Μεταξύ ανθρώπων

Αυτές οι ανθρώπινές σας σχέσεις-μου είπε ο Ανόσοφ-τόσο σύνθετες, γεμάτες αγωνία και αινιγματικές , που κάπου κάπου γεννιέται η σκέψη: μήπως πρόκειται για μοναξιά στην περίπτωση της προσιτής ευτυχίας..

Εν όψει αυτών, μιλήσαμε για το πολυσυζητημένο θέμα των ημερών, του Μακάροφ, που πυροβόλησε την γυναίκα του από ζήλια. Κατακρίνοντας τον, εξέφρασα την άποψη ότι οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πολύ απλές και ότι όποιος κατάλαβε τη διαύγεια και την απλότητά τους δεν πρόκειται ποτέ να γίνει βίαιος.

Πηγαίναμε με το τρένο από το Τβερ στο Νιζνιι. Η γνωριμία μας είχε γίνει τυχαία, στο κυλικείο του σταθμού. Ανυπομονούσα για το τι θα έλεγε μετά ο Ανόσοφ. Μόνο και μόνο η εμφάνιση αυτού του ανθρώπου αξίζει μια περιγραφή:με μακριά μεγάλη γενειάδα, πλατύ μέτωπο, σκοτεινά μεγάλα μάτια, ευθυτενή κορμοστασιά και ένα παντοτινό μειδίαμα, που φανέρωνε την έντονη προσοχή προς τον συνομιλητή, ο Ανόσοφ έδινε την εντύπωση ενός ανθρώπου ξεχωριστού, ή όπως λένε στην επαρχία ενός ανθρώπου που «σε ιντριγκάριζε». Πιθανόν να ήταν γύρω στα 50 με 55 χρονών αν και λόγω της ζωντάνιας στην επικοινωνία και της απουσίας γκρίζων μαλλιών φαινόταν μικρότερος.

-Ναι, συνέχισε αργά και χαμηλόφωνα, κοιτώντας απ’το παράθυρο και χαϊδεύοντας τη γενειάδα του με το μεγάλο άσπρο χέρι του που το στόλιζαν δαχτυλίδια.

-Δεν μπορεί ο καθένας να ζει με ανθρώπους, μεταξύ ανθρώπων και να ανταποκρίνεται στις κοινωνικές του υποχρεώσεις. Πρέπει να υπάρχει τεράστια δύναμη αντίστασης για να αντέξεις τον καταπιεστικό καταιγισμό ξένων συμφερόντων, ανησυχιών, ιδεών, βαθιών επιθυμιών, απαιτήσεων και καπρίτσιων, συνεχούς ψέματος, ζήλιας, ψεύτικης καλοσύνης, μικρότητας, επιδεικτικής γενναιοδωρίας ή-ακόμα χειρότερα-αυτάρεσκης γενναιοδωρίας. Θέλει επίσης τεράστια δύναμη αντίστασης για να υπομείνεις την τυχαία και αδικαιολόγητη έχθρα, ή αυτό που η ατέλεια της γλώσσας των ανθρώπων αποκαλεί «ενστικτώδη αντιπάθεια». Ο χείμαρρος των ξένων επιθυμιών θα προσπαθήσει να υποτάξει, να εξευτελίσει και να υποδουλώσει τον άνθρωπο. Είναι καλό, αν πρόκειται για άνθρωπο με κλειστά τα μάτια της ψυχής του, τύφλά όπως τα μάτια ενός αγάλματος. Αυτός λοιπόν, θα σταθεί γερά και ολοκληρωτικά σ’εκείνο. το μικρό βάθρο που του έδωσε η ζωή.---------------------------------------------------------------------------------------------- Βαζοντας τον μεταξύ του ίδιου και των ανθρώπων. Αυτό παγώνει την ψυχή. Όμως υπάρχουν άνθρωποι που διεισδύουν με τέτοια ακρίβεια στο άλογο των εγκλημάτων που διαπράττονται γύρω τους, ακόμη και αυτών που με την πρώτη ματιά φαντάζουν μηδαμινά, άνθρωποι με τόσο έντονη οδυνηρή την αίσθηση της πονηριάς της ζωής, που τους πρέπει προστασία. Κάτι τέτοιους ανθρώπους δεν τους αντιλαμβάνεσαι ούτε τους καταλαβαίνεις. Η πλειοψηφία τους χάνεται, είτε γίνεται πιο σκληρή είτε αποχωρεί.

-Ναι, αυτός είναι ο νόμος της ζωής, είπα, -και αυτή η μοίρα των αδυνάτων.

-Των αδυνάτων; Καμία σχέση, διαφώνησε ο Άνοσοφ. Ο πραγματικά αδύναμος άνθρωπος κλαίει και παραπονιέται γιατί τα νύχια μέσα του δεν είναι αρκετά γαμψά. Ευχαρίστως θα συμμετείχε στη γενική πάλη, αφού βλέπει τη ζωή με τα μάτια των άλλων. Αυτοί οι άνθρωποι όμως, στους οποίους αναφέρομαι-είναι άνθρωποι, αλίμονο- που έχουν γεννηθεί νωρίς στον κόσμο. Οι ανθρώπινες σχέσεις για αυτούς είναι πηγή ασταμάτητων βασάνων και η συνειδητοποίηση πως το κακό, όσο παράξενο και αν φαίνεται αυτό, είναι φυσικό φαινόμενο, ενδυναμώνει τα βάσανα στο έπακρο. Ίσως, 1000 χρόνια αργότερα, όταν η εφεύρεση αγγίξει τα όρια του πνεύματος και υπάρξει η δυνατότητα να ακούμε, να βλέπουμε και να αντιλαμβανόμαστε μόνο αυτό που είναι απαραίτητο και όχι αυτό που ο πρώτος άγνωστος άνθρωπος θα θελήσει να εισαγάγει στην συνείδηση μας με κάποια πρόταση ή πράξη, τέτοιοι άνθρωποι να ζουν ευκολότερα. Αυτό θα οφείλεται στο ότι οι άνθρωποι θα έχουν εδώ και καιρό αποφασίσει μέσα τους ότι η προσωπικότητα και η ψυχή του ανθρώπου δεν παραβιάζονται από το κακό. Εγώ διαφώνησα λίγο, υποστηρίζοντας πως το κακό είναι ένας όρος σχετικός, όπως και το καλό, όμως ενδόμυχα συμφωνούσα με τον Ανόσοφ, αν και όχι σε όλα, όπως για παράδειγμα στην πεποίθηση μου ότι τέτοιοι άνθρωποι δεν υπάρχουν.

Με άκουσε προσεκτικά κ είπε:

-Δεν είναι αυτή η ουσία. Ο άνθρωπος που υποστηρίζει το κακό πάντα θα πει πως το καλό είναι ένας όρος σχετικός, όμως ποτέ δεν θα πει το ίδιο ένας άνθρωπος που υποφέρει, όσον αφορά το κακό. Χρησιμοποιούμε τώρα με ‘σας όρους πολύ πρωτόγονους και εκτεταμένους. Αυτό δεν είναι τίποτα, αφού μας βοηθάει ο συνειρμός και από δύο κάπως μικρές λέξεις προκύπτει πληθώρα εντυπώσεων. Αλλά επανερχόμαστε στους ιδιαίτερους μας ανθρώπους. Ένα κομματάκι τους το έχουμε όλοι μας. Σάμπως δεν χαίρουν μεγάλης επιτυχίας-και καθαρής επιτυχίας-έργα όπως ο Ροβινσώνας Κρούσος, επειδή η ιδέα της λυπημένης, όμορφης ελευθερίας, η ιδέα της απομάκρυνσης από το ανθρώπινο κακό συνδέεται σε αυτά με την ιδιαίτερη προσπάθεια των ψυχικών και σωματικών δυνάμεων του ανθρώπου. Εάν θυμόσαστε, Το φαινόμενο του Παρασκευά αποδυναμώνει το ενδιαφέρον της ιστορίας. Η ιδιαίτερη μαγεία της ζωής του Ροβινσώνα ωχριά από το γεγονός ότι πλέον δεν είναι μόνο Ροβινσώνας, μετατρέπεται σε Ροβινσώνα-Παρασκευά. Τι να πει κανείς για τη ζωή των κατοικημένων χωρών, όπου σε κάθε βήμα, κάθε λεπτό- εσείς-όχι εσείς ως ο ίδιος εσείς, αλλά όλοι όσοι συναντάτε και όποίος με την μηδαμινή αλλά τρομακτική μέσα από την εξουσία της τυχαίας δύναμης κοροϊδία, μ’ένα ανασήκωμα των ώμων , με μια χειρονομία- μπορεί να προκαλέσει όλη σας την προσοχή, παρ’όλο που εσείς θα επιθυμούσατε να την στρέψετε προς μια άλλη κατεύθυνση. Αυτό είναι ένα μικρό παράδειγμα, για να μην πω για τα κοινωνικά φαινόμενα. Σ’αυτήν την τεράστια εξάρτηση του ενός από τον άλλο, ζουν άνθρωποι, και αν το συνειδητοποιούσαν τελείως αυτό, χωρίς την αμφιβολία της λέξης, οι λόγοι, οι χειρονομίες, οι πράξεις και το φέρσιμό τους θα μετατρέπονταν σε ενέργειες λογικές, προσεκτικές, σε ενέργειες σκεπτόμενου ανθρώπου.

Πρόσφατα, σ’ένα από τα εβδομαδιαία περιοδικά διάβασα την ιστορία δύο εφήβων. Ο νέος αδερφός και η αδερφή του πέρασαν το καλοκαίρι οι δύο τους σ’ένα μικρό νησάκι , στα λιβάδια. Η κοπέλα εκτελούσε τις ευθύνες της νοικοκυράς και το αγόρι ανέλαβε την επιβίωση με την αλιεία και το κυνήγι. Στο νησί δεν υπήρχε άλλος εκτός απ’ αυτούς. Ο δημοσιογράφος, που τους επισκέφτηκε, πιθανόν να δάγκωσε τα χείλια του για να μην γελάσει στη δήλωση των μικρών ιδιοκτητών του νησιού ότι όλα εδώ είναι πολύ καλά και ότι είναι ευχαριστημένοι απ’ όλα. Φυσικά ήταν παιδιά πλουσίων γονέων. Όμως εγώ τους βλέπω απλά, έτσι όπως τους απεικόνιζε η φωτογραφία που συνόδευε το άρθρο του περιοδικού:στεκόντουσαν κοντά στο νερό, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, στο γρασίδι με μισόκλειστα τα μάτια. Αυτή η φωτογραφία με ενθουσίασε ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ασαφείς ιδέες για το επιθυμητό στις ανθρώπινες σχέσεις.

Έγειρε σε ‘μένα σαν να με ρωτούσε με τη ματιά τι σκεφτόμουν γι αυτό

-Μ’ ενδιαφέρει, είπα εγώ, -αν είναι δυνατή η φροντίδα κοντά στο νησί και το μοναστήρι.

-Ναι, χωρίς δεύτερη σκέψη, απάντησε ο Ανόσοφ, αλλά σπάνια-σπανιότερα απ’ ότι την πρώιμη άνοιξη- θα πρέπει να βλέπεις τους ανθρώπους με πλήρη συνείδηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς σου, γαλήνιους αλλά επίμονους, θαρραλέους αλλά συνειδησιακά απομακρυσμένους από τις πρωτόγονες μορφές ζωής. Τους έδωσα τα ακριβή σημεία. Αυτοί, χωρίς καν να σκεφτούν να γυρίσουν και το δεξί μάγουλο, δεν σταματούν τις σχέσεις με τους ανθρώπους. Αλλά η σκιά της θλίψης, κατά την διάρκεια των ευλογημένων, ηλιόλουστων ημερών του ανθίζοντος νησιού, Ροβινσώνα, που ράγισε την καρδιά του τολμηρού θαλασσοπόρου, βρίσκεται πάντα μ’ αυτούς και αυτοί θα στέκονται αιωνίως στην σκιά. «Όταν οι γενίτσαροι, αφού πήραν την Κωνσταντινούπολη, κατάσφαζαν τον κόσμο μπροστά στην Αγιά Σοφιά-λέει ο θρύλος-ένας ιερέας προχώρησε προς τον τοίχο και οι πέτρες, που χωρίστηκαν από μια μυστική δύναμη, τον έκρυψαν από το θέαμα του αιματηρού μακελειού. Θα βγει όταν το τζαμί θα γίνει πάλι ναός.» Αυτό είναι θρύλος, αλλά δεν είναι καθόλου θρύλος το γεγονός ότι αργά η γρήγορα θα έρθει η μέρα και οι άνθρωποι, που στεκόντουσαν στη σκιά, θα βγουν απ’ αυτήν στον λαμπρό κόσμο και κανείς δεν θα τους προσβάλει.

Καθώς σκεφτόμουν, είδα τον λυπημένο Ροβινσώνα στην όχθη της θάλασσα στην γαλήνη των σκέψεων.

Ο Ανόσοφ είπε:

-Για κάτι τέτοιο θα ‘ θελα να σας διηγηθώ. Αλλά πάλι μάλλον δεν σας ενδιαφέρει και πολύ αυτό το θέμα;

-όχι, είπα , τί θα μπορούσε να είναι πιο ενδιαφέρον από την ανθρώπινη ψυχή;

-Το 1911 μου ήρθε να επισκεφτώ έναν σπάνιο άνθρωπο. Στεκόμουν στη γέφυρα Τρόιτσκυ. Πριν απ’ αυτό έπρεπε να διαμείνω με άλλους ανθρώπους που δεν είχαν κατάλυμα για τη νύχτα. Εγώ, όπως και αυτοί, πήρα τον υπνάκο μου σ’ ένα παγκάκι της γέφυρας, αφήνοντας το κεφάλι να κρέμεται και βάζοντας τα χέρια ανάμεσα στα γόνατα.

Κοιμήθηκα ελαφρώς και είδα στον ύπνο μου όλους τους πειρασμούς που κατακλύζουν τον κόσμο και το στόμα μου ,που γέμισε από το σάλιο της πείνας, με ξύπνησε. Ξύπνησα, σηκώθηκα και-δεν θα το κρύψω-έβαλα τα κλάματα. Παρ’ όλα αυτά, αγαπούσα τη ζωή, αν και με παραγκώνιζε και με τα δυο της τα χέρια.

Δίπλα στο κιγκλίδωμα ήταν φοβιστικά, όπως στο άδειο ικρίωμα. Η καλοκαιρινή νύχτα, απομονωμένη από τα φώτα και τα αστέρια, με αγκάλιασε με την κρύα γαλήνη της αδιαφορίας. Κοίταξα προς τα κάτω και έπεσα, αλλά προς μεγάλη μου έκπληξη, έπεσα πάλι στην γέφυρα και ένα δυνατό χέρι, πιέζοντάς με μέχρι να πονέσει ο ώμος, μ’ έφερε στα πόδια μου, με άφησε και μου κούνησε απειλητικά το δάχτυλο.

Έκπληκτος, κοιτούσα ήσυχα το απειλητικό δάχτυλο, μετά αποφάσισα να δω ποιος στεκόταν ανάμεσα σε μένα και το ποτάμι. Ήταν ένας κουρασμένος, ήρεμος τύπος ανθρώπου μ’ ένα σκούρο πανωφόρι, καπέλο, με γενειάδα και σωματώδης.

-Σταθείτε λίγο, είπε, θέλω να σας πω δυο λόγια. απογοητευμένος;

-Όχι.

-Πεινάτε;

-Πεινάω πολύ.

-Εδώ και πολύ καιρό;

-Ναι…δυο μέρες.

-Ελάτε μαζί μου.

Στην κατάστασή μου ήταν φυσικό να υπακούσω. Κατέβηκε ήσυχα στην όχθη, φώναξε τον αμαξά, -------------. Την στιγμή που ήθελα να συστηθώ και να εξηγήσω την θέση μου, ανατρίχιασα που άκουσα ένα σιγανό, μονότονο, βαθύ χαμόγελο. Ο -------- μου γέλασε χαρούμενα, από την ψυχή του, όπως γελούν οι μεγάλοι στο θέαμα ενός πιτσιρικιού να κάνει διασκεδαστικά κόλπα.

- Μην εκπλήσσεστε, είπε, αφού σταμάτησε να γελάει. Το θεωρώ αστείο που εσείς και πολύ άλλοι θα πεινάσετε, όταν στον κόσμο υπάρχει τόσο πολύ φαΐ και χρήμα.

-Ναι, στον κόσμο μπορεί, εγώ όμως δεν έχω.

-Παρ’τε

-Δεν μπορώ να βρω δουλειά.

-Ζητήστε.

-Ελεημοσύνη;

-Ω, βλακείες! Ελεημοσύνη-μια λέξη όπως και όλες οι άλλες. Όταν δεν υπάρχει δουλειά, ζητήστε-ήρεμα, σοφά και εμφατικά χωρίς να περιφρονείς τον εαυτό σου. Στην ζητιανιά υπάρχουν δυο πλευρές, αυτή που ζητά και αυτή που δίνει και η θέληση αυτού που δίνει παραμένει δική του.

-Μπορεί να δώσει ή να μην δώσει. Είναι μια απλή πράξη δούναι και λαβείν, τίποτα παραπάνω.

-Ζητήστε, επαναλαμβάνω με θέρμη, αλλά εσείς ξέρετε πόσο μοναχικοί, βαρετοί, σκληροί και κακοί είναι όλοι μεταξύ τους.

-Φυσικά.

-Για ποιο πράγμα μιλάτε τότε;

-Μη δίνετε σημασία.

Ο αμαξάς σταμάτησε. Αφού περάσαμε την αυλή, ανεβήκαμε στον τέταρτο όροφο και ο προστάτης μου πάτησε το κουμπί του κουδουνιού. Βρέθηκα σ’ ένα μικρό, άνετο και σ’ όλα του απλό και συνηθισμένο διαμέρισμα. Μας υποδέχτηκε μια γυναίκα και ένας σκύλος. Η γυναίκα ήταν τόσο ήρεμη όσο και ο άνδρας της που μ’ έφερε. Το πρόσωπο και η σιλουέτα της ήταν τα συνηθισμένα που θα μπορούσες να συναντήσεις σε κάθε υγιή, νεαρή και όμορφη γυναίκα. Μιλάω για την πρώτη εντύπωση. Ο ήσυχος σκύλος, η ήρεμη γυναίκα και ο μειλίχιος νοικοκύρης του διαμερίσματος φαινόντουσαν πολύ ευτυχισμένες παρουσίες. Έτσι και ήταν.

Ήρεμα, σαν επισκέπτης που γνώριζαν εδώ και καιρό, κάθησα μαζί τους στο τραπέζι(ο σκύλος κάθησε κ’ αυτός, στο πάτωμα), έφαγα και αφού χόρτασα, άκουσα πως εξηγεί τη ζωή ο σωτήρας μου.

-Ο άνθρωπος πρέπει πάντα να γνωρίζει, κύριε αυτόχειρα, ότι σε κανέναν στον κόσμο δεν είναι απαραίτητος παρά μόνο στην αγαπημένη γυναίκα και στον πιστό φίλο. Βρείτε και το ένα και το άλλο. Καλύτερο φίλο από τον σκύλο δεν θα βρείτε. Οι γυναίκες-κανέναν δεν θα βρείτε καλύτερο από την αγαπημένη γυναίκα. Και εδώ και τα τρία γίνονται ένα. Σκεφτείτε πως απ’ τις χαρές του κόσμου μπορείς να πάρεις τόσες πολλές αλλά και συγχρόνως τόσες λίγες με τα μάτια των άλλων. Αφήστε τους άλλους στην ησυχία τους. Ούτε αυτοί σε σας, ούτε εσείς σ’ αυτούς συνειδητά είστε απαραίτητοι. Αυτό δεν είναι εγωισμού αλλά ένα αίσθημα αυτοσεβασμού. Σ’ όλον τον κόσμο, έχω έναν αγαπημένο ποιητή, έναν καλλιτέχνη και έναν μουσικό και αυτοί οι άνθρωποι έχουν για μένα από ένα πάρα πολύ καλό έργο. Το δεύτερο βαλς του Γκάνταρ, «Στην Άννα»-Εντγκαρ Πο και το πορτραίτο της γυναίκας του Ρέμπραντ. Αυτό μου είναι αρκετό. Κανείς δεν θα αλλάξει το καλύτερο με το χειρότερο. Τώρα πείτε μου, που είναι η φρίκη της ζωής; Υπάρχει αλλά δεν θα με αγγίξει. Φοράω την πανοπλία μου που είναι περισσότερο άφθαρτη και από την ασπίδα του πολεμιστή. Γι’ αυτό χρειάζονται μόνο τόσα όσα μπορεί ο καθένας-χρειάζεται μόνο να ήσαστε διακριτικοί. Και τότε κανένας δεν πρόκειται να προσβάλει, να σας πληγώσει την ψυχή, γιατί το κακό είναι αδύναμο μπροστά στα πλούτη σας. Εγώ ζω με 100 ρούβλια το μήνα.

-Εγωισμός ή όχι, είπα, πρέπει κανείς να καταλήξει σε κάτι τέτοιο.

-Απαραιτήτως. Είναι πολύ εύκολο να χαθεί κάποιος στο απέραντο κακό του κόσμου και τότε τίποτα δεν θα σας σώσει. Παρ’τε 10 ρούβλια, περισσότερα δεν μπορώ να δώσω.

Και όντως είδα ότι περισσότερα δεν μπορούσε να δώσει και απλά, ήρεμα όπως μου έδινε τα λεφτά, τα πήρα. Έφυγα πιστεύοντας στην δύναμη με την οποία η σιωπή και η γαλήνη αντιμετωπίζουν την εχθρική προς εμάς ζωή. Να με θυμάσαι! Και έφυγα.

1913

Μετάφραση:

Δημήτρης Λαζαρίδης



Δεν υπάρχουν σχόλια: