Τάνκα

Η Τάνκα κρύωσε και ξύπνησε.

Ελευθερώνοντας το χέρι από το παπλωματάκι στο οποίο ήταν τυλιγμένη τη νύχτα, τεντώθηκε, πήρε βαθιά αναπνοή και ξανακουκουλώθηκε. Αλλά παρόλ’ αυτά έκανε κρύο. Κύλησε προς τον πυρήνα της σόμπας[1] και έσφιξε το Βάσκα. Εκείνος άνοιξε τα μάτια και κοίταξε τόσο φωτεινά, όπως κοιτάζουν τα υγιή παιδιά μετά τον ύπνο. Μετά γύρισε πλευρά και ησύχασε. Η Τάνκα επίσης άρχισε να αποκοιμιέται. Στην καλύβα χτύπησε η πόρτα. Η μητέρα, κάνοντας θόρυβο, έφερε ένα δεμάτι άχυρα από το στάβλο.

-Κάνει κρύο θείτσα;, ρώτησε ο οδοιπόρος ξαπλωμένος στο στάβλο.

-Όχι, απάντησε η Μαρία. Έχει ομίχλη. Τα σκυλιά είναι νωχελικά. Μάλλον έρχεται θύελλα.

Έψαχνε τα σπίρτα και έκανε θόρυβο με τη μασιά της σόμπας. Ο οδοιπόρος κατέβασε τα πόδια, χασμουρήθηκε και ξεκίνησε να φοράει τα παπούτσια του. Απ’ το παράθυρο μπήκε το κρύο γαλαζωπό φως του πρωινού. Κάτω απ’ το παγκάκι έκανε θόρυβο η πάπια, ξυπνώντας μ’ ένα θόρυβο σα φίδι.

Το μοσχαράκι σηκώθηκε στα αδύναμα ποδαράκια του κρατώντας τα σε απόσταση, τέντωσε την πυρά του και μουκάνισε τόσο χαζά και με διακοπές, που ο οδοιπόρος άρχισε να γελάει και είπε:

-Ορφανούλα, την αγελάδα την πουλήσατε;

-Την πουλήσαμε.

-Άλογο δεν υπάρχει;

-Το πουλήσαμε.

Η Τάνκα γούρλωσε τα μάτια.

Η πώληση του αλόγου της είχε εντυπωθεί ιδιαίτερα στη μνήμη «όταν βγάζαμε τις πατάτες», μια μέρα που φυσούσε, η μητέρα ήταν στο χωράφι, έκλαιγε κι έλεγε ότι «δεν της κατέβαινε μπουκιά». Και η Τάνκα την κοιτούσε συνεχώς στο λαιμό, μην καταλαβαίνοντας που βρισκόταν η μπουκιά.

Μετά, με ένα μεγάλο, γερό κάρο, με ψηλό το μπροστινό του μέρος, έφτασαν οι «αντίχριστοι» και οι δυο τους έμοιαζαν ο ένας στον άλλο, μαύροι, βρώμικοι και ζωσμένοι με μαστίγια. Πίσω τους ερχόταν ακόμη ένας πιο μαύρος με ένα ξύλο στο χέρι. Εγώ φώναζα κάτι δυνατά και λίγο αργότερα έβγαλα από την αυλή τα άλογα. Έτρεξα μαζί της εκεί που βγάζουν τα άλογα. Πίσω απ’ αυτούς έτρεχε ο πατέρας και η Τάνκα σκεφτόταν ότι αυτός κυνηγάει να του πάρει το άλογο. Ο πατέρας τους έφτασε και επέστρεψε στην αυλή. Η μητέρα στεκόταν στο κατώφλι της ίζμπας και φώναζε. Κοιτώντας την, άρχισε να φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε ο Βάσκα. Μετά ο «μαύρος» έβγαλε ξανά το άλογο απ’ την αυλή, το έπεσε στο κάρο και γρήγορα γρήγορα πήγε στο βουνό. Και ο πατέρας δεν τον κυνηγούσε πια.

Οι «αντίχριστοι» , έμποροι αλόγων, είχαν στ’ αλήθεια τρομακτική εμφάνιση, ειδικά ο τελευταίος, ο Ταλντίκιν. Αυτός ήρθε αργότερα, ενώ πριν απ’ αυτόν, οι δύο πρώτοι, προσπαθούσαν μόνο να κατεβάσουν την τιμή. Αυτοί βασάνιζαν ασταμάτητα το άλογο, χτυπούσαν τη μούρη του με ξύλα.

-Άντε, φώναζε ο ένας, κοίτα εδώ και για το Θεό πάρε τα λεφτά.

-Δε τα θέλω, κράτα τα, δεν μπορώ να πάρω μισά λεφτά, απάντησε αρνούμενος ο Κορνέυ.

-Και πώς είναι μισά λεφτά αν για παράδειγμα η φοραδίτσα έχει πιο μεγάλη ηλικία απ’ ότι εμείς οι δύο μαζί; Προς Θεού!

-Πόσο άδικα συζητάμε, αρνιόταν αφηρημένος ο Κορνέυ.

Τότε ήρθε ο Ταλντίκιν, πολύ γεροδεμένος, χοντρός, έμπορος με φυσιογνωμία κουταβιού: τα λαμπερά, κακά, μαύρα μάτια του, το σχήμα της μύτης του και των ζυγωματικών του, όλα επάνω του παρέπεμπαν σε κουτάβι.

-Τι γίνεται εδώ;, είπε αυτός μπαίνοντας και χαμογελώντας, αν μπορεί να ονομάσει κανείς χαμόγελο το φούσκωμα των ρουθουνιών.

Πλησίασε το άλογο, σταμάτησε και για πολλή ώρα σώπαινε κοιτώντας το αδιάφορα. Μετά γύρισε και είπε στους συντρόφους του: «Άντε σταματήστε, είναι ώρα να φύγουμε. Εγώ θα περιμένω εκεί που τρέχουν τα άλογα». Και πήγε στην πύλη.

Ο Κορνέυ φώναξε αναποφάσιστα : «Ούτε καν κοίταξες το άλογο».

Ο Ταλντίκιν σταμάτησε.

-Δεν αξίζει και μεγαλύτερη προσοχή.

-Άντε περίμενε να τα βρούμε.

Ο Ταλντίκιν πλησίασε και παρίστανε το βαριεστημένο.

-Άντε πες.

Χτύπησε ξαφνικά το άλογο στην κοιλιά του, το τράβηξε από την ουρά και το άγγιξε στη ράχη. Μύρισε το χέρι του και απομακρύνθηκε.

-Χάλια;, ρώτησε ο Κορνέυ προσπαθώντας να κάνει πλάκα.

Ο Ταλντίκιν γέλασε κυνικά. «Είναι πολύχρονη;»

-Το άλογο δεν είναι γέρικο.

-Ωραία. Δηλαδή εννοείς ότι είναι νέο άλογο;

Ο Κορνέυ αισθάνθηκε άβολα.

Ο Ταλντίκιν έδωσε στα γρήγορα μια μπουνιά στην άκρη του στόματος του αλόγου, έριξε μια ματιά στα δόντια του και σκουπίζοντας το χέρι του, ρώτησε ειρωνικά και βιαστικά: «Δηλαδή δεν είναι γέρικο; Ο παππούς σου δεν πήγε να στεφανωθεί μ’ αυτό; Άντε κάτι θα κάνουμε. Πάρε 11 κίτρινα.»

Και χωρίς να περιμένει απάντηση απ’ τον Κορνέυ, έβγαλε τα λεφτά και πήρε το άλογο από το περιλαίμιο.

-Κάνε το σταυρό σου και βγάλε τη βότκα.

-Τι λες; Τι λες;, προσβλήθηκε ο Κορνέυ. Στο Θεό σου άνθρωπε μου.

-Τι;, φώναξε θυμωμένα ο Ταλντίκιν. Έχασες το μυαλό σου; Δε θέλεις λεφτά; Πάρε, πάρε σου λένε, όσο υπάρχει ένας βλάκας που σου δίνει!

-Λεφτά είν’ αυτά;

-Είναι απ’ αυτά που δεν έχεις.

-Όχι καλύτερα, δε χρειάζεται.

-Άντε μετά από κάποιο καιρό με πιο λίγα θα το δώσεις, αναγκαστικά κιόλας, πίστεψε με.

Ο Κορνέυ απομακρύνθηκε, πήρε το τσεκούρι και με ύφος, έβαλε το μαξιλάρι κάτω από το κάρο.

Μετά δοκιμάσανε το άλογο на выгоне. Και όσο και να προσπαθούσε ο Κορνέυ, όσο και να μη συγκρατιόταν , δεν μπορούσε να κερδίσει αυτό που ήθελε.

Όταν ήρθε ο Οκτώβριος, στο μελανιασμένο από το κρύο αέρα, έπεφταν χοντρές νιφάδες σκεπάζοντας το выгон, την αυλή και το κατώφλι της ίζμπας και η Τάνκα κάθε μέρα απορούσε με τη μητέρα.

Συνέβαινε ότι με το που ξεκινούσε ο χειμώνας, για όλα τα παιδάκια αρχίζανε αληθινά βάσανα. Από τη μια πλευρά, επειδή ήθελαν να δραπετεύσουν από την ίζμπα, να τρέξουν στο χιόνι που τους έφτανε μέχρι τη μέση, διασχίζοντας το λιβάδι και πατινάροντας δίχως πέδιλα στον πρώτο μπλε πάγο πάνω στο ποτάμι, χτυπώντας το με ξύλα και ακούγοντας του ήχους που βγάζει. Από την άλλη πλευρά, να δραπετεύσουν από τις φωνές της μητέρας.

-Για πού το ‘βαλες; Κάνει παγωνιά, κρύο κι αυτή κάνει τα δικά της! Να τρέξει με τα’ αγόρια στο ποτάμι. Ανέβα αμέσως στη σόμπα, άντε μη σε δείρω διαβολάκι!

Συχνά, αναγκάζονταν με λύπη να αρκεστούν πάνω στη σόμπα με ένα φλιτζάνι βραστές, σκαστές, αχνιστές πατάτες και ένα κομμάτι ψωμί αλατισμένο, που μύριζε καπνό. Τώρα όμως η μητέρα καθόλου δεν έδινε ούτε ψωμί ούτε πατάτες το πρωί και στην παράκληση της απαντούσε: «Έλα να σε ντύσω και πήγαινε στο ποτάμι παιδάκι μου.»

Τον προηγούμενο χειμώνα η Τάνκα και ακόμη και ο Βάσκα πήγαιναν για ύπνο πολύ αργά και μπορούσαν να χορτάσουν ήρεμα τη ζεστασιά της σόμπας μέχρι τα μεσάνυχτα. Στην καλύβα είχε έναν πυκνό, υγρό αέρα, στο τραπέζι έκαιγε η λαμπίτσα χωρίς γκάζι και ο σκούρος καπνός απ’ το τρεμάμενο φυτίλι, έφτανε μέχρι το ταβάνι. Δίπλα στο τραπέζι καθόταν ο πατέρας και έραβε κοντογούνια. Η μητέρα διόρθωνε πουκάμισα και έπλεκε γάντια. Το σκυμμένο πρόσωπο της ήταν πολύ φιλικό και γαλήνιο εκείνον τον καιρό. Με σιγανή φωνή τραγουδούσε παλιά τραγούδια που είχε ακούσει ως κοπέλα και η Τάνκα ακούγοντας τα, συχνά ήθελε να κλάψει. Στη σκοτεινή καλύβα, τη σκεπασμένη από τις χιονοθύελλες, η Μαρία θυμόταν τα νιάτα της, αναπολούσε τις καυτές μέρες που μάζευαν τα άχυρα και τις δύσεις, όταν βρισκόταν με πλήθος κοριτσιών στους χωραφένιους δρόμους και τραγουδούσαν δυνατά τραγούδια, ενώ πίσω από τη σίκαλη έδυε ο ήλιος και η χρυσή του σκόνη χυνόταν σε κάθε μισοσβησμένη σκιά των σταχυών. Τραγουδώντας, έλεγε στην κόρη της ότι κι αυτή θα έχει τέτοιες δύσεις, θα έχει όλα όσα περνούν τόσο σύντομα και για πολύ καιρό θα αντικατασταθούν από την πίκρα της ζωής στο χωριό και την έγνοια.

Όταν όμως η μητέρα ετοίμαζε βραδινό, η Τάνκα, φορώντας το μακρύ της νυχτικό κατέβαινε από τη σόμπα και συχνά, με ξυπόλητα ποδαράκια, έτρεχε στο σταύλο, μετά στο τραπέζι. Εκεί, σα μικρό ζωάκι, καθόταν οκλαδόν και ψάρευε με γρήγορες κινήσεις το λίπος στο φτωχικό φαγητό και μετά τσιμπούσε αγγουράκια και πατάτες. Ο χοντρός Βάσκα έτρωγε αργά γουρλώνοντας τα μάτια του, προσπαθώντας να βάλει στο στόμα το μεγάλο κουτάλι. Μετά το δείπνο, αυτή με γεμάτη κοιλιά και εξίσου γρήγορα έτρεχε στη σόμπα και μάλωνε με το Βάσκα για μια θέση και όταν η κρύα νύχτα έμπαινε από τα σκοτεινά παράθυρα, η Τάνκα αποκοιμιόταν σε έναν γλυκό ύπνο με τη συνοδεία της ψιθυριστής προσευχής της μητέρας της: « …………………………….».

Τώρα η μητέρα τους έβαζε νωρίς για ύπνο, έλεγε ότι δεν έχουνε τι να φάνε για βραδινό και τους απειλούσε να τους «βγάλει τα μάτια», να «τα δώσει στους τυφλούς», αν η Τάνκα δεν κοιμόταν. Έκλαιγε συχνά η Τάνκα και ζητούσε τουλάχιστον ένα λαχανάκι, ενώ ο ήσυχος και είρων Βάσκα, ξάπλωνε, ανέβαζε ψηλά τα πόδια και μάλωνε τη μητέρα: «Να, όλο λες ότι θα έρθει ο κακός ο μάγος – έλεγε αυτός σοβαρά- όλο κοιμήσου και κοιμήσου!. Άσε να περιμένουμε τον μπαμπά.»

Ο πατέρας έλειπε εδώ και καιρό, είχε έρθει στο σπίτι μόνο μια φορά και έλεγε ότι παντού υπάρχει «δυστυχία» - τα γουνάκια που έραβε δεν είχαν ζήτηση, οι πιο πολλοί πέθαιναν – και μπορούσε να κάνει μόνο διορθώματα στους πλούσιους αστούς. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη τη φορά έφαγαν αλμυρό ψάρι, να σκεφτείς «ένα μεγάααλο κομμάτι» αλμυρής πέρκας, το οποίο έφερε ο πατέρας σε ένα πανί. « Ήμουν σε μια βάφτιση, λέει, πριν τρεις μέρες και το φύλαξα για σας παιδιά...». Όμως όταν ο πατέρας έφυγε, σχεδόν τίποτα δεν είχαμε να φάνε.

Ο οδοιπόρος έβαλε τα παπούτσια του, πλύθηκε κι έκανε το σταυρό του. Η μεγάλη πλάτη του μέσα στο βρώμικο καφτάνι του, που έμοιαζε με ράσο, έμενε άκαμπτη, κυρτώνοντας μόνο στη μέση κάνοντας το σταυρό του με πλατιές κινήσεις. Μετά έξυσε το τρίγωνο μούσι του και ήπιε απ’ το μπουκαλάκι που έβγαλε από τον ταξιδιωτικό του σάκο. Αντί να τσιμπήσει κάτι, άρχισε να καπνίζει. Το πλυμένο του πρόσωπο ήταν φαρδύ, κίτρινο και γεμάτο, η μύτη του προς τα πάνω, τα μάτια του κοφτερά και απορημένα.

-Και τι θείτσα - λέει αυτός – άδικα καις το άχυρο, δεν έχεις φαγητό να βάλεις;

-Και τι να μαγειρέψω;, ρώτησε η Μαρία κοφτά.

-Πώς τι; Δεν μπορεί να μην υπάρχει τίποτα.

-Να, ο κακός ο μάγος,…., μουρμούρισε ο Βάσκα.

Η Μαρία κοίταξε προς τη σόμπα. « Ξύπνησες; ». Ο Βάσκα ανέπνεε ήρεμοςστον ύπνο του. Η Τάνκα μαζεύτηκε στο κρεβάτι.

-Κοιμούνται, είπε η Μαρία. Κάθισε και κατέβασε το κεφάλι.

Ο οδοιπόρος την κοιτούσε συνοφρυωμένος για ώρα και είπε: «Μη στενοχωριέσαι θείτσα». Η Μαρία σώπαινε.

-Μη, δε χρειάζεται, επανέλαβε ο οδοιπόρος. Ο Θεός θα δώσει μέρα, ο Θεός θα δώσει φαγητό. Εγώ αδερφέ, ούτε σκεπή, ούτε σπίτι. Περπατάω σε όχθες, σε λιβάδια, περνώ από σύνορα και θάμνους και κοιμάμαι όπου βρω. Και να, τι έγινε; Τι να κάνουμε; Εεεμ, δεν έχεις μείνει εσύ στο χιόνι κάτω από ένα θάμνο! Αυτό είναι…!

-Ούτε εσύ έχεις κοιμηθεί, απάντησε ξαφνικά και απότομα η Μαρία και τα μάτια της έλαμψαν, με τα παιδιά πεινασμένα, δεν έχεις ακούσει πώς φωνάζουν στον ύπνο τους από την πείνα! Να, τι θα τους δώσω τώρα όταν ξυπνήσουν; Όλες τις αυλές γύρισα μέχρι ξημέρωμα ζητώντας. Για το Θεό, ένα κομματάκι, μια μπουκιά βρήκα και γι’ αυτό ακόμη ευχαριστώ. Ο Κοζέλ μου έδωσε…ο ίδιος λέει, δεν είχε ούτε άχυρο να κάνει τα παπούτσια του… αλλά κρίμα για τα παιδιά τόσο εξαντλημένα που είναι…

Η φωνή της Μαρίας ήχησε ξανά.

-Να εγώ, συνέχισε αυτή μιλώντας όλο και πιο έντονα, τους διώχνω κάθε μέρα στο ποταμάκι… «Δώσε λαχανάκι, δώσε πατατούλα…», και τι να τους δώσω; Γι’ αυτό τους διώχνω. « Πηγαίνετε, τάχα, να παίξετε παιδιά, τρέξτε πάνω στον πάγο».

Η Μαρία έτοιμη να κλάψει σκούπισε αμέσως τα μάτια της με το μανίκι, έδιωξε με μια κλωτσιά το γατάκι («Δεν ψοφάς κι εσύ!») και άρχισε να μαζεύει νευρικά το άχυρο σε μια γωνία.

Η Τάνκα πάγωσε. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει. Ήθελε να κλάψει, να την ακούσουν όλοι, να τρέξει στη μητέρα και να την αγκαλιάσει. Αλλά ξαφνικά σκέφτηκε το άλλο. Σιγά σιγά, πηγαίνοντας στα τέσσερα στη γωνιά της σόμπας, κοιτώντας γρήγορα πίσω, έβαζε τα παπούτσια της, τύλιξε το κεφάλι με το μαντίλι, κατέβηκε απ’ τη σόμπα και γλίστρησε απ’ την πόρτα.

«Εγώ μόνη θα πάω στο ποταμάκι, δε θα ζητάω πατάτες κι αυτή δε θα φωνάζει», σκέφτηκε περνώντας από ένα χιονόλοφο και κατεβαίνοντας στο χωράφι. «Θα έρθω το βράδυ…»

Στο δρόμο από την πόλη γλιστρούσαν σταθερά, μια δεξιά μια αριστερά κυλούσαν, легкие козыркиб, ο меринок πήγαινε μέσα σ’ αυτά σα νωχελική αγριόγατα. Δίπλα στα έλκυθρα έτρεχε ελαφρά ο νέος χωριάτης, ντυμένος με καινούργιο κοντογουνάκι και με μπότες που απ’ το χιόνι είχαν γίνει σαν από ξύλο. Αυτός ήταν ο δούλος του αφέντη. Ο δρόμος ήταν γλιστερός κι αυτός κάθε λεπτό αναγκαζόταν βλέποντας τα επικίνδυνα σημεία, να πηδάει σε άλλο σημείο, να τρέχει λίγο και μετά να προλαβαίνει να φρενάρει με το σώμα του τα έλκηθρα στην κατηφόρα και να ξαναπηδάει στο πλάι στη θέση του οδηγού.

Στο έλκυθρο καθόταν ένας ψαρομάλλης γέρος με πυκνά φρύδια. Ο αφέντης Πάβελ Αντόνιτς. Ήδη για περίπου 4 ώρες κοιτούσε το ζεστό, θολό αέρατης χειμωνιάτικης μέρας, τα κλαδιά και την πάχνη τους.

Εδώ και καιρό ταξίδευε σ’ αυτούς τους δρόμους… Μετά την Κριμαϊκή εκστρατεία, χάνοντας στα χαρτιά όλη σχεδόν την περιουσία του, ο Πάβελ Αντόνιτς εγκαταστάθηκε στο χωριό για πάντα και έγινε ο πιο καλός νοικοκύρης. Αλλά στο χωριό δεν ήταν τυχερός… Πέθανε η γυναίκα του… Μετά αναγκάστηκε να ελευθερώσει τους δουλοπάροικους… Μετά ξεπροβόδισε το γιο του φοιτητή στη Σιβηρία… Και ο Πάβελ Αντόνιτς κλείστηκε στον εαυτό του και αποτραβήχτηκε στη μοναξιά του, στο «φτωχό» του νοικοκυριό και λέγανε ότι σε όλην την περιοχή, δεν υπάρχει πιο τσιγκούνης και πιο αγέλαστος άνθρωπος. Και σήμερα ήταν ιδιαίτερα αγέλαστος.

Έκανε πολύ κρύο και μακριά, πίσω απ’ τα χιονισμένα χωράφια στη Δύση, διαπερνώντας θολά τα σύννεφα με το φως της, κιτρίνιζε η αυγή.

-Άντε γρήγορα Ιγκόρ, είπε ο Πάβελ Αντόνιτς για τα άλογα κοφτά.

Ο Ιγκόρ τράβηξε τα γκέμια. Έχασε το καμτσίκι του και στραβοκοιτούσε πίσω. Νιώθοντας άβολα είπε:

-Τι θα μας δώσει ο Θεός την άνοιξη στον κήπο, τα μπουμπούκια μου φαίνονται όλα απείραχτα, ούτε ένα δεν άγγιξε ο πάγος.

-Πειράχτηκαν, αλλά όχι απ’ τον πάγο, είπε κοφτά ο Πάβελ Αντόνιτς σηκώνοντας τα φρύδια.

-Και πώς;

-Αφού είναι φαγωμένα.

-Λαγοί; Πραγματικά αν είναι έτσι, να τους καταπιεί η γη αν έτρωγαν κάπου κάπου.

-Όχι οι λαγοί.

Ο Ιγκόρ κοίταξε πίσω φοβισμένα.

- Και τότε ποιος;

-Εγώ τα έφαγα.

Ο Ιγκόρ κοίταξε απορημένος τον αφέντη.

-Εγώ τα έφαγα, επανέλαβε ο Πάβελ Αντόνιτς. Αν διέταζα εσένα το βλάκα να τα τυλίξεις

όπως πρέπει και να τα ραντίσεις, θα ήταν απείραχτα. Έτσι λοιπόν, εγώ φταίω.

Ο Ιγκόρ χαμογελούσε αμήχανα.

-Τι χαζογελάς; Άντε πιο γρήγορα με τα άλογα!

Ο Ιγκόρ ψάχνοντας τη θέση του στο άχυρο μουρμούρισε:

-Νομίζω ότι έπεσε το μαστίγιο, αχ το μαστίγιο…

-Αα, το μαστίγιο ε;, ρώτησε αυστηρά ο Πάβελ Αντόνιτς.

-Έσπασε…

Και ο Ιγκόρ κατακόκκινος έβγαλε το μαστίγιο σπασμένο στα δύο. Ο Πάβελ Αντόνιτς

πήρε τα δύο ξύλα, κοίταξε και τα έδωσε στον Ιγκόρ.

-Να, πάρε τα δύο και δώσε μου το ένα. Αλλά το μαστίγιο εκείνο αδερφέ, είναι από δέρμα.

Θα γυρίσεις πίσω να το βρεις.

-Ναι, αυτό μπορεί…δίπλα στην πόλη…

-Ακόμη καλύτερα, στην πόλη θα αγοράσεις…Πήγαινε. Θα γυρίσεις με τα πόδια. Θα φτάσω

μόνος μου.

Ο Ιγκόρ ήξερε καλά τον Πάβελ Αντόνιτς. Κατέβηκε από τη θέση του και πήγε προς τα

πίσω.

Χάρη σ’ αυτό, η Τάνκα διανυκτέρευσε στο σπίτι του αφέντη. Στο γραφείο του Πάβελ

Αντόνιτς βρισκόταν ένα τραπέζι δίπλα στο ντιβάνι και πάνω στο τραπέζι έβραζε τσάι.

Σ’ αυτό το ντιβάνι καθόταν η Τάνκα και ο Πάβελ Αντόνιτς και έπιναν τσάι με γάλα.

Η Τάνκα ίδρωσε, τα ματάκια της έλαμπαν σα φωτεινά αστεράκια, τα μεταξένια της

χρυσά μαλλάκια ήταν χτενισμένα στο πλάι και έμοιαζε με αγόρι. Καθισμένη ίσια, έπινε τσάι

με κοφτές γουλιές και φυσούσε στο πιατάκι. Ο Πάβελ Αντόνιτς έτρωγε μπισκοτάκια και η

Τάνκα παρατηρούσε στα κρυφά πώς ανεβοκατέβαιναν τα φρύδια του, το κίτρινο απ’ τα

τσιγάρα μουστάκι του και οι μασέλες που έφταναν μέχρι τα ζυγωματικά του.

Αν ήταν ο Πάβελ Αντόνιτς με τον υπηρέτη του αυτό δε θα γινόταν, αλλά αυτός είχε

διασχίσει μόνος του το χωριό. Στο βουνό κυλιόντουσαν τα αγοράκια. Η Τάνκα στεκόταν

στην άκρη, βάζοντας το μελανιασμένο χέρι της στο στόμα για να το ζεστάνει. Ο Πάβελ

Αντόνιτς σταμάτησε.

-Ποιανού είσαι;, τη ρώτησε.

-Του Κορνέυ, απάντησε η Τάνκα. Απάντησε και άρχισε να τρέχει.

-Περίμενε, περίμενε, φώναξε ο Πάβελ Αντόνιτς. Έχω δει τον πατέρα σου, σου έφερα κάτι

νόστιμο απ’ αυτόν.

Η Τάνκα σταμάτησε.

Με τρυφερό χαμόγελο και με την υπόσχεση για βόλτα με το έλκηθρο, ο Πάβελ Αντόνιτς

την κατάφερε να μπει στο έλκηθρο και την πήρε μαζί του. Στο δρόμο, η Τάνκα είχε

παγώσει. Καθόταν στα γόνατα του Πάβελ Αντόνιτς. Με το αριστερό του χέρι αυτός την

κρατούσε μαζί με τη γουνίτσα. Η Τάνκα καθόταν ακίνητη, αλλά δίπλα στην πύλη του

κτήματος, γλίστρησε ξαφνικά από τη γούνα, σα να έμεινε γυμνή και κρεμάστηκαν τα πόδια

της έξω απ’ το έλκηθρο. Ο Πάβελ Αντόνιτς πρόλαβε να την πιάσει από τις μασχάλες και

άρχισε να την πείθει πάλι. Ένιωθε όλο και πιο ζεστασιά στη γέρικη καρδιά του όταν τύλιγε

στη γούνα το κουρελιασμένο, πεινασμένο και παγωμένο παιδί. Μόνο ο Θεός ξέρει τι

σκεφτόταν, αλλά τα φρύδια του όλο και πιο γρήγορα ανεβοκατέβαιναν.

Στο σπίτι την ξενάγησε σε όλα τα δωμάτια, έβαζε να χτυπήσουν όλα τα ρολόγια γι’

αυτήν. Η Τάνκα ακούγοντας τα χαχάνιζε, μετά κοιτούσε καχύποπτα και ρωτούσε με

απορία, «από πού έρχονται αυτοί οι ήχοι». Ο Πάβελ Αντόνιτς την τάισε ξερά δαμάσκηνα.

Η Τάνκα στην αρχή δεν τα έπαιρνε. «Είναι πολύ μαύρα, μήπως πεθάνω;», και τότε της

έδωσε 5-6 κομματάκια ζάχαρης, η Τάνκα τα έκρυψε και είπε : «Στο Βάσκα δε θα δώσω, στη

μαμά θα δώσω όταν θα κλαίει».

Ο Πάβελ Αντόνιτς τη χτένισε και μάζεψε τα μαλλιά της με γαλάζια κορδέλα…Η Τάνκα

χαμογέλασε ήρεμα, τράβηξε την κορδέλα κάτω απ’ τις μασχάλες της και νόμιζε πως είναι

πολύ όμορφο. Σε όλες τις ερωτήσεις, απαντούσε πότε βιαστικά, πότε σώπαινε και

κουνούσε το κεφάλι.

Στο γραφείο είχε ζέστη. Στα μακρινά σκοτεινά δωμάτια ακουγόταν καθαρά το ρολόι

του τοίχου… Η Τάνκα άκουγε με προσοχή αλλά δεν μπορούσε πια να ελέγξει τον εαυτό της.

Μαζεύονταν στο κεφάλι της εκατοντάδες μπερδεμένες σκέψεις, αλλά αυτές ήδη

σκεπάζονταν απ’ την ομίχλη της νύστας της.

Ξαφνικά στον τοίχο, ακούστηκε αδύναμος ο ήχος της κιθάρας. Η Τάνκα άρχισε να

γελάει.

-Πάλι;, είπε αυτή, ανασηκώνοντας τα φρύδια σκεπτόμενη το ρολόι και την κιθάρα ως ένα

και το αυτό.

Το χαμόγελο φώτισε το άσπρο πρόσωπο του Πάβελ Αντόνιτς και για πολύ καιρό δεν

είχε φωτιστεί με τέτοια καλοσύνη, με τέτοια γέρικη-παιδική χαρά.

-Περίμενε, ψιθύρισε κατεβάζοντας την κιθάρα από τον τοίχο. Στην αρχή έπαιξε το

«Κατσούγκου», μετά το «Μαρς στη φυγή του Ναπολέοντα» και μετά πέρασε στο «перешел

На Зореньку».

……

……

Κοιτούσε τη νυσταγμένη Τάνκα και του φάνηκε ότι αυτή, η ήδη νέα, όμορφη

χωριάτισσα, τραγουδούσε μαζί του το τραγούδι: ….

«Χωριάτισσα καλλονή! Τι την περιμένει; Τι θα βγει με το παιδί που συνάντησε πρόσωπο με

πρόσωπο τον πεινασμένο θάνατο;»

Ο Πάβελ Αντόνιτς συνοφρυώθηκε πάλι, χτυπώντας δυνατά τις χορδές…

Να οι ανιψιές του στη Φλωρεντία… Η Τάνκα και η Φλωρεντία!…

Σηκώθηκε, φίλησε την Τάνκα σιγανά στο κεφάλι που μύριζε φτωχή ίζμπα. Περπάτησε

στο δωμάτιο ανεβοκατεβάζοντας τα φρύδια. Θυμήθηκε τα χωριουδάκια της γειτονιάς,

θυμήθηκε τους κατοίκους τους. Πόσα είναι αυτά τα χωριουδάκια και παντού

ταλαιπωρούνται από την πείνα!

Ο Πάβελ Αντόνιτς όλο και πιο γρήγορα περπατούσε στο γραφείο του, πατώντας

μαλακά στις παντόφλες του και πολύ συχνά σταματούσε μπροστά στο πορτρέτο του γιου

του…

Ενώ η Τάνκα έβλεπε στο όνειρο της τον κήπο, απ’ τον οποίο πήγαινε το βράδυ σπίτι.

Τα έλκηθρα έτρεχαν σιγά ανάμεσα στα δέντρα που ήταν σκεπασμένα με πούπουλα, σα

λευκή γούνα από χιόνι. Ανάμεσα τους μαζεύονταν και αναβόσβηναν φωτίτσες, γαλάζια και

πράσινα αστέρια. Γύρω γύρω στεκόντουσαν σαν άσπρες βιλλίτσες. Χιόνι έπεφτε στο πρόσωπο της και γαργαλούσε τα μάγουλα της, σαν κρύα πούπουλα. Έβλεπε στο όνειρο της

το Βάσκα, άκουγε το χτύπο του ρολογιού, άκουγε πώς η μητέρα της ούτε έκλαιγε ούτε τραγουδούσε στη σκοτεινή, γεμάτη καπνό καλύβα, τα παλιά τραγούδια.



[1] Σόμπα : ο χώρος πάνω από τη σόμπα που χρησιμοποιούταν για να θερμαίνει το χώρο και τοποθετούσαν και τα κρεβάτια τους για να ζεσταίνονται περισσότερο.

Μετάφραση:
Μαρία Πουρνάρη



Δεν υπάρχουν σχόλια: