Α. ΑΜΠΡΑΜΟΦ: "Ο Χορός"

Στη λεωφόρο Κουτούζοφ, δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή ανάμεσα σε δυο μεγάλα κτήρια υπάρχει μια μικρή πλατεία, μια από τις πιο ήσυχες στη Μόσχα. Εκεί μαζεύονται συνήθως το βράδυ κάτοικοι από τα γειτονικά σπίτια, την ημέρα όμως στην πλατεία υπάρχει ηρεμία. Μόνο κάποιες μητέρες με παιδικά καροτσάκια και μερικές φορές περαστικοί κάθονται να ξεκουραστούν στα άσπρα παγκάκια. Έκατσα κι εγώ, παρασυρμένος από τη γαλήνη και την ησυχία. Τι να κάνει ένας μοναχικός άνθρωπος που είναι άρρωστος και ζει με μια πενιχρή στρατιωτική σύνταξη, εφόσον δεν έχει να ασχοληθεί με απογόνους;
Στο παγκάκι καθόταν μια γυναίκα που ούτε καν γύρισε να με κοιτάξει όταν έκατσα στην άκρη, δίπλα της. Νέα - νεότατη μάλιστα, με μια σακούλα με ψώνια δίπλα της. Με την άκρη μιας ομπρέλας έγραφε κάτι σκεφτική και αφηρημένη στην άμμο κάτω από τα πόδια της. Οι ψιχάλες που έπεφταν έκαναν τις γραμμές στη βρεγμένη άμμο να διαγράφονται βαθιά και απότομα. Από την μεριά μου φαινόταν έντονα: « Οφθαλμαπάτη » - διάβασα. Μετά φάνηκε ένα ερωτηματικό και η ομπρέλα έσβησε τη λέξη. Μου φάνηκε πως η γυναικεία μπότα πάτησε στην άμμο απότομα, θάλεγα ακόμα και θυμωμένα, για να σβηστεί αυτό που είχε γράψει. Σ’ένα λεπτό η ομπρέλα, σαν να μην είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό της, έγραψε μια καινούργια λέξη: «Ύπνος» - έγραψε, και σταμάτησε. Ύστερα ξαναεμφανίστηκε το ερωτηματικό και η μπότα ξανάσβησε αυτό που είχε γραφτεί. Το χέρι που κρατούσε την ομπρέλα πάγωσε, είτε γιατί δεν ήξερε τι άλλο να γράψει είτε γιατί δεν αποφάσιζε κάτι πιο συγκεκριμένο και αληθινό, όπως την προκαλούσαν οι σκέψεις της να κάνει. Σε μένα πάλι η γυναίκα δεν έδινε σημασία. Την έβλεπα μόνο προφίλ. Με καστανή φράντζα στο μέτωπο που φαινόταν κάτω από ένα λουλουδάτο μαντίλι, πεισματικά κλειστά χείλη και σκούρο θεληματικό σαγόνι.
Η ομπρέλα μπήκε πάλι σε κίνηση και έγραψε «Ον» και πάλι σταμάτησε σαν κάτι να την εμπόδιζε να γράψει τη λέξη μέχρι τέλους. «Όνειρο», σκέφτηκα μέσα στο μυαλό μου και δεν έκανα λάθος. Σ’ ένα λεπτό το έγραψε και αυτή έτσι, αναστέναξε βαθιά και λυπημένα καθώς συνηθίζον να αναστενάζουν όταν αναλογίζονται κάποια μεγάλη απώλεια. Το ερωτηματικό δεν εμφανίστηκε.
Εκείνη τη στιγμή γύρισε προς τη μεριά μου και τα μάτια μας συναντήθηκαν. Δεν διάβασα όμως τίποτα μέσα τους, ό,τι ήταν γραμμένο εκεί ήταν κλειστό, γυρισμένο προς τα μέσα, δεν απευθυνόταν σε κανέναν. Εκείνη δεν κοιτούσε εμένα, παρά αλλά έβλεπε μέσα από μένα, όπως κοιτάμε όταν αγοράζουμε μια εφημερίδα στο περίπτερο και δε βλέπουμε το πρόσωπο στο περίπτερο.
- Τι είναι όνειρο ; - ρώτησε ξαφνικά.
Δεν μπορούσα να απαντήσω, παρά το άτοπο του ερωτήματος.
- Κάτι το φανταστικό, μια αέρινη κλειδαριά, - απάντησα. - Πάντως δεν είναι κάτι που προέρχεται από τον ύπνο. Ωστόσο να ξέρετε: Το όνειρο είναι ύπνος που γαληνεύει.
- Μας γαληνεύει, αλλά δεν είναι ύπνος. - Τότε τι είναι;
- Δεν θυμάμαι τη σημειολογία της λέξης όπως είναι γραμμένη στα λεξικά, - εξήγησα εγώ, - αλλά μπορεί να είναι και έτσι; Κάτι που δεν υπάρχει, δεν είναι πραγματικά, αλλά που το ποθεί κανείς μετά μανίας;
Εκείνη και πάλι κοιτούσε μέσα από μένα και όχι εμένα.
- Κάτι που ποθιέται μετά μανίας! Γιατί όμως να μην είναι αληθινό; Αν το όνειρο είναι σκληρό και βίαιο, αν σας έχει πνίξει εντελώς, πρόκειται για την πραγματικότητα. Το όνειρο, ο κόσμος του ονείρου ζει κοντά μας, όμως δε μπορεί να μπει σ’ αυτό τον κόσμο ο καθένας .
- Δεν ξέρω, - της απάντησα εγώ.
Θα αντιλαμβάνεστε και οι ίδιοι ότι η συζήτηση στο δρόμο δεν είναι λόγια στο δρόμο. Δεν μπορείς να ανταλλάξεις σκέψεις και να φιλοσοφείς μ’ ένα άγνωστο άτομο αν δεν έχεις διάθεση. Εγώ όμως είπα ψέματα. Ήξερα. Η αναπάντεχη ομιλία μας με γύρισε σαράντα χρόνια πίσω, καθώς έβγαλε από μέσα μου κάτι που το είχα ξεχάσει αλλά που μου ήταν πολύτιμο. Ένα όνειρο αληθινό αλλά τότε δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί.Ο κόσμος του ονείρου ζει κοντά μας, είχε πει η γυναίκα, - αλλά δεν είναι γραφτό στον καθένα να μπει μέσα του. Εγώ είχα την ευκαιρία να μπω σ’ αυτό τον κόσμο, όμως δεν μπορούσα να το πω στον πρώτο τυχόντα. Η απάντησή μου λοιπόν ήταν - Δεν ξέρω. Οπότε και εισέπραξα υπάκουα την αγενή απάντηση:
- Έ τότε να μη μιλάτε.
ΙΙ
Στα Οκτωβριανά επεισόδια στη Μοζάισκα στο πεδίο μάχης το Μάιο του 1941 βρισκόμουν σε ένα από τα στρατιωτικά νοσοκομεία της Μόσχας. Μετά τους εορτασμούς του Νοεμβρίου έπρεπε να γυρίσω ξανά στη μονάδα μου, που εκείνη την εποχή βρισκόταν ήδη στη Μόσχα κάπου στο προάστειο Κρίκοβα. Το νοσοκομείο, όπως όλα τα νοσοκομεία, δεν έδειχνε την αληθινή εικόνα των γεγονότων, εγώ όμως ήθελα να αναπνεύσω τον τον εντελώς νέο για μένα αέρα της προ των μαχών Μόσχας. Το Νοέμβριο κατάφερα παρόλα αυτά να ξεφύγω με πονηριά από το νοσοκομείο και να πάω για μερικές μέρες σ’ ένα συμμαθητή μου τον Γκορντέγεφ, ο οποίος υπηρετούσε στο κέντρο της πόλης στην τοπική στρατονομία.
Ο Γκορντέγεφ, δε ζούσε στο σπίτι του, το δικό του είχε βομβαρδιστεί, αλλά στο ιστορικό Σπίτι των Ενώσεων, και για να είμαι πιο ακριβής, στο γραφείο της μεγάλης σάλας του. Αυτός ο χώρος ήταν κλειστός, αντί για τις αφίσες με τις ανακοινώσεις των συναυλιών στην είσοδο, υπήρχαν κολλημένες διαταγές επιστράτευσης και η αφίσα του ζωγράφου Τοντζίε "Η μητέρα-πατρίδα σε καλεί" - μια συνταρακτική εικόνα μιας γυναίκας στα κόκκινα με φόντο τα όπλα. Μέσα στο κτίριο, εκεί όπου γίνονταν οι εκδηλώσεις, υπήρχαν άτομα από διάφορα πολεμικά μέτωπα. Όμως ο φίλος μου, ως εργαζόμενος στη τοπική στρατονομία κατάφερε με κάποιο τρόπο να βολευτεί σ’ ένα γραφείο και κοιμόταν στον ένα από τους δύο δερμάτινους καναπέδες όπου κάποτε κάθονταν εκλεκτοί προσκεκλημένοι. Τον άλλο καναπέ ο φίλος μου τον παραχώρησε σε μένα, αφού μου εξήγησε ότι θα κανόνιζε με το διευθυντή του και σε αυτό το λίγο του θα με φιλοξενούσε κανείς δε θα έλεγε τίποτα.
Στο φίλο μου Γκορντέγεφ μόνο κοιμόμουν και περνούσα τα βράδια μου. Δεν μπορούσα να βγω έξω επειδή δεν είχα την νυχτερινή άδεια που ήταν απαραίτητη για κάθε νυχτερινή έξοδο. Τις μέρες που έπρεπε να γυρίσω στην μονάδα μου τις περνούσα μέσα στο νοσοκομείο, όπου έτρωγα ή έκανα βόλτες μέσα στην πόλη με όλο και μεγαλύτερη περιέργεια γι' αυτά που έβλεπα. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα δει τη Μόσχα έτσι όπως ήταν τώρα, ενώ είχα γεννηθεί, μεγαλώσει, σπουδάσει στη Μόσχα και είχα φύγει από κεί για τη μονάδα μου.
Η Μόσχα του Ιουλίου, του '41 είχε πολύ κόσμο. Το μετρό και το τράμ λειτουργούσαν, ο κόσμος πήγαινε στο θέατρο και στο κινηματογράφο, άκουγαν μουσική του Κοζλόφσκι και του Κρατσάλοβ και ζεσταίνονταν σε παντοπωλεία, μη ξέροντας ακόμα πόσο δύσκολοι θα ήταν οι μήνες που ακολουθούσαν. Τη Μόσχα του Νοεμβρίου την είδα μεταμορφωμένη από τις πρώιμες παγωνιές, με άδειους δρόμους και κλειστά παράθυρα. Μεγάλες σακούλες με άμμο ήταν αραδιασμένες δίπλα στα καταστήματα, στα παράθυρα υπήρχαν σταυρωτές μονωτικές ταινίες και το σούρουπο έβλεπες το φως των προβολέων να ψάχνει τον βραδινό ουρανό. Οι άνθρωποι στους δρόμους δεν μιλούσαν. Ήταν πολύ σοβαροί, με μια αυστηρότητα ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους όπως οι εικόνες. Πού και πού άκουγα κανένα γέλιο, δεν έβλεπα όμως το φόβο σαν κάτι συνηθισμένο σε μια πόλη που περίμενε τον εχθρό, όταν από το νότο και το βορά προχωρούσαν τα εχθρικά άρματα μάχης προς την πόλη. Όταν κατεβαίναμε στα καταφύγια την ώρα που βομβαρδίζαν οι εχθροί, μιλούσαμε λίγο μεταξύ μας αλλά δεν φοβόμασταν. Ενδιαφερόμασταν πιο πολύ για τις μάχες που γίνονταν και για το τι θα ανακοίνωναν την άλλη μέρα οι ειδήσεις του Γραφείου Πληροφόρησης. Για τις δυσκολίες που ζούσαμε στον πόλεμο δεν παραπονιόμασταν. Όλα αυτά τα έβλεπα με ένα αίσθημα ενθουσιασμού, ναι ναι, σχεδόν λύτρωσης, επαναλαμβάνοντας μέσα μου μια φράση που θυμόμουν από την παιδική μου ηλικία. « Υπάρχει λύτρωση στη μάχη και το σκούρο κενό στη μάχη και στον αγριεμένο ωκεανό ανάμεσα σε απειλητικά κύματα και απόλυτο σκοτάδι ». Τι ωραία που το έλεγε: "μέσα στο απόλυτο σκοτάδι". Τις νύχτες της συσκοτισμένης Μόσχας έβλεπα τις φωτιές της πολιορκημένης Παρισινής κομμούνας. Ποτέ, ποτέ οι υπερασπιστές της κομμούνας δε θα γίνουν σκλάβοι και αυτό ξανά και ξανά. Δεν φοβόμουν μήπως με σταμπάρουν, άλλωστε ήμουν τότε λίγο πάνω από τα δεκαεννιά...
Κάθε μέρα που γινόταν η αλλαγή για το χέρι μου, παρακαλούσα το γέρο χειρουργό να μου δώσει γρήγορα εξιτήριο. Στα μέσα του Νοέμβρη μαλάκωσε και μου είπε « Στο τέλος του μήνα θα σου δώσω εξιτήριο, όσο για τώρα κάνε βόλτες στη Μόσχα στο χιόνι. Τα σύννεφα είναι χαμηλά οπότε επιδρομή από τον ουρανό δεν θα υπάρξει ». Όμως έκανε λάθος. Τα ραδιόφωνα του μεγάλου θεάτρου έλεγαν ότι θα έχουμε επιδρομή από τον ουρανό, μόλις έφτανα στο κέντρο. Αναγκάστηκα να κατέβω στο καταφύγιο, που ήταν στη πλατεία Σβερτλόφ. Όλα ήταν συνηθισμένα, όπως ήταν κάθε μέρα στην είσοδο του μετρό. Κάποιος ήταν βιαστικός και κάποιος άλλος περπατούσε χωρίς να βιάζεται. Επιβάτες, τρένα δεν υπήρχαν, οι κυλιόμενες σκάλες δεν λειτουργούσαν. Οι άνθρωποι δεν συνωστίζονταν στις στάσεις των τρένων, παρά περνούσαν κατευθείαν στα τούνελ, όπου βολεύονταν, κάποιοι πάνω στις ράγες και κάποιοι άλλοι στους στρογγυλεμένους και γι' αυτό όχι και τόσο κρύους τοίχους με απλωμένα τα πόδια στις άδειες γραμμές.
Όσο πιο πολλοί ήταν οι άνθρωποι, τόσο πιο βαθιά μέσα στο τούνελ έμπαιναν. Σιωπούσαν οι ερημωμένες γραμμές, σιωπούσαν και οι συγκρατημένοι, οι πολύ ήσυχοι άνθρωποι. Κάποιες σπάνιες λάμπες έφεγγαν θαμπά τους τυχερούς, που είχαν καταφέρει να βολευτούν πιο κοντά στο φως, πράγμα που τους επέτρεπε να διαβάζουν, να παίζουν σκάκι και να τρώνε από ένα απλωμένο μπροστά τους μαντηλάκι ή από μια εφημερίδα. Εγώ βρέθηκα δίπλα σε μια κοπέλα που κάτι διάβαζε και δε σήκωνε τα κεφάλι της απ’ το βιβλίο. Όταν βολεύτηκα δίπλα της, διάβασα με την άκρη του ματιού στο κάλυμμα του βιβλίου: Νικολάι Ασέγεφ, Ποιήματα από διάφορες εποχές.
Η κοπέλα φορούσε ένα σκουφί από δέρμα λαγού και μια τριμμένη γούνα πάνω από μια στολή του σκι. Το σκυμμένο πρόσωπό της δεν το είδα: στεφανωμένο από καστανές μπούκλες ήταν κάτι πολύ λεπτό, φωτεινό, σχεδόν φώτιζε γύρω. Τα χέρια της όμως μου έκαναν αμέσως μεγάλη εντύπωση: ήταν μελανιασμένα, με σπασμένα νύχια, γεμάτα αιματώματα και γρατσουνιές.
Μάλλον δούλευε στις αναδασώσεις ή στα αντιαρματικά έργα, έξω από την πόλη. Όταν κάποια στιγμή γύρισα απρόσεκτα, την έσπρωξα καταλάθος και μουρμούρισα συγνώμη, με κοίταξε έντονα και αυστηρά. Δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί. Με την πυτζάμα του νοσοκομείου δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι ήμουν ο πιο ελκυστικός άντρας στον κόσμο. Η κοπέλα όμως μου εξήγησε αμέσως γιατί με είχε προσέξει:
- Γιατί δεν είστε στο μέτωπο, - με ρώτησε.
- Ήμουν στον πόλεμο αλλά τώρα είμαι τραυματίας . Είμαι στο νοσοκομείο¼ Το χέρι. Όπου να ΄ναι βγαίνω, και θα γυρίσω πίσω στη μονάδα, - μουρμούρισα όχι και με μεγάλη συνέπεια και χωρίς πολλή συνέχεια στα λόγια μου.
Η κοπέλα όμως κατάλαβε.
- Συμμετείχατε σε μάχες ;
- Ναι.
- Τα τανκς τα είδατε.
- Τα είδα.
- Φοβηθήκατε;
Ήρθα στα λογικά μου και άρχισα να γελάω.
- Εσείς τι λέτε ; Όχι ; Και βέβαια φοβάσαι. Μόνο που περνάει. Ύστερα. Από το τανκ δεν ξεφεύγεις, αλλά με ένα μπουκάλι γεμάτο πυρομαχικά ή με μια χειροβομβίδα μπορείς και να το ανατινάξεις.
- Σας ζηλεύω, - αναστέναξε αυτή - κι εγώ ήθελα να πάω στον πόλεμο, αλλά δεν με πήραν.
- Και καλά έκαναν και δεν σας πήραν. Που να πάει στον πόλεμο μια σαν κι εσάς...
Αυτή αρπάχτηκε:
- Τι θα πει μια σαν κι εμένα;
- Αδύνατη, - βρήκα την κατάλληλη λέξη.
- Κανένας τώρα δεν παχαίνει, - απάντησε αυτή . - Και εσείς δεν είστε αθλητής, παρ’ όλο που τρώτε στο νοσοκομείο. Μια πυτζάμα φοράτε και κρέμεται πάνω σας σαν από κρεμάστρα. Και παρόλα αυτά θα γυρίσετε στη μονάδα σας. Πότε επιστρέφετε αλήθεια;
- Νομίζω σε καμία βδομάδα. Και τότε θα διώξουμε τον εχθρό από τη Μόσχα.
- Νομίζετε ότι θα τους διώξουμε ;
- Εσείς ;
Κάτι στο πρόσωπο της μου θύμισε τη γυναίκα στον πίνακα ζωγραφικής του Τοίντζε.
- Οπωσδήποτε θα τους διώξουμε. Μην νομίσετε ότι τα παραλέω, αλλά η παρέλαση στην Κόκκινη Πλατεία ήταν ήδη η αρχή της προέλασης προς τη νίκη.Έτσι πιστεύω.
- Όλοι το πιστεύουν, - εγώ.
Σηκώθηκε, σχεδόν αναμετρώντας το ανάστημά της με το δικό μου.
- Όχι έτσι. Πρέπει να το πιστεύουμε με ειδικό τρόπο. Με τη λογική μας. Με την καρδιά μας. Με όλη μας την ύπαρξη. Μ κάθε μας νεύρο. Ναι, σαν να το βλέπουμε. Σαν να βλέπουμε μέσα απ' το χρόνο. Να πούμε μέσα μας: έτσι θα γίνει.
- Πώς δηλαδή; - ρώτησα εγώ.
- Εγώ βλέπω έναν μεγάλο χορό, - είπε αυτή με ονειροπαρμένο ύφος. -- Τον πιο ευτυχισμένο χορό στη ζωή της γενιάς μας. Μια εκπληκτική, ασυνήθιστη μουσική, μια θάλασσα από φωτιές
--------------------------------------------------------------------------------------------------------
. Όχι, όχι Μανεξ είναι φυλακή. Πότε στην επανάσταση δίνατε τέτοιους χορούς ; Τόσο εντυπωσιακούς με τόσες φωνές ;
- Στο πανεπιστήμιο της Αικατερίνης ; Θυμήθηκα κάτι που είχα διαβάσει.
- Τώρα εκεί είναι το κεντρικό σπίτι του κόκκινου στρατού ή μήπως στο ευγενικό κτίριο.
- «Που εκεί στο ευγενικό σπίτι; »
« Το σημερινό σπίτι του συνδέσμου κάτι σαν το κτίριο όπου προτού την επανάσταση η αίθουσα χρησίμευε για τους πιο μεγάλους χορούς της χώρας της Ρωσίας. Ο πατέρας μου όταν ήταν φοιτητής είχε πάει σ’ ένα τέτοιο χορό, την πρόσκληση, του την είχε δώσει ένας ευγενής « Μόνο να φανταστείς, έλεγε ο πατέρας, ένα δάπεδο σαν καθρέφτης και στη μέση να υπάρχουν άσπρες κολόνες, χιλιάδες αναμμένα κεριά, η ορχήστρα να παίζει πιάνο, χορεύουν ζευγάρια. Οι γυναίκες ήταν ντυμένες στα άσπρα και τα ροζ και οι άντρες ντυμένοι στα μαύρα με άσπρα γάντια και χλαίνες ριγμένες στους ώμους ».
- Τι είναι κάπα ; ρώτησε αυτή.
- Η κάπα του στρατιωτικού και έριξα μια ματιά στο βιβλίο του Ασεέφ που κρατούσε στα χέρια της και απάντησα. - Ριγμένη στους ώμους η κάπα και η νύχτα βαθιά. Φαίνεται της άρεσε αυτό το παράδειγμα, σκέφτηκε αυτός, και τα μάτια της έλαμψαν.
- Και εμείς θα χορέψουμε σ’ ένα παρόμοιο χορό. Όμως και στο δικό μας χορό θα νοικιάσουμε την ίδια μεγάλη αίθουσα.
- Τώρα τι είναι εκεί; ρωτά αυτή.
- Τίποτα. Τα κρεβάτια των φαντάρων μόνο. Εγώ πάω τώρα, μόνο στο νοσοκομείο για να μου αλλάζουνε τις γάζες αλλά κοιμάμαι στο σπίτι του συνδέσμου.
- Τώρα φανταστείτε να λάμπει όλη η αίθουσα, παντού να υπάρχουν φώτα και να παίζει η καλύτερη ορχήστρα στης Μόσχας. Και εκεί πολλά ζευγάρια να χορεύουν, σαν να το βλέπω μπροστά μου. Αν θέλετε μπορεί να το φανταστείτε και εσείς.
Δεν πρόλαβα να της απαντήσω καθώς τα μεγάφωνα ενημέρωναν τον κόσμο « Πολίτες ! Ο κίνδυνος από τον αέρα τελείωσε ». Οι άτρωτοι που στο καταφύγιο εξαφανίστηκαν, όλοι βιαζόντουσαν να πάνε κάπου.
- Στο φως, στον καθαρό αέρα, στον καθαρό ουρανό.
Εγώ πρόλαβα να πιάσω το μανίκι της κοπέλας ¼
- Πως σας λένε, που μένετε ; αυτή ξαφνιάστηκε.
- Το που μένω δεν χρειάζεται. Έτσι κι αλλιώς δεν θα ιδωθούμε. Εσείς θα φύγετε στην πρώτη γραμμή και γράμματα να γράφουμε δεν έχει καμία σημασία. Το όνομα μου είναι Ρήμμα.
Ρήμμα αλλά με δυο μ. Υπάρχουν άγιοι με το όνομα Ρήμμα.
Ρήμμα όμως καλύτερα ένα ένα μ. Ρήμα, έτσι είναι συνηθισμένο.
- Δεν θα ιδωθούμε, είπε αυτή. Εμείς όμως συναντηθήκαμε.
- Όμως γι’ αυτό θα τα πούμε μετά, είπε αυτός.
Εκείνη την ώρα γύρισα στο κρύο δωμάτιο με την υγρασία στους τοίχους και με μια λάμπα που δε φώτιζε καλά. Ο υπεύθυνος είχε αφήσει στο τραπέζι ένα σημείωμα « Δεν θα έρθω να κοιμηθώ γιατί έχω τώρα πολύ δουλειά, Τορντεέφ ».
Άρχισε να νυχτώνει και δεν ήθελα να βγω. Φυσούσε ένα κρύο αεράκι και έριχνε ψιλό κρύο χιόνι. Δεν είχα τι να κάνω ούτε βιβλία να διαβάσω, εκτός από τον κανονισμό των φαντάρων, ο φίλος μου δεν είχε τίποτα άλλο. Περπατούσα από τη μια άκρη του δωματίου στην άλλη και θυμόμουνα τη κοπέλα που κρατούσε στα χέρια της το βιβλίο με ποιήματα του Ασεέφ, την ωραία συζήτηση που είχα μαζί της και βγήκα από το δωμάτιο. Σε όλη τη διαδρομή προς τη μεγάλη αίθουσα συνήθως υπάρχει πολύς κόσμος αλλά αυτή την ώρα ήταν άδεια. Κανένας δεν περπατούσε, κανένας δεν κάπνιζε, δεν υπήρχαν άνθρωποι που να μιλάνε μεταξύ τους καθώς σε κάθε αίθουσα υπήρχαν κρεβάτια όπου κοιμόντουσαν φαντάροι.
- Μήπως τους έχουν διώξει από εκεί ; σκέφτηκα εγώ και δεν ήξερα τι να κάνω. Έτσι άνοιξα μια πόρτα από τη μεγάλη αίθουσα. Συνήθως εκεί άναβε λίγο φως από το νυχτοφύλακα, την αίθουσα την έβλεπες πάλι από τη μια άκρη ως την άλλη σαν να στεκόμουνα σε μια μαύρη σπηλιά που ένιωθα σαν φιγούρα που χανόταν σαν να την έτρωγε το σκοτάδι. Έκανα 2,3 βήματα χωρίς να σκοντάψω και να ακουμπήσω τίποτα. Σαν τα πόδια μου γλιστρούσαν εύκολα σαν να ήταν το δάπεδο καθαρό στο χειμωνιάτικο κάστρο, πήγαινα από τι κύρια είσοδο ανάμεσα από τα κρεβάτια στην ορχήστρα. Τότε γύρισα στα πλάγια και πήγαινα ζικ ζακ αλλά και πάλι δε συνάντησα κανένα εμπόδιο ακόμα και τις καρέκλες και τους σκουπιδοτενεκέδες που μπορούσα να χτυπήσω με τα πόδια μου.
Αναρωτιέμαι γιατί εξαφανίστηκαν τα κρεβάτια, γιατί γλιστράει το πάτωμα και πόσο εύκολα αναπνέεις τη νύχτα. Ξαφνικά άρχισα να ζεσταίνομαι, όχι από νευρικότητα αλλά από μια ζέστη που η αίθουσα όπως θερμαινόταν πριν τον πόλεμο. Γύρισα προς τις πόρτες όπου υπήρχε λίγο φως και πέταξα από πάνω μου τη χλαίνη ίσια στον τοίχο, στο πάτωμα. Ξαφνικά μπήκα και πάλι στο σκοτάδι και με τα χέρια μου έπιανα την κάθε κολόνα. Ανάμεσα στις κολόνες ανακάλυψα μερικά κρύα τραπέζι. Φαίνεται πως την αίθουσα την ετοίμαζαν για κάποιο χορό. Επιτέλους είχα φτάσει στην ορχήστρα. Δεν φάνηκε πως δεν είναι άδεια και μες τη νύχτα άκουγα γνωστές φωνές αλλά από μακριά. Σαν να ετοιμαζόταν να παίξει η ορχήστρα.
Δεν θυμόμουν πόσο στεκόμουν. Το μόνο που θυμάμαι είναι τι απλή μουσική που άκουγα στο μυαλό μου. Εγώ, σαν άνθρωπος δεν καταλαβαίνω από μουσική αλλά αυτή νόμιζες ότι ερχόταν από το μυαλό μου. Ξαφνικά άναψαν τα φώτα και χωρίς να καταλάβω το πώς άρχισε να παίζει η ορχήστρα. Αναπάντεχα, άνοιξαν οι πόρτες και άρχισαν να μπαίνουν άνθρωποι, καθαρά και ωραία ντυμένοι, όπως γέμιζε η αίθουσα κόσμο πριν γίνει ο πόλεμος. Οι περισσότεροι άντρες ήταν ντυμένοι με τα στρατιωτικά ρούχα, καθαρά και σιδερωμένα, όπως όταν είχαμε ειρήνη. Και οι κοπέλες ήταν με τα άσπρα, σαν νύφες. Έρχονταν, προς τα πάνω μου και δεν με έβλεπαν και όταν πήγαινα στην άκρη για να τους αφήσω να περάσουν, περνούσαν από δίπλα μου χωρίς να με βλέπουν.
Φυσικά, δεν με πρόσεχαν, για τι ήμουν ντυμένος με παλιά χλαίνη σαν σκιάχτρο. Κανένας δεν με ακούμπησε, ούτε με το μικτό του δαχτυλάκι, σαν να στεκόμουν εκεί σαν άσπρη κολόνα.
Ξαφνικά, ήρθα στα λογικά μου. Τσίμπησα το χέρι μου, όνειρο ; Όχι, δεν είναι όνειρο. Ασυνήθιστα έσπρωξα κάποιους από τους ανθρώπους.
Φάντασμα ; Όχι, δεν είναι φάντασμα. Έκλεισα και άνοιξα τα μάτια μου. Τίποτα δεν άλλαξε. Παρατηρώντας τους ανθρώπους, διέκρινα ότι ήταν άνθρωποι της δικής μου γενιάς που έφυγαν για τον πόλεμο.
- Που δεν πρόλαβαν να αγαπήσουν, να καπνίσουν το τελευταίο τσιγάρο. Από το πανεπιστήμιο, το βραδινό σχολείο και τη δουλειά στο εργοστάσιο. Κανένας ηλικιωμένος και ένα παραπάνω γέρος.
Πήγαιναν στο χορό όσοι βρίσκονταν στο μέτωπο και οι κοπέλες που τους περίμεναν να γυρίσουν. Δεν έγραφε « Περίμενε με » αλλά έβλεπα τα πρόσωπα τους να περιμένουν τους αγαπημένους. Στα τραπέζια από μάρμαρα έπιναν σαμπάνια, η ορχήστρα έπαιζε δυνατά και όλοι χόρευαν βαλς ¼ Εγώ ήξερα ότι θα είναι έτσι ¼
Ότι θα σε συναντούσα στο χορό. Εγώ κατάλαβα ότι έβλεπα το μέλλον. Έτσι όπως το έβλεπε η Ρήμα. Αυτή μου άνοιξε ένα παράθυρο στο μέλλον. Κοίταξα τριγύρω μου, είπα ότι θα τη βρω εδώ και τη βρήκα. Στεκότανε στη διπλανή κολόνα και αυτή ντυμένη σαν σκιάχτρο. Πήρα από το διπλανό τραπέζι ένα μπουκάλι σαμπάνια, δυο ποτήρια και πήγα δειλά δειλά δίπλα της. Της πρόσφερα το ποτήρι με τη σαμπάνια. Στα μάτια της είδα το φόβο.
- Είδατε; Εγώ σαν έλεγα ότι έτσι θα γίνει. Ήπια το ποτήρι με τη σαμπάνια και χαμογέλασα.
- Η σαμπάνια είναι αληθινή.
- Όλα είναι αληθινά, απάντησε αυτή.
- Φυσικά, έτσι τους είδα εγώ.
- Γι’ αυτό όλες οι κοπέλες μοιάζουν σε σένα.
- Και οι άνδρες σε σένα.



Μετάφραση: Βίτσεβα Γεωργία

Τάνκα

Η Τάνκα κρύωσε και ξύπνησε.

Ελευθερώνοντας το χέρι από το παπλωματάκι στο οποίο ήταν τυλιγμένη τη νύχτα, τεντώθηκε, πήρε βαθιά αναπνοή και ξανακουκουλώθηκε. Αλλά παρόλ’ αυτά έκανε κρύο. Κύλησε προς τον πυρήνα της σόμπας[1] και έσφιξε το Βάσκα. Εκείνος άνοιξε τα μάτια και κοίταξε τόσο φωτεινά, όπως κοιτάζουν τα υγιή παιδιά μετά τον ύπνο. Μετά γύρισε πλευρά και ησύχασε. Η Τάνκα επίσης άρχισε να αποκοιμιέται. Στην καλύβα χτύπησε η πόρτα. Η μητέρα, κάνοντας θόρυβο, έφερε ένα δεμάτι άχυρα από το στάβλο.

-Κάνει κρύο θείτσα;, ρώτησε ο οδοιπόρος ξαπλωμένος στο στάβλο.

-Όχι, απάντησε η Μαρία. Έχει ομίχλη. Τα σκυλιά είναι νωχελικά. Μάλλον έρχεται θύελλα.

Έψαχνε τα σπίρτα και έκανε θόρυβο με τη μασιά της σόμπας. Ο οδοιπόρος κατέβασε τα πόδια, χασμουρήθηκε και ξεκίνησε να φοράει τα παπούτσια του. Απ’ το παράθυρο μπήκε το κρύο γαλαζωπό φως του πρωινού. Κάτω απ’ το παγκάκι έκανε θόρυβο η πάπια, ξυπνώντας μ’ ένα θόρυβο σα φίδι.

Το μοσχαράκι σηκώθηκε στα αδύναμα ποδαράκια του κρατώντας τα σε απόσταση, τέντωσε την πυρά του και μουκάνισε τόσο χαζά και με διακοπές, που ο οδοιπόρος άρχισε να γελάει και είπε:

-Ορφανούλα, την αγελάδα την πουλήσατε;

-Την πουλήσαμε.

-Άλογο δεν υπάρχει;

-Το πουλήσαμε.

Η Τάνκα γούρλωσε τα μάτια.

Η πώληση του αλόγου της είχε εντυπωθεί ιδιαίτερα στη μνήμη «όταν βγάζαμε τις πατάτες», μια μέρα που φυσούσε, η μητέρα ήταν στο χωράφι, έκλαιγε κι έλεγε ότι «δεν της κατέβαινε μπουκιά». Και η Τάνκα την κοιτούσε συνεχώς στο λαιμό, μην καταλαβαίνοντας που βρισκόταν η μπουκιά.

Μετά, με ένα μεγάλο, γερό κάρο, με ψηλό το μπροστινό του μέρος, έφτασαν οι «αντίχριστοι» και οι δυο τους έμοιαζαν ο ένας στον άλλο, μαύροι, βρώμικοι και ζωσμένοι με μαστίγια. Πίσω τους ερχόταν ακόμη ένας πιο μαύρος με ένα ξύλο στο χέρι. Εγώ φώναζα κάτι δυνατά και λίγο αργότερα έβγαλα από την αυλή τα άλογα. Έτρεξα μαζί της εκεί που βγάζουν τα άλογα. Πίσω απ’ αυτούς έτρεχε ο πατέρας και η Τάνκα σκεφτόταν ότι αυτός κυνηγάει να του πάρει το άλογο. Ο πατέρας τους έφτασε και επέστρεψε στην αυλή. Η μητέρα στεκόταν στο κατώφλι της ίζμπας και φώναζε. Κοιτώντας την, άρχισε να φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε ο Βάσκα. Μετά ο «μαύρος» έβγαλε ξανά το άλογο απ’ την αυλή, το έπεσε στο κάρο και γρήγορα γρήγορα πήγε στο βουνό. Και ο πατέρας δεν τον κυνηγούσε πια.

Οι «αντίχριστοι» , έμποροι αλόγων, είχαν στ’ αλήθεια τρομακτική εμφάνιση, ειδικά ο τελευταίος, ο Ταλντίκιν. Αυτός ήρθε αργότερα, ενώ πριν απ’ αυτόν, οι δύο πρώτοι, προσπαθούσαν μόνο να κατεβάσουν την τιμή. Αυτοί βασάνιζαν ασταμάτητα το άλογο, χτυπούσαν τη μούρη του με ξύλα.

-Άντε, φώναζε ο ένας, κοίτα εδώ και για το Θεό πάρε τα λεφτά.

-Δε τα θέλω, κράτα τα, δεν μπορώ να πάρω μισά λεφτά, απάντησε αρνούμενος ο Κορνέυ.

-Και πώς είναι μισά λεφτά αν για παράδειγμα η φοραδίτσα έχει πιο μεγάλη ηλικία απ’ ότι εμείς οι δύο μαζί; Προς Θεού!

-Πόσο άδικα συζητάμε, αρνιόταν αφηρημένος ο Κορνέυ.

Τότε ήρθε ο Ταλντίκιν, πολύ γεροδεμένος, χοντρός, έμπορος με φυσιογνωμία κουταβιού: τα λαμπερά, κακά, μαύρα μάτια του, το σχήμα της μύτης του και των ζυγωματικών του, όλα επάνω του παρέπεμπαν σε κουτάβι.

-Τι γίνεται εδώ;, είπε αυτός μπαίνοντας και χαμογελώντας, αν μπορεί να ονομάσει κανείς χαμόγελο το φούσκωμα των ρουθουνιών.

Πλησίασε το άλογο, σταμάτησε και για πολλή ώρα σώπαινε κοιτώντας το αδιάφορα. Μετά γύρισε και είπε στους συντρόφους του: «Άντε σταματήστε, είναι ώρα να φύγουμε. Εγώ θα περιμένω εκεί που τρέχουν τα άλογα». Και πήγε στην πύλη.

Ο Κορνέυ φώναξε αναποφάσιστα : «Ούτε καν κοίταξες το άλογο».

Ο Ταλντίκιν σταμάτησε.

-Δεν αξίζει και μεγαλύτερη προσοχή.

-Άντε περίμενε να τα βρούμε.

Ο Ταλντίκιν πλησίασε και παρίστανε το βαριεστημένο.

-Άντε πες.

Χτύπησε ξαφνικά το άλογο στην κοιλιά του, το τράβηξε από την ουρά και το άγγιξε στη ράχη. Μύρισε το χέρι του και απομακρύνθηκε.

-Χάλια;, ρώτησε ο Κορνέυ προσπαθώντας να κάνει πλάκα.

Ο Ταλντίκιν γέλασε κυνικά. «Είναι πολύχρονη;»

-Το άλογο δεν είναι γέρικο.

-Ωραία. Δηλαδή εννοείς ότι είναι νέο άλογο;

Ο Κορνέυ αισθάνθηκε άβολα.

Ο Ταλντίκιν έδωσε στα γρήγορα μια μπουνιά στην άκρη του στόματος του αλόγου, έριξε μια ματιά στα δόντια του και σκουπίζοντας το χέρι του, ρώτησε ειρωνικά και βιαστικά: «Δηλαδή δεν είναι γέρικο; Ο παππούς σου δεν πήγε να στεφανωθεί μ’ αυτό; Άντε κάτι θα κάνουμε. Πάρε 11 κίτρινα.»

Και χωρίς να περιμένει απάντηση απ’ τον Κορνέυ, έβγαλε τα λεφτά και πήρε το άλογο από το περιλαίμιο.

-Κάνε το σταυρό σου και βγάλε τη βότκα.

-Τι λες; Τι λες;, προσβλήθηκε ο Κορνέυ. Στο Θεό σου άνθρωπε μου.

-Τι;, φώναξε θυμωμένα ο Ταλντίκιν. Έχασες το μυαλό σου; Δε θέλεις λεφτά; Πάρε, πάρε σου λένε, όσο υπάρχει ένας βλάκας που σου δίνει!

-Λεφτά είν’ αυτά;

-Είναι απ’ αυτά που δεν έχεις.

-Όχι καλύτερα, δε χρειάζεται.

-Άντε μετά από κάποιο καιρό με πιο λίγα θα το δώσεις, αναγκαστικά κιόλας, πίστεψε με.

Ο Κορνέυ απομακρύνθηκε, πήρε το τσεκούρι και με ύφος, έβαλε το μαξιλάρι κάτω από το κάρο.

Μετά δοκιμάσανε το άλογο на выгоне. Και όσο και να προσπαθούσε ο Κορνέυ, όσο και να μη συγκρατιόταν , δεν μπορούσε να κερδίσει αυτό που ήθελε.

Όταν ήρθε ο Οκτώβριος, στο μελανιασμένο από το κρύο αέρα, έπεφταν χοντρές νιφάδες σκεπάζοντας το выгон, την αυλή και το κατώφλι της ίζμπας και η Τάνκα κάθε μέρα απορούσε με τη μητέρα.

Συνέβαινε ότι με το που ξεκινούσε ο χειμώνας, για όλα τα παιδάκια αρχίζανε αληθινά βάσανα. Από τη μια πλευρά, επειδή ήθελαν να δραπετεύσουν από την ίζμπα, να τρέξουν στο χιόνι που τους έφτανε μέχρι τη μέση, διασχίζοντας το λιβάδι και πατινάροντας δίχως πέδιλα στον πρώτο μπλε πάγο πάνω στο ποτάμι, χτυπώντας το με ξύλα και ακούγοντας του ήχους που βγάζει. Από την άλλη πλευρά, να δραπετεύσουν από τις φωνές της μητέρας.

-Για πού το ‘βαλες; Κάνει παγωνιά, κρύο κι αυτή κάνει τα δικά της! Να τρέξει με τα’ αγόρια στο ποτάμι. Ανέβα αμέσως στη σόμπα, άντε μη σε δείρω διαβολάκι!

Συχνά, αναγκάζονταν με λύπη να αρκεστούν πάνω στη σόμπα με ένα φλιτζάνι βραστές, σκαστές, αχνιστές πατάτες και ένα κομμάτι ψωμί αλατισμένο, που μύριζε καπνό. Τώρα όμως η μητέρα καθόλου δεν έδινε ούτε ψωμί ούτε πατάτες το πρωί και στην παράκληση της απαντούσε: «Έλα να σε ντύσω και πήγαινε στο ποτάμι παιδάκι μου.»

Τον προηγούμενο χειμώνα η Τάνκα και ακόμη και ο Βάσκα πήγαιναν για ύπνο πολύ αργά και μπορούσαν να χορτάσουν ήρεμα τη ζεστασιά της σόμπας μέχρι τα μεσάνυχτα. Στην καλύβα είχε έναν πυκνό, υγρό αέρα, στο τραπέζι έκαιγε η λαμπίτσα χωρίς γκάζι και ο σκούρος καπνός απ’ το τρεμάμενο φυτίλι, έφτανε μέχρι το ταβάνι. Δίπλα στο τραπέζι καθόταν ο πατέρας και έραβε κοντογούνια. Η μητέρα διόρθωνε πουκάμισα και έπλεκε γάντια. Το σκυμμένο πρόσωπο της ήταν πολύ φιλικό και γαλήνιο εκείνον τον καιρό. Με σιγανή φωνή τραγουδούσε παλιά τραγούδια που είχε ακούσει ως κοπέλα και η Τάνκα ακούγοντας τα, συχνά ήθελε να κλάψει. Στη σκοτεινή καλύβα, τη σκεπασμένη από τις χιονοθύελλες, η Μαρία θυμόταν τα νιάτα της, αναπολούσε τις καυτές μέρες που μάζευαν τα άχυρα και τις δύσεις, όταν βρισκόταν με πλήθος κοριτσιών στους χωραφένιους δρόμους και τραγουδούσαν δυνατά τραγούδια, ενώ πίσω από τη σίκαλη έδυε ο ήλιος και η χρυσή του σκόνη χυνόταν σε κάθε μισοσβησμένη σκιά των σταχυών. Τραγουδώντας, έλεγε στην κόρη της ότι κι αυτή θα έχει τέτοιες δύσεις, θα έχει όλα όσα περνούν τόσο σύντομα και για πολύ καιρό θα αντικατασταθούν από την πίκρα της ζωής στο χωριό και την έγνοια.

Όταν όμως η μητέρα ετοίμαζε βραδινό, η Τάνκα, φορώντας το μακρύ της νυχτικό κατέβαινε από τη σόμπα και συχνά, με ξυπόλητα ποδαράκια, έτρεχε στο σταύλο, μετά στο τραπέζι. Εκεί, σα μικρό ζωάκι, καθόταν οκλαδόν και ψάρευε με γρήγορες κινήσεις το λίπος στο φτωχικό φαγητό και μετά τσιμπούσε αγγουράκια και πατάτες. Ο χοντρός Βάσκα έτρωγε αργά γουρλώνοντας τα μάτια του, προσπαθώντας να βάλει στο στόμα το μεγάλο κουτάλι. Μετά το δείπνο, αυτή με γεμάτη κοιλιά και εξίσου γρήγορα έτρεχε στη σόμπα και μάλωνε με το Βάσκα για μια θέση και όταν η κρύα νύχτα έμπαινε από τα σκοτεινά παράθυρα, η Τάνκα αποκοιμιόταν σε έναν γλυκό ύπνο με τη συνοδεία της ψιθυριστής προσευχής της μητέρας της: « …………………………….».

Τώρα η μητέρα τους έβαζε νωρίς για ύπνο, έλεγε ότι δεν έχουνε τι να φάνε για βραδινό και τους απειλούσε να τους «βγάλει τα μάτια», να «τα δώσει στους τυφλούς», αν η Τάνκα δεν κοιμόταν. Έκλαιγε συχνά η Τάνκα και ζητούσε τουλάχιστον ένα λαχανάκι, ενώ ο ήσυχος και είρων Βάσκα, ξάπλωνε, ανέβαζε ψηλά τα πόδια και μάλωνε τη μητέρα: «Να, όλο λες ότι θα έρθει ο κακός ο μάγος – έλεγε αυτός σοβαρά- όλο κοιμήσου και κοιμήσου!. Άσε να περιμένουμε τον μπαμπά.»

Ο πατέρας έλειπε εδώ και καιρό, είχε έρθει στο σπίτι μόνο μια φορά και έλεγε ότι παντού υπάρχει «δυστυχία» - τα γουνάκια που έραβε δεν είχαν ζήτηση, οι πιο πολλοί πέθαιναν – και μπορούσε να κάνει μόνο διορθώματα στους πλούσιους αστούς. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη τη φορά έφαγαν αλμυρό ψάρι, να σκεφτείς «ένα μεγάααλο κομμάτι» αλμυρής πέρκας, το οποίο έφερε ο πατέρας σε ένα πανί. « Ήμουν σε μια βάφτιση, λέει, πριν τρεις μέρες και το φύλαξα για σας παιδιά...». Όμως όταν ο πατέρας έφυγε, σχεδόν τίποτα δεν είχαμε να φάνε.

Ο οδοιπόρος έβαλε τα παπούτσια του, πλύθηκε κι έκανε το σταυρό του. Η μεγάλη πλάτη του μέσα στο βρώμικο καφτάνι του, που έμοιαζε με ράσο, έμενε άκαμπτη, κυρτώνοντας μόνο στη μέση κάνοντας το σταυρό του με πλατιές κινήσεις. Μετά έξυσε το τρίγωνο μούσι του και ήπιε απ’ το μπουκαλάκι που έβγαλε από τον ταξιδιωτικό του σάκο. Αντί να τσιμπήσει κάτι, άρχισε να καπνίζει. Το πλυμένο του πρόσωπο ήταν φαρδύ, κίτρινο και γεμάτο, η μύτη του προς τα πάνω, τα μάτια του κοφτερά και απορημένα.

-Και τι θείτσα - λέει αυτός – άδικα καις το άχυρο, δεν έχεις φαγητό να βάλεις;

-Και τι να μαγειρέψω;, ρώτησε η Μαρία κοφτά.

-Πώς τι; Δεν μπορεί να μην υπάρχει τίποτα.

-Να, ο κακός ο μάγος,…., μουρμούρισε ο Βάσκα.

Η Μαρία κοίταξε προς τη σόμπα. « Ξύπνησες; ». Ο Βάσκα ανέπνεε ήρεμοςστον ύπνο του. Η Τάνκα μαζεύτηκε στο κρεβάτι.

-Κοιμούνται, είπε η Μαρία. Κάθισε και κατέβασε το κεφάλι.

Ο οδοιπόρος την κοιτούσε συνοφρυωμένος για ώρα και είπε: «Μη στενοχωριέσαι θείτσα». Η Μαρία σώπαινε.

-Μη, δε χρειάζεται, επανέλαβε ο οδοιπόρος. Ο Θεός θα δώσει μέρα, ο Θεός θα δώσει φαγητό. Εγώ αδερφέ, ούτε σκεπή, ούτε σπίτι. Περπατάω σε όχθες, σε λιβάδια, περνώ από σύνορα και θάμνους και κοιμάμαι όπου βρω. Και να, τι έγινε; Τι να κάνουμε; Εεεμ, δεν έχεις μείνει εσύ στο χιόνι κάτω από ένα θάμνο! Αυτό είναι…!

-Ούτε εσύ έχεις κοιμηθεί, απάντησε ξαφνικά και απότομα η Μαρία και τα μάτια της έλαμψαν, με τα παιδιά πεινασμένα, δεν έχεις ακούσει πώς φωνάζουν στον ύπνο τους από την πείνα! Να, τι θα τους δώσω τώρα όταν ξυπνήσουν; Όλες τις αυλές γύρισα μέχρι ξημέρωμα ζητώντας. Για το Θεό, ένα κομματάκι, μια μπουκιά βρήκα και γι’ αυτό ακόμη ευχαριστώ. Ο Κοζέλ μου έδωσε…ο ίδιος λέει, δεν είχε ούτε άχυρο να κάνει τα παπούτσια του… αλλά κρίμα για τα παιδιά τόσο εξαντλημένα που είναι…

Η φωνή της Μαρίας ήχησε ξανά.

-Να εγώ, συνέχισε αυτή μιλώντας όλο και πιο έντονα, τους διώχνω κάθε μέρα στο ποταμάκι… «Δώσε λαχανάκι, δώσε πατατούλα…», και τι να τους δώσω; Γι’ αυτό τους διώχνω. « Πηγαίνετε, τάχα, να παίξετε παιδιά, τρέξτε πάνω στον πάγο».

Η Μαρία έτοιμη να κλάψει σκούπισε αμέσως τα μάτια της με το μανίκι, έδιωξε με μια κλωτσιά το γατάκι («Δεν ψοφάς κι εσύ!») και άρχισε να μαζεύει νευρικά το άχυρο σε μια γωνία.

Η Τάνκα πάγωσε. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει. Ήθελε να κλάψει, να την ακούσουν όλοι, να τρέξει στη μητέρα και να την αγκαλιάσει. Αλλά ξαφνικά σκέφτηκε το άλλο. Σιγά σιγά, πηγαίνοντας στα τέσσερα στη γωνιά της σόμπας, κοιτώντας γρήγορα πίσω, έβαζε τα παπούτσια της, τύλιξε το κεφάλι με το μαντίλι, κατέβηκε απ’ τη σόμπα και γλίστρησε απ’ την πόρτα.

«Εγώ μόνη θα πάω στο ποταμάκι, δε θα ζητάω πατάτες κι αυτή δε θα φωνάζει», σκέφτηκε περνώντας από ένα χιονόλοφο και κατεβαίνοντας στο χωράφι. «Θα έρθω το βράδυ…»

Στο δρόμο από την πόλη γλιστρούσαν σταθερά, μια δεξιά μια αριστερά κυλούσαν, легкие козыркиб, ο меринок πήγαινε μέσα σ’ αυτά σα νωχελική αγριόγατα. Δίπλα στα έλκυθρα έτρεχε ελαφρά ο νέος χωριάτης, ντυμένος με καινούργιο κοντογουνάκι και με μπότες που απ’ το χιόνι είχαν γίνει σαν από ξύλο. Αυτός ήταν ο δούλος του αφέντη. Ο δρόμος ήταν γλιστερός κι αυτός κάθε λεπτό αναγκαζόταν βλέποντας τα επικίνδυνα σημεία, να πηδάει σε άλλο σημείο, να τρέχει λίγο και μετά να προλαβαίνει να φρενάρει με το σώμα του τα έλκηθρα στην κατηφόρα και να ξαναπηδάει στο πλάι στη θέση του οδηγού.

Στο έλκυθρο καθόταν ένας ψαρομάλλης γέρος με πυκνά φρύδια. Ο αφέντης Πάβελ Αντόνιτς. Ήδη για περίπου 4 ώρες κοιτούσε το ζεστό, θολό αέρατης χειμωνιάτικης μέρας, τα κλαδιά και την πάχνη τους.

Εδώ και καιρό ταξίδευε σ’ αυτούς τους δρόμους… Μετά την Κριμαϊκή εκστρατεία, χάνοντας στα χαρτιά όλη σχεδόν την περιουσία του, ο Πάβελ Αντόνιτς εγκαταστάθηκε στο χωριό για πάντα και έγινε ο πιο καλός νοικοκύρης. Αλλά στο χωριό δεν ήταν τυχερός… Πέθανε η γυναίκα του… Μετά αναγκάστηκε να ελευθερώσει τους δουλοπάροικους… Μετά ξεπροβόδισε το γιο του φοιτητή στη Σιβηρία… Και ο Πάβελ Αντόνιτς κλείστηκε στον εαυτό του και αποτραβήχτηκε στη μοναξιά του, στο «φτωχό» του νοικοκυριό και λέγανε ότι σε όλην την περιοχή, δεν υπάρχει πιο τσιγκούνης και πιο αγέλαστος άνθρωπος. Και σήμερα ήταν ιδιαίτερα αγέλαστος.

Έκανε πολύ κρύο και μακριά, πίσω απ’ τα χιονισμένα χωράφια στη Δύση, διαπερνώντας θολά τα σύννεφα με το φως της, κιτρίνιζε η αυγή.

-Άντε γρήγορα Ιγκόρ, είπε ο Πάβελ Αντόνιτς για τα άλογα κοφτά.

Ο Ιγκόρ τράβηξε τα γκέμια. Έχασε το καμτσίκι του και στραβοκοιτούσε πίσω. Νιώθοντας άβολα είπε:

-Τι θα μας δώσει ο Θεός την άνοιξη στον κήπο, τα μπουμπούκια μου φαίνονται όλα απείραχτα, ούτε ένα δεν άγγιξε ο πάγος.

-Πειράχτηκαν, αλλά όχι απ’ τον πάγο, είπε κοφτά ο Πάβελ Αντόνιτς σηκώνοντας τα φρύδια.

-Και πώς;

-Αφού είναι φαγωμένα.

-Λαγοί; Πραγματικά αν είναι έτσι, να τους καταπιεί η γη αν έτρωγαν κάπου κάπου.

-Όχι οι λαγοί.

Ο Ιγκόρ κοίταξε πίσω φοβισμένα.

- Και τότε ποιος;

-Εγώ τα έφαγα.

Ο Ιγκόρ κοίταξε απορημένος τον αφέντη.

-Εγώ τα έφαγα, επανέλαβε ο Πάβελ Αντόνιτς. Αν διέταζα εσένα το βλάκα να τα τυλίξεις

όπως πρέπει και να τα ραντίσεις, θα ήταν απείραχτα. Έτσι λοιπόν, εγώ φταίω.

Ο Ιγκόρ χαμογελούσε αμήχανα.

-Τι χαζογελάς; Άντε πιο γρήγορα με τα άλογα!

Ο Ιγκόρ ψάχνοντας τη θέση του στο άχυρο μουρμούρισε:

-Νομίζω ότι έπεσε το μαστίγιο, αχ το μαστίγιο…

-Αα, το μαστίγιο ε;, ρώτησε αυστηρά ο Πάβελ Αντόνιτς.

-Έσπασε…

Και ο Ιγκόρ κατακόκκινος έβγαλε το μαστίγιο σπασμένο στα δύο. Ο Πάβελ Αντόνιτς

πήρε τα δύο ξύλα, κοίταξε και τα έδωσε στον Ιγκόρ.

-Να, πάρε τα δύο και δώσε μου το ένα. Αλλά το μαστίγιο εκείνο αδερφέ, είναι από δέρμα.

Θα γυρίσεις πίσω να το βρεις.

-Ναι, αυτό μπορεί…δίπλα στην πόλη…

-Ακόμη καλύτερα, στην πόλη θα αγοράσεις…Πήγαινε. Θα γυρίσεις με τα πόδια. Θα φτάσω

μόνος μου.

Ο Ιγκόρ ήξερε καλά τον Πάβελ Αντόνιτς. Κατέβηκε από τη θέση του και πήγε προς τα

πίσω.

Χάρη σ’ αυτό, η Τάνκα διανυκτέρευσε στο σπίτι του αφέντη. Στο γραφείο του Πάβελ

Αντόνιτς βρισκόταν ένα τραπέζι δίπλα στο ντιβάνι και πάνω στο τραπέζι έβραζε τσάι.

Σ’ αυτό το ντιβάνι καθόταν η Τάνκα και ο Πάβελ Αντόνιτς και έπιναν τσάι με γάλα.

Η Τάνκα ίδρωσε, τα ματάκια της έλαμπαν σα φωτεινά αστεράκια, τα μεταξένια της

χρυσά μαλλάκια ήταν χτενισμένα στο πλάι και έμοιαζε με αγόρι. Καθισμένη ίσια, έπινε τσάι

με κοφτές γουλιές και φυσούσε στο πιατάκι. Ο Πάβελ Αντόνιτς έτρωγε μπισκοτάκια και η

Τάνκα παρατηρούσε στα κρυφά πώς ανεβοκατέβαιναν τα φρύδια του, το κίτρινο απ’ τα

τσιγάρα μουστάκι του και οι μασέλες που έφταναν μέχρι τα ζυγωματικά του.

Αν ήταν ο Πάβελ Αντόνιτς με τον υπηρέτη του αυτό δε θα γινόταν, αλλά αυτός είχε

διασχίσει μόνος του το χωριό. Στο βουνό κυλιόντουσαν τα αγοράκια. Η Τάνκα στεκόταν

στην άκρη, βάζοντας το μελανιασμένο χέρι της στο στόμα για να το ζεστάνει. Ο Πάβελ

Αντόνιτς σταμάτησε.

-Ποιανού είσαι;, τη ρώτησε.

-Του Κορνέυ, απάντησε η Τάνκα. Απάντησε και άρχισε να τρέχει.

-Περίμενε, περίμενε, φώναξε ο Πάβελ Αντόνιτς. Έχω δει τον πατέρα σου, σου έφερα κάτι

νόστιμο απ’ αυτόν.

Η Τάνκα σταμάτησε.

Με τρυφερό χαμόγελο και με την υπόσχεση για βόλτα με το έλκηθρο, ο Πάβελ Αντόνιτς

την κατάφερε να μπει στο έλκηθρο και την πήρε μαζί του. Στο δρόμο, η Τάνκα είχε

παγώσει. Καθόταν στα γόνατα του Πάβελ Αντόνιτς. Με το αριστερό του χέρι αυτός την

κρατούσε μαζί με τη γουνίτσα. Η Τάνκα καθόταν ακίνητη, αλλά δίπλα στην πύλη του

κτήματος, γλίστρησε ξαφνικά από τη γούνα, σα να έμεινε γυμνή και κρεμάστηκαν τα πόδια

της έξω απ’ το έλκηθρο. Ο Πάβελ Αντόνιτς πρόλαβε να την πιάσει από τις μασχάλες και

άρχισε να την πείθει πάλι. Ένιωθε όλο και πιο ζεστασιά στη γέρικη καρδιά του όταν τύλιγε

στη γούνα το κουρελιασμένο, πεινασμένο και παγωμένο παιδί. Μόνο ο Θεός ξέρει τι

σκεφτόταν, αλλά τα φρύδια του όλο και πιο γρήγορα ανεβοκατέβαιναν.

Στο σπίτι την ξενάγησε σε όλα τα δωμάτια, έβαζε να χτυπήσουν όλα τα ρολόγια γι’

αυτήν. Η Τάνκα ακούγοντας τα χαχάνιζε, μετά κοιτούσε καχύποπτα και ρωτούσε με

απορία, «από πού έρχονται αυτοί οι ήχοι». Ο Πάβελ Αντόνιτς την τάισε ξερά δαμάσκηνα.

Η Τάνκα στην αρχή δεν τα έπαιρνε. «Είναι πολύ μαύρα, μήπως πεθάνω;», και τότε της

έδωσε 5-6 κομματάκια ζάχαρης, η Τάνκα τα έκρυψε και είπε : «Στο Βάσκα δε θα δώσω, στη

μαμά θα δώσω όταν θα κλαίει».

Ο Πάβελ Αντόνιτς τη χτένισε και μάζεψε τα μαλλιά της με γαλάζια κορδέλα…Η Τάνκα

χαμογέλασε ήρεμα, τράβηξε την κορδέλα κάτω απ’ τις μασχάλες της και νόμιζε πως είναι

πολύ όμορφο. Σε όλες τις ερωτήσεις, απαντούσε πότε βιαστικά, πότε σώπαινε και

κουνούσε το κεφάλι.

Στο γραφείο είχε ζέστη. Στα μακρινά σκοτεινά δωμάτια ακουγόταν καθαρά το ρολόι

του τοίχου… Η Τάνκα άκουγε με προσοχή αλλά δεν μπορούσε πια να ελέγξει τον εαυτό της.

Μαζεύονταν στο κεφάλι της εκατοντάδες μπερδεμένες σκέψεις, αλλά αυτές ήδη

σκεπάζονταν απ’ την ομίχλη της νύστας της.

Ξαφνικά στον τοίχο, ακούστηκε αδύναμος ο ήχος της κιθάρας. Η Τάνκα άρχισε να

γελάει.

-Πάλι;, είπε αυτή, ανασηκώνοντας τα φρύδια σκεπτόμενη το ρολόι και την κιθάρα ως ένα

και το αυτό.

Το χαμόγελο φώτισε το άσπρο πρόσωπο του Πάβελ Αντόνιτς και για πολύ καιρό δεν

είχε φωτιστεί με τέτοια καλοσύνη, με τέτοια γέρικη-παιδική χαρά.

-Περίμενε, ψιθύρισε κατεβάζοντας την κιθάρα από τον τοίχο. Στην αρχή έπαιξε το

«Κατσούγκου», μετά το «Μαρς στη φυγή του Ναπολέοντα» και μετά πέρασε στο «перешел

На Зореньку».

……

……

Κοιτούσε τη νυσταγμένη Τάνκα και του φάνηκε ότι αυτή, η ήδη νέα, όμορφη

χωριάτισσα, τραγουδούσε μαζί του το τραγούδι: ….

«Χωριάτισσα καλλονή! Τι την περιμένει; Τι θα βγει με το παιδί που συνάντησε πρόσωπο με

πρόσωπο τον πεινασμένο θάνατο;»

Ο Πάβελ Αντόνιτς συνοφρυώθηκε πάλι, χτυπώντας δυνατά τις χορδές…

Να οι ανιψιές του στη Φλωρεντία… Η Τάνκα και η Φλωρεντία!…

Σηκώθηκε, φίλησε την Τάνκα σιγανά στο κεφάλι που μύριζε φτωχή ίζμπα. Περπάτησε

στο δωμάτιο ανεβοκατεβάζοντας τα φρύδια. Θυμήθηκε τα χωριουδάκια της γειτονιάς,

θυμήθηκε τους κατοίκους τους. Πόσα είναι αυτά τα χωριουδάκια και παντού

ταλαιπωρούνται από την πείνα!

Ο Πάβελ Αντόνιτς όλο και πιο γρήγορα περπατούσε στο γραφείο του, πατώντας

μαλακά στις παντόφλες του και πολύ συχνά σταματούσε μπροστά στο πορτρέτο του γιου

του…

Ενώ η Τάνκα έβλεπε στο όνειρο της τον κήπο, απ’ τον οποίο πήγαινε το βράδυ σπίτι.

Τα έλκηθρα έτρεχαν σιγά ανάμεσα στα δέντρα που ήταν σκεπασμένα με πούπουλα, σα

λευκή γούνα από χιόνι. Ανάμεσα τους μαζεύονταν και αναβόσβηναν φωτίτσες, γαλάζια και

πράσινα αστέρια. Γύρω γύρω στεκόντουσαν σαν άσπρες βιλλίτσες. Χιόνι έπεφτε στο πρόσωπο της και γαργαλούσε τα μάγουλα της, σαν κρύα πούπουλα. Έβλεπε στο όνειρο της

το Βάσκα, άκουγε το χτύπο του ρολογιού, άκουγε πώς η μητέρα της ούτε έκλαιγε ούτε τραγουδούσε στη σκοτεινή, γεμάτη καπνό καλύβα, τα παλιά τραγούδια.



[1] Σόμπα : ο χώρος πάνω από τη σόμπα που χρησιμοποιούταν για να θερμαίνει το χώρο και τοποθετούσαν και τα κρεβάτια τους για να ζεσταίνονται περισσότερο.

Μετάφραση:
Μαρία Πουρνάρη



Μεταξύ ανθρώπων

Αυτές οι ανθρώπινές σας σχέσεις-μου είπε ο Ανόσοφ-τόσο σύνθετες, γεμάτες αγωνία και αινιγματικές , που κάπου κάπου γεννιέται η σκέψη: μήπως πρόκειται για μοναξιά στην περίπτωση της προσιτής ευτυχίας..

Εν όψει αυτών, μιλήσαμε για το πολυσυζητημένο θέμα των ημερών, του Μακάροφ, που πυροβόλησε την γυναίκα του από ζήλια. Κατακρίνοντας τον, εξέφρασα την άποψη ότι οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πολύ απλές και ότι όποιος κατάλαβε τη διαύγεια και την απλότητά τους δεν πρόκειται ποτέ να γίνει βίαιος.

Πηγαίναμε με το τρένο από το Τβερ στο Νιζνιι. Η γνωριμία μας είχε γίνει τυχαία, στο κυλικείο του σταθμού. Ανυπομονούσα για το τι θα έλεγε μετά ο Ανόσοφ. Μόνο και μόνο η εμφάνιση αυτού του ανθρώπου αξίζει μια περιγραφή:με μακριά μεγάλη γενειάδα, πλατύ μέτωπο, σκοτεινά μεγάλα μάτια, ευθυτενή κορμοστασιά και ένα παντοτινό μειδίαμα, που φανέρωνε την έντονη προσοχή προς τον συνομιλητή, ο Ανόσοφ έδινε την εντύπωση ενός ανθρώπου ξεχωριστού, ή όπως λένε στην επαρχία ενός ανθρώπου που «σε ιντριγκάριζε». Πιθανόν να ήταν γύρω στα 50 με 55 χρονών αν και λόγω της ζωντάνιας στην επικοινωνία και της απουσίας γκρίζων μαλλιών φαινόταν μικρότερος.

-Ναι, συνέχισε αργά και χαμηλόφωνα, κοιτώντας απ’το παράθυρο και χαϊδεύοντας τη γενειάδα του με το μεγάλο άσπρο χέρι του που το στόλιζαν δαχτυλίδια.

-Δεν μπορεί ο καθένας να ζει με ανθρώπους, μεταξύ ανθρώπων και να ανταποκρίνεται στις κοινωνικές του υποχρεώσεις. Πρέπει να υπάρχει τεράστια δύναμη αντίστασης για να αντέξεις τον καταπιεστικό καταιγισμό ξένων συμφερόντων, ανησυχιών, ιδεών, βαθιών επιθυμιών, απαιτήσεων και καπρίτσιων, συνεχούς ψέματος, ζήλιας, ψεύτικης καλοσύνης, μικρότητας, επιδεικτικής γενναιοδωρίας ή-ακόμα χειρότερα-αυτάρεσκης γενναιοδωρίας. Θέλει επίσης τεράστια δύναμη αντίστασης για να υπομείνεις την τυχαία και αδικαιολόγητη έχθρα, ή αυτό που η ατέλεια της γλώσσας των ανθρώπων αποκαλεί «ενστικτώδη αντιπάθεια». Ο χείμαρρος των ξένων επιθυμιών θα προσπαθήσει να υποτάξει, να εξευτελίσει και να υποδουλώσει τον άνθρωπο. Είναι καλό, αν πρόκειται για άνθρωπο με κλειστά τα μάτια της ψυχής του, τύφλά όπως τα μάτια ενός αγάλματος. Αυτός λοιπόν, θα σταθεί γερά και ολοκληρωτικά σ’εκείνο. το μικρό βάθρο που του έδωσε η ζωή.---------------------------------------------------------------------------------------------- Βαζοντας τον μεταξύ του ίδιου και των ανθρώπων. Αυτό παγώνει την ψυχή. Όμως υπάρχουν άνθρωποι που διεισδύουν με τέτοια ακρίβεια στο άλογο των εγκλημάτων που διαπράττονται γύρω τους, ακόμη και αυτών που με την πρώτη ματιά φαντάζουν μηδαμινά, άνθρωποι με τόσο έντονη οδυνηρή την αίσθηση της πονηριάς της ζωής, που τους πρέπει προστασία. Κάτι τέτοιους ανθρώπους δεν τους αντιλαμβάνεσαι ούτε τους καταλαβαίνεις. Η πλειοψηφία τους χάνεται, είτε γίνεται πιο σκληρή είτε αποχωρεί.

-Ναι, αυτός είναι ο νόμος της ζωής, είπα, -και αυτή η μοίρα των αδυνάτων.

-Των αδυνάτων; Καμία σχέση, διαφώνησε ο Άνοσοφ. Ο πραγματικά αδύναμος άνθρωπος κλαίει και παραπονιέται γιατί τα νύχια μέσα του δεν είναι αρκετά γαμψά. Ευχαρίστως θα συμμετείχε στη γενική πάλη, αφού βλέπει τη ζωή με τα μάτια των άλλων. Αυτοί οι άνθρωποι όμως, στους οποίους αναφέρομαι-είναι άνθρωποι, αλίμονο- που έχουν γεννηθεί νωρίς στον κόσμο. Οι ανθρώπινες σχέσεις για αυτούς είναι πηγή ασταμάτητων βασάνων και η συνειδητοποίηση πως το κακό, όσο παράξενο και αν φαίνεται αυτό, είναι φυσικό φαινόμενο, ενδυναμώνει τα βάσανα στο έπακρο. Ίσως, 1000 χρόνια αργότερα, όταν η εφεύρεση αγγίξει τα όρια του πνεύματος και υπάρξει η δυνατότητα να ακούμε, να βλέπουμε και να αντιλαμβανόμαστε μόνο αυτό που είναι απαραίτητο και όχι αυτό που ο πρώτος άγνωστος άνθρωπος θα θελήσει να εισαγάγει στην συνείδηση μας με κάποια πρόταση ή πράξη, τέτοιοι άνθρωποι να ζουν ευκολότερα. Αυτό θα οφείλεται στο ότι οι άνθρωποι θα έχουν εδώ και καιρό αποφασίσει μέσα τους ότι η προσωπικότητα και η ψυχή του ανθρώπου δεν παραβιάζονται από το κακό. Εγώ διαφώνησα λίγο, υποστηρίζοντας πως το κακό είναι ένας όρος σχετικός, όπως και το καλό, όμως ενδόμυχα συμφωνούσα με τον Ανόσοφ, αν και όχι σε όλα, όπως για παράδειγμα στην πεποίθηση μου ότι τέτοιοι άνθρωποι δεν υπάρχουν.

Με άκουσε προσεκτικά κ είπε:

-Δεν είναι αυτή η ουσία. Ο άνθρωπος που υποστηρίζει το κακό πάντα θα πει πως το καλό είναι ένας όρος σχετικός, όμως ποτέ δεν θα πει το ίδιο ένας άνθρωπος που υποφέρει, όσον αφορά το κακό. Χρησιμοποιούμε τώρα με ‘σας όρους πολύ πρωτόγονους και εκτεταμένους. Αυτό δεν είναι τίποτα, αφού μας βοηθάει ο συνειρμός και από δύο κάπως μικρές λέξεις προκύπτει πληθώρα εντυπώσεων. Αλλά επανερχόμαστε στους ιδιαίτερους μας ανθρώπους. Ένα κομματάκι τους το έχουμε όλοι μας. Σάμπως δεν χαίρουν μεγάλης επιτυχίας-και καθαρής επιτυχίας-έργα όπως ο Ροβινσώνας Κρούσος, επειδή η ιδέα της λυπημένης, όμορφης ελευθερίας, η ιδέα της απομάκρυνσης από το ανθρώπινο κακό συνδέεται σε αυτά με την ιδιαίτερη προσπάθεια των ψυχικών και σωματικών δυνάμεων του ανθρώπου. Εάν θυμόσαστε, Το φαινόμενο του Παρασκευά αποδυναμώνει το ενδιαφέρον της ιστορίας. Η ιδιαίτερη μαγεία της ζωής του Ροβινσώνα ωχριά από το γεγονός ότι πλέον δεν είναι μόνο Ροβινσώνας, μετατρέπεται σε Ροβινσώνα-Παρασκευά. Τι να πει κανείς για τη ζωή των κατοικημένων χωρών, όπου σε κάθε βήμα, κάθε λεπτό- εσείς-όχι εσείς ως ο ίδιος εσείς, αλλά όλοι όσοι συναντάτε και όποίος με την μηδαμινή αλλά τρομακτική μέσα από την εξουσία της τυχαίας δύναμης κοροϊδία, μ’ένα ανασήκωμα των ώμων , με μια χειρονομία- μπορεί να προκαλέσει όλη σας την προσοχή, παρ’όλο που εσείς θα επιθυμούσατε να την στρέψετε προς μια άλλη κατεύθυνση. Αυτό είναι ένα μικρό παράδειγμα, για να μην πω για τα κοινωνικά φαινόμενα. Σ’αυτήν την τεράστια εξάρτηση του ενός από τον άλλο, ζουν άνθρωποι, και αν το συνειδητοποιούσαν τελείως αυτό, χωρίς την αμφιβολία της λέξης, οι λόγοι, οι χειρονομίες, οι πράξεις και το φέρσιμό τους θα μετατρέπονταν σε ενέργειες λογικές, προσεκτικές, σε ενέργειες σκεπτόμενου ανθρώπου.

Πρόσφατα, σ’ένα από τα εβδομαδιαία περιοδικά διάβασα την ιστορία δύο εφήβων. Ο νέος αδερφός και η αδερφή του πέρασαν το καλοκαίρι οι δύο τους σ’ένα μικρό νησάκι , στα λιβάδια. Η κοπέλα εκτελούσε τις ευθύνες της νοικοκυράς και το αγόρι ανέλαβε την επιβίωση με την αλιεία και το κυνήγι. Στο νησί δεν υπήρχε άλλος εκτός απ’ αυτούς. Ο δημοσιογράφος, που τους επισκέφτηκε, πιθανόν να δάγκωσε τα χείλια του για να μην γελάσει στη δήλωση των μικρών ιδιοκτητών του νησιού ότι όλα εδώ είναι πολύ καλά και ότι είναι ευχαριστημένοι απ’ όλα. Φυσικά ήταν παιδιά πλουσίων γονέων. Όμως εγώ τους βλέπω απλά, έτσι όπως τους απεικόνιζε η φωτογραφία που συνόδευε το άρθρο του περιοδικού:στεκόντουσαν κοντά στο νερό, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, στο γρασίδι με μισόκλειστα τα μάτια. Αυτή η φωτογραφία με ενθουσίασε ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ασαφείς ιδέες για το επιθυμητό στις ανθρώπινες σχέσεις.

Έγειρε σε ‘μένα σαν να με ρωτούσε με τη ματιά τι σκεφτόμουν γι αυτό

-Μ’ ενδιαφέρει, είπα εγώ, -αν είναι δυνατή η φροντίδα κοντά στο νησί και το μοναστήρι.

-Ναι, χωρίς δεύτερη σκέψη, απάντησε ο Ανόσοφ, αλλά σπάνια-σπανιότερα απ’ ότι την πρώιμη άνοιξη- θα πρέπει να βλέπεις τους ανθρώπους με πλήρη συνείδηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς σου, γαλήνιους αλλά επίμονους, θαρραλέους αλλά συνειδησιακά απομακρυσμένους από τις πρωτόγονες μορφές ζωής. Τους έδωσα τα ακριβή σημεία. Αυτοί, χωρίς καν να σκεφτούν να γυρίσουν και το δεξί μάγουλο, δεν σταματούν τις σχέσεις με τους ανθρώπους. Αλλά η σκιά της θλίψης, κατά την διάρκεια των ευλογημένων, ηλιόλουστων ημερών του ανθίζοντος νησιού, Ροβινσώνα, που ράγισε την καρδιά του τολμηρού θαλασσοπόρου, βρίσκεται πάντα μ’ αυτούς και αυτοί θα στέκονται αιωνίως στην σκιά. «Όταν οι γενίτσαροι, αφού πήραν την Κωνσταντινούπολη, κατάσφαζαν τον κόσμο μπροστά στην Αγιά Σοφιά-λέει ο θρύλος-ένας ιερέας προχώρησε προς τον τοίχο και οι πέτρες, που χωρίστηκαν από μια μυστική δύναμη, τον έκρυψαν από το θέαμα του αιματηρού μακελειού. Θα βγει όταν το τζαμί θα γίνει πάλι ναός.» Αυτό είναι θρύλος, αλλά δεν είναι καθόλου θρύλος το γεγονός ότι αργά η γρήγορα θα έρθει η μέρα και οι άνθρωποι, που στεκόντουσαν στη σκιά, θα βγουν απ’ αυτήν στον λαμπρό κόσμο και κανείς δεν θα τους προσβάλει.

Καθώς σκεφτόμουν, είδα τον λυπημένο Ροβινσώνα στην όχθη της θάλασσα στην γαλήνη των σκέψεων.

Ο Ανόσοφ είπε:

-Για κάτι τέτοιο θα ‘ θελα να σας διηγηθώ. Αλλά πάλι μάλλον δεν σας ενδιαφέρει και πολύ αυτό το θέμα;

-όχι, είπα , τί θα μπορούσε να είναι πιο ενδιαφέρον από την ανθρώπινη ψυχή;

-Το 1911 μου ήρθε να επισκεφτώ έναν σπάνιο άνθρωπο. Στεκόμουν στη γέφυρα Τρόιτσκυ. Πριν απ’ αυτό έπρεπε να διαμείνω με άλλους ανθρώπους που δεν είχαν κατάλυμα για τη νύχτα. Εγώ, όπως και αυτοί, πήρα τον υπνάκο μου σ’ ένα παγκάκι της γέφυρας, αφήνοντας το κεφάλι να κρέμεται και βάζοντας τα χέρια ανάμεσα στα γόνατα.

Κοιμήθηκα ελαφρώς και είδα στον ύπνο μου όλους τους πειρασμούς που κατακλύζουν τον κόσμο και το στόμα μου ,που γέμισε από το σάλιο της πείνας, με ξύπνησε. Ξύπνησα, σηκώθηκα και-δεν θα το κρύψω-έβαλα τα κλάματα. Παρ’ όλα αυτά, αγαπούσα τη ζωή, αν και με παραγκώνιζε και με τα δυο της τα χέρια.

Δίπλα στο κιγκλίδωμα ήταν φοβιστικά, όπως στο άδειο ικρίωμα. Η καλοκαιρινή νύχτα, απομονωμένη από τα φώτα και τα αστέρια, με αγκάλιασε με την κρύα γαλήνη της αδιαφορίας. Κοίταξα προς τα κάτω και έπεσα, αλλά προς μεγάλη μου έκπληξη, έπεσα πάλι στην γέφυρα και ένα δυνατό χέρι, πιέζοντάς με μέχρι να πονέσει ο ώμος, μ’ έφερε στα πόδια μου, με άφησε και μου κούνησε απειλητικά το δάχτυλο.

Έκπληκτος, κοιτούσα ήσυχα το απειλητικό δάχτυλο, μετά αποφάσισα να δω ποιος στεκόταν ανάμεσα σε μένα και το ποτάμι. Ήταν ένας κουρασμένος, ήρεμος τύπος ανθρώπου μ’ ένα σκούρο πανωφόρι, καπέλο, με γενειάδα και σωματώδης.

-Σταθείτε λίγο, είπε, θέλω να σας πω δυο λόγια. απογοητευμένος;

-Όχι.

-Πεινάτε;

-Πεινάω πολύ.

-Εδώ και πολύ καιρό;

-Ναι…δυο μέρες.

-Ελάτε μαζί μου.

Στην κατάστασή μου ήταν φυσικό να υπακούσω. Κατέβηκε ήσυχα στην όχθη, φώναξε τον αμαξά, -------------. Την στιγμή που ήθελα να συστηθώ και να εξηγήσω την θέση μου, ανατρίχιασα που άκουσα ένα σιγανό, μονότονο, βαθύ χαμόγελο. Ο -------- μου γέλασε χαρούμενα, από την ψυχή του, όπως γελούν οι μεγάλοι στο θέαμα ενός πιτσιρικιού να κάνει διασκεδαστικά κόλπα.

- Μην εκπλήσσεστε, είπε, αφού σταμάτησε να γελάει. Το θεωρώ αστείο που εσείς και πολύ άλλοι θα πεινάσετε, όταν στον κόσμο υπάρχει τόσο πολύ φαΐ και χρήμα.

-Ναι, στον κόσμο μπορεί, εγώ όμως δεν έχω.

-Παρ’τε

-Δεν μπορώ να βρω δουλειά.

-Ζητήστε.

-Ελεημοσύνη;

-Ω, βλακείες! Ελεημοσύνη-μια λέξη όπως και όλες οι άλλες. Όταν δεν υπάρχει δουλειά, ζητήστε-ήρεμα, σοφά και εμφατικά χωρίς να περιφρονείς τον εαυτό σου. Στην ζητιανιά υπάρχουν δυο πλευρές, αυτή που ζητά και αυτή που δίνει και η θέληση αυτού που δίνει παραμένει δική του.

-Μπορεί να δώσει ή να μην δώσει. Είναι μια απλή πράξη δούναι και λαβείν, τίποτα παραπάνω.

-Ζητήστε, επαναλαμβάνω με θέρμη, αλλά εσείς ξέρετε πόσο μοναχικοί, βαρετοί, σκληροί και κακοί είναι όλοι μεταξύ τους.

-Φυσικά.

-Για ποιο πράγμα μιλάτε τότε;

-Μη δίνετε σημασία.

Ο αμαξάς σταμάτησε. Αφού περάσαμε την αυλή, ανεβήκαμε στον τέταρτο όροφο και ο προστάτης μου πάτησε το κουμπί του κουδουνιού. Βρέθηκα σ’ ένα μικρό, άνετο και σ’ όλα του απλό και συνηθισμένο διαμέρισμα. Μας υποδέχτηκε μια γυναίκα και ένας σκύλος. Η γυναίκα ήταν τόσο ήρεμη όσο και ο άνδρας της που μ’ έφερε. Το πρόσωπο και η σιλουέτα της ήταν τα συνηθισμένα που θα μπορούσες να συναντήσεις σε κάθε υγιή, νεαρή και όμορφη γυναίκα. Μιλάω για την πρώτη εντύπωση. Ο ήσυχος σκύλος, η ήρεμη γυναίκα και ο μειλίχιος νοικοκύρης του διαμερίσματος φαινόντουσαν πολύ ευτυχισμένες παρουσίες. Έτσι και ήταν.

Ήρεμα, σαν επισκέπτης που γνώριζαν εδώ και καιρό, κάθησα μαζί τους στο τραπέζι(ο σκύλος κάθησε κ’ αυτός, στο πάτωμα), έφαγα και αφού χόρτασα, άκουσα πως εξηγεί τη ζωή ο σωτήρας μου.

-Ο άνθρωπος πρέπει πάντα να γνωρίζει, κύριε αυτόχειρα, ότι σε κανέναν στον κόσμο δεν είναι απαραίτητος παρά μόνο στην αγαπημένη γυναίκα και στον πιστό φίλο. Βρείτε και το ένα και το άλλο. Καλύτερο φίλο από τον σκύλο δεν θα βρείτε. Οι γυναίκες-κανέναν δεν θα βρείτε καλύτερο από την αγαπημένη γυναίκα. Και εδώ και τα τρία γίνονται ένα. Σκεφτείτε πως απ’ τις χαρές του κόσμου μπορείς να πάρεις τόσες πολλές αλλά και συγχρόνως τόσες λίγες με τα μάτια των άλλων. Αφήστε τους άλλους στην ησυχία τους. Ούτε αυτοί σε σας, ούτε εσείς σ’ αυτούς συνειδητά είστε απαραίτητοι. Αυτό δεν είναι εγωισμού αλλά ένα αίσθημα αυτοσεβασμού. Σ’ όλον τον κόσμο, έχω έναν αγαπημένο ποιητή, έναν καλλιτέχνη και έναν μουσικό και αυτοί οι άνθρωποι έχουν για μένα από ένα πάρα πολύ καλό έργο. Το δεύτερο βαλς του Γκάνταρ, «Στην Άννα»-Εντγκαρ Πο και το πορτραίτο της γυναίκας του Ρέμπραντ. Αυτό μου είναι αρκετό. Κανείς δεν θα αλλάξει το καλύτερο με το χειρότερο. Τώρα πείτε μου, που είναι η φρίκη της ζωής; Υπάρχει αλλά δεν θα με αγγίξει. Φοράω την πανοπλία μου που είναι περισσότερο άφθαρτη και από την ασπίδα του πολεμιστή. Γι’ αυτό χρειάζονται μόνο τόσα όσα μπορεί ο καθένας-χρειάζεται μόνο να ήσαστε διακριτικοί. Και τότε κανένας δεν πρόκειται να προσβάλει, να σας πληγώσει την ψυχή, γιατί το κακό είναι αδύναμο μπροστά στα πλούτη σας. Εγώ ζω με 100 ρούβλια το μήνα.

-Εγωισμός ή όχι, είπα, πρέπει κανείς να καταλήξει σε κάτι τέτοιο.

-Απαραιτήτως. Είναι πολύ εύκολο να χαθεί κάποιος στο απέραντο κακό του κόσμου και τότε τίποτα δεν θα σας σώσει. Παρ’τε 10 ρούβλια, περισσότερα δεν μπορώ να δώσω.

Και όντως είδα ότι περισσότερα δεν μπορούσε να δώσει και απλά, ήρεμα όπως μου έδινε τα λεφτά, τα πήρα. Έφυγα πιστεύοντας στην δύναμη με την οποία η σιωπή και η γαλήνη αντιμετωπίζουν την εχθρική προς εμάς ζωή. Να με θυμάσαι! Και έφυγα.

1913

Μετάφραση:

Δημήτρης Λαζαρίδης