόνο για το ότι δεν θυμόταν πως ονομαζόταν το χωριό όπου ήταν γραφτό να συναντηθεί με τον Αλλάχ. Στο κέντρο του συνοικισμού βρισκόταν ένα μεγάλο άσπρο σπίτι με χοντρούς τοίχους περιτριγυρισμένο από ένα ψηλό φράχτη. Σε ένα τέτοιο σπίτι θα μπορούσε να αμυνθεί κάποιος για πολύ. Οι άνθρωποι του Μουράτοβ μπήκαν τρέχοντας στο βεστιάριο, ακροβολίστηκαν στα παράθυρα, έβγαλαν προς τα έξω τις κάνες των αυτόματων και άρχισαν να πυροβολούν. Ξαφνικά όμως οι γκιαούρηδες σταμάτησαν να απαντούν στα πυρά αν και στους δρόμους βρισκόταν όλο και περισσότερα αντιπυραυλικά και στον ουρανό βούιζαν πολεμικά ελικόπτερα. Μετά πλησίασε ο Κούρμπαν και είπε:
- Άσχημα τα πράματα, Χατζί δεν πυροβολούν, γιατί είμαστε σε νοσοκομείο.

Κεφάλαιο 2ο
Αφού πληροφορήθηκε ότι οι Τσετσένοι Αμπρέκοι είχαν καταλάβει το νοσοκομείο όπου βρισκόταν εκατοντάδες ειρηνικοί πολίτες, ο πρωθυπουργός Βίκτωρ Στεπάνοβιτς Λόρις Μελίκοβ στράφηκε στις εικόνες και σταυροκοπήθηκε. Είχε έρθει η ώρα την οποία με φόβο περίμενε από την ημέρα, που είχε αποφασίσει να πάρει το δρόμο του κοινωνικού έργου. Ήξερε ότι αργά ή γρήγορα η τύχη θα του έβαζε το δίλλημα το οποίο στην ουσία δεν ήταν καν δίλλημα. Ο Βίκτωρ Στεπάνοβιτς πάντα έλεγε ότι ο άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή στο λαό του έπαυε να ανήκει στον εαυτό του. Τώρα είχε φτάσει η στιγμή που αυτά τα λόγια έπρεπε να επιβεβαιωθούν στην πράξη.
- Να προετοιμαστεί το αεροπλάνο μου, είπε στον βοηθό του, αναχωρώ. Ο βοηθός του υπενθύμισε:
- Η Αριάνα Αρκάντεβνα ζήτησε την πάρετε τηλέφωνο.
- Ναι, ναι αργότερα, κούνησε το κεφάλι του, ο Λορίς Μελίκοβ και υποσχέθηκε στον εαυτό του, ότι προς το παρόν δεν θα σκεφτόταν την γυναίκα του – τώρα χρειαζόταν άκαμπτη σκληρότητα.

Κεφάλαιο 3ο
Οι Μιουρίντοι με σεβασμό παρατηρούσαν τον Χατζί που ήταν γονατισμένος πλάι στην εφημερίδα του τοίχου «Η φροντίδα μας» είναι υγεία των εργαζομένων προσευχόταν στον παντοδύναμο:
- Φώτισε με, δίδαξε με, ψυθίρισε ο μουράτοβ ακουμπώντας το μέτωπο στον παγωμένο μουσαμά, τι να κάνω δεν πρέπει να υποφέρουν οι αθώοι.
Το νοσοκομείο πολιορκούνταν από όλες τις πλευρές. Οι Μιουρίντοι είχαν προσπαθήσει να ελευθερώσουν δια μέσω της εισόδου του προσωπικού τουλάχιστον τις λεχώνες, μόλις άνοιξαν οι πόρτες άρχισαν αδιακρίτως να πυροβολούν από την πλατεία με ένα όπλο μεγάλου βεληνεκούς, μια γυναίκα σκοτώθηκε και δύο τραυματίστηκαν. Πως θα έβγαζαν από εκεί μέσα τους ασθενείς και τους γιατρούς για να μην εμποδίζουν τη μάχη. Αφού ο Προφήτης λέει: ναι, να μην είναι εχθροί σου οι μικροί και οι αδύναμοι. Ο Αλλάχ δεν έδινε απάντηση. Ούτε ο Ίδιος δεν ξέρει, πώς να φερθεί.

Κεφάλαιο 4ο
Το αεροδρόμιο Μινβόντι έμεινε πίσω. Η υπουργική πομπή με ιλλιγιώδη ταχύτητα περνούσε από τις σκονισμένες επαρχίες. Ο Λορίς Μελίκοβ για μία ακόμη φορά αναρωτήθηκε, αλλά χωρίς καμία ελπίδα πια, μήπως υπάρχει κάποια διαφορετική διέξοδος. Όχι δεν υπήρχε άλλη διέξοδος. Είναι αυτονόητο ότι δεν πρέπει να υποκύψουν στα αιτήματα των ληστών. Αρκεί μια φορά να υποχωρήσουμε και θα ξεκινούσε ολόκληρο όργιο απαγωγών και αιχμαλωσιών. Κάθε ζωή που θα εξαγοραστεί σήμερα, αύριο και μεθαύριο, θα ξεπλυθεί με εκατοντάδες και χιλιάδες θανάτους. Όχι-όχι οι ισραηλινοί έχουν χίλιες φορές δίκιο καμία υποχώρηση, καμία συμφωνία, κανένα παζάρι. Να πληρώσεις μια φορά τη ζωή με αίμα για να μην χρειαστεί να πληρώσεις ξανά και ξανά. Με την εξουσία, που δόθηκε από τον Θεό και τον Ηγεμόνα στον Λορίς Μελίκοβ, παίρνει την ευθύνη πάνω του. Εκμεταλλευόμενος τη νύστα του υπασπιστή του ο πρωθυπουργός τράβηξε κρυφά κάτω από το πουκάμισο του ένα χρυσό μενταγιόν και φίλησε την κρυμμένη σε αυτό γυναικεία φωτογραφία. Συγχώρεσε με, θησαυρέ μου, και μην με κατακρίνεις. Ο συνταγματάρχης Βίκτωρ Στεπάνοβιτς άγγιξε προσεκτικά τον υπασπιστή στον ώμο.
- Αλοϊζι Χριστοφόροβιτς, ξυπνήστε. Συνδέστε με αγαπητέ μου με τον Μουράτοβ.

Κεφάλαιο 5ο
Το τηλέφωνο στο γραφείο του αρχίατρου δεν είχε δώσει σημείο ζωής για πολλές ώρες και εκοφαντικά χτύπησε. Ο Κουρμπαν ανέφερε ότι με τον Ναϊμπ θέλει να μιλήσει ο πιο σημαντικός επικεφαλής των γκιαούρηδων, Λορίς Μελίκοβ, άσπονδο εχθρό του τσετσενικού λαού. Ο Χατζί πηρέ το ακουστικό με ένα βαρύ προαίσθημα. Ο πρωθυπουργός θα πει: Παραδώσου Μουράτοβ και επέτρεψε στους αθώους να βγουν έξω. Αλλιώς το όνομα σου θα είναι αιώνια ατιμασμένο και η τιμή σου θα σπιλωθεί.
- Εγώ, είπε κοφτά ο Χατζί στο μικρόφωνο και έκλεισε τα μάτια, χωρίς ακόμα να έχει αποφασίσει πως θα απαντούσε. Τι κρίμα που ο Αλλάχ με την απέραντη σοφία απαγόρευε την αυτοκτονία.
- Χατζί Μουράτοβ, με ακούτε; Ακούστηκε μια φωνή γνωστή στον Ναϊμπ από την τηλεόραση.
- Ναι.
- Χατζι μουράτοβ εσείς είστε;, ρώτησε ο Βίκτωρ Στεπάνοβιτς χωρίς να είναι βέβαιος αν ο άνθρωπος που απάντησε μονοσύλλαβα ήξερε αρκετά ρωσικά.
- Δεν πρόκειται να διεξάγω μαζί σας διαπραγματεύσεις μέχρι τη στιγμή που όλοι οι άρρωστοι και το προσωπικό του νοσοκομείου θα είναι ελεύθεροι. Με καταλάβατε; Σιωπή. Αντί για όλους αυτούς τους ανθρώπους προτείνω εμένα ως όμηρο, είπε ο Λορίς Μελίκοβ, αρθρώνοντας καθαρά την κάθε λέξη. Τότε θυμήθηκε ότι δεν είχε περάσει πολύς καιρός που ένας από τους πολιτικούς, στην προεκλογική του εκστρατεία, είχε προτείνει να τον ανταλλάξουν όλου ς τους Καυκάσιους όμηρους чохом και βιάστηκε να προσθέσει: Δεν πρόκειται για δημαγωγία, Μουράτοβ. Θα έρθω εκεί και εσείς θα ανοίξετε τις πόρτες και θα τους ελευθερώσετε όλους. Ως αντάλλαγμα για τους 900 πολίτες θα πάρετε τον πρωθυπουργό της Ρωσίας. Ευνοϊκή συμφωνία, δεν συμφωνείτε; Και τότε θα ακούσω όλες σας τις αξιώσεις. Στο σφραγισμένο φάκελο βρισκόταν η διαταγή που είχε ήδη γραφτεί στο αεροπλάνο: δέκα λεπτά μετά από την στιγμή που θα βγει και ο τελευταίος όμηρος από το νοσοκομείο, να βομβαρδιστεί η περιοχή και αμέσως μετά η έφοδος. Μέσα στα ερείπια θα σκοτωθούν όλοι οι κακοποιοί και μαζί με αυτούς και Βίκτωρ Στεπάνοβιτς Λορίς Μελίκοβ. Μετά από αυτό κανένας τρομοκράτης δεν θα τολμήσει ποτέ να πάρει Ρώσους πολίτες ως ομήρους. Ποτέ. Ο Χατζί σκέφτηκε: Ο Αλλάχ έκανε το θαύμα του. Θα διασώσουμε την τιμή μας και δεν θα χρειαστεί να παραδοθούμε. Θα ξαναπολεμήσουμε. Σκέφτηκε κάτι άλλο: Εάν όλοι οι υπουργοί του Λευκού Τσάρου ήταν σαν και αυτόν τότε μπορεί και η ανεξαρτησία να μην χρειαζόταν. Και φωναχτά είπε:
- Οι πολεμιστές του Ισλάμ δεν κρύβονται πίσω από γυναίκες και αρρώστους. Κράτησε τα τσακάλια σου, για να μην πυροβολούν και εσύ μην έρθεις. Τι να σε κάνω;

Κεφάλαιο 6ο
Τελευταίος από την πύλη βγήκε ο αρχίατρος. Αυτό έγινε στις 18.07. στάθηκε για λίγο και γύρισε προς το νοσοκομειακό κτήριο σαν να ήθελε να το αποχαιρετήσει και τρέχοντας διέσχισε την άδεια πλατεία. Στις 18.30 ξεκίνησαν οι πυροβολισμοί και αμέσως μετά ο βομβαρδισμός. Η μάχη ήδη κρατούσε πολλές ώρες , είχε ξεκινήσει στον πρώτο όροφο, μετά στον δεύτερο, στον τρίτο, στον τέταρτο και τέλος στην ταράτσα. Ήταν ήδη βαθιά μεσάνυχτα όταν στην αίθουσα τελετών του γυμνασίου , οπού βρισκόταν το προσωρινό αρχηγείο, μπήκε ο επαρχιακός στρατιωτικός διοικητής και με μια υπόκλιση τοποθέτησε στο τραπέζι, μπροστά από τον Λόρις Μελίκοβ το κομμένο κεφάλι του Χατζί Μουράτοβ
- Η εξοχότητα σας, δεν πιάσαμε ούτε έναν ζωντανό και άνοιξε τα χέρια στον στρατηγό. Το κεφάλι του Αμπρέκου στην κορυφή δεν είχε μαλλιά, ενώ από μπροστά είχε μια μακριά πυκνή μαύρη γενειάδα. Τα ανοιχτά του μάτια φαινόταν γαλάζια. Κοιτούσαν αγρία τον πρωθυπουργό, ενώ ολόκληρο το πρόσωπο του νεκρού φαινόταν ήσυχο και ίσως και γαλήνιο. East is East, West is West[3], σκέφτηκε ο Βίκτωρ Στεπάνοβιτς, του οποίου η δεύτερη γέννηση τον ενέπνεε ποιητικά. Προφανώς, αυτά τα αγρία παιδιά του βουνού θα χρειαστεί να τα αφήσουμε ελεύθερα. Ας ζήσουν όπως αυτοί θέλουν. Με το ζόρι καλός δεν γίνεσαι.
[1] Σημ. μεταφραστή Οι Μιουρίντοι είναι φυλή του Καυκάσου
[2] Σημ. μετ. Οι Νουκέρνοι είναι μογγολική φυλή που έφτασε στον Καύκασο τον 12ο-13ο αιώνα
[3] Η Ανατολή είναι Ανατολή, η Δύση είναι Δύση