ΒΙΚΤΟΡ ΠΕΛΕΒΙΝ: Η ζωή και οι περιπέτειες του υπόστεγου Νούμερο ΧΙΙ

Στην αρχή ήταν μόνο μια λέξη και κατά πάσα πιθανότητα όχι μόνο μια – όμως αυτός δεν ήξερε τίποτα για αυτό. Στο μηδενικό του σημείο έβρισκε σανίδες που μύριζαν φρέσκια πίσσα και σαν μία στοίβα ξ΄θλων τοποθετημένη κάτω στο υγρό χορτάρι αποροφούσαν τον ήλιο(με τις πλευρές τους). Έβρισκε καρφιά στο κιβώτιο απο κόντραπλακες, σφυρί, πριόνια και τα λοιπά – και καθώς τα φανταζόταν, παρατηρούσε οτι επινοεί την εικόνα πιο γρήγορα απ’ ότι τη βλέπει. Η αμυδρή αίσθηση του εαυτού του εμφαωίστηκε αργότερα – όταν ήδη είχε μέσα του ποδήλατα και όλη η δεξιά πλευρά είχε τρείς σειρές απο ράφια. Στην πραγματικότητα τότε δεν ήταν ακόμα Νούμερο ΧΙΙ, αλλά απλά μία καινούρια διαμόρφωση της στοίβας των ξύλων. Όμως αυτές οι εποχές του άφησαν το πιο καθαρό και έντονο σημάδι στη μνήμη του: γύρο του ήταν ένας ανεξήγητος κόσμος και αυτός φαινόταν πως στην πορεία του σε αυτον τον κόσμο στάθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα

Στην πραγματικότητα το μέρος δεν ήταν και απο τα καλύτερα – η πισινή αυλή του πενταόροφου κτιρίου ήταν δίπλά στο λαχανόκηπο και το σκουπιδαριό, - όμως άξιζε τον κόπο να στεναχωριέται κανείς; Αφού δεν θα είναι όλη του τη ζωή εδώ. Αν έμπαινε σ’αυτή τη σκέψη θα χρειαζόταν να απαντήσει ότι όλη του τη ζωή θα την περνούσε εδώ – όπως όλα τα γκαράζ. Όμως η γοητεία της αρχής της ζωής συνίσταται ακριβώς στην έλλειψη αυτών των σκέψεων. Απλά στεκόταν κάτω απο τον ήλιο, απολαμβάνοντας τον άνεμο που γλιστρούσε στις χαραμάδες αν φυσούσε απο το δάσος ή τον έπιανε μια ελαφριά μελαγχολία αν ο άνεμος φυσούσε απο την πλευρά του σκουπιδαριού. Μόλις αλλαζέ ο άνεμος η μελαγχολία περνούσε και δεν άφηνε κανένα σημάδι στην ψυχή του.

Κάποτε τον πλησίασε ένας άνδρας γυμνός μέχρι τη μέση με κόκκινες φόρμες, στα χέρια του κρατούσε ένα πινέλοκαι ένα τεράστιο τενεκεδένιο κούτι με μπογιά. Το υπόστεγο έμαθε να αναγνωρίζει τον άνδρα ο οποίος ξεχώριζε απο όλους τους υπόλοιπους ανθρώπος επειδή είχε πρόσβαση στο εσωτερικό στα ποδήλατα και στα ράφια. Στάθηκε στον τοίχο, βούτηξε το πινέλο στον τενεκέ και τράβηξε μια λαμπερή βαθυκόκκινη γραμμή στις σανίδες. Σε μια ώρα όλη η αποθήκη είχε γίνει κατακόκκινη, όπως ο κάπνος που ανέβαινε κυκλικά στον ουρανό σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε ενά ορόσημο στην μνήμη του – πριν απο αυτό όλα είχαν ‘ενα κατακάθιτου άλλου κόσμου και της ευτυχίας.

Τη νύχτα μετά το βάψιμο το γκαράζ απέκτησε έναν μαύρο ρωμαϊκό αριθμό-όνομα ( τα γειτονικά υπόστεγα είχαν απλούς αριθμούς), και στέγνωνε με τη σκεπή καλυμένη με λαμαρίνα κάτω απο το φεγγάρι.

<<Που είμαι,- σκέφτηκε αυτός,- ποιός είμαι;>>

Απο πάνω ο ουρανός ήταν σκοτεινός. Μετά αυτός και κάτω καινούρια ποδήλατα, πάνω στα οποία απο τη χαραμάδα έπεφτε μια ακτίνα φωτός απο μια λάμπα στην αυλή και τα κουδούνια στα τιμόνια έλαμπαν πιο μυστήρια απο τ’στέρια. Επάνω στον τοίχο κρεμόταν ένα χουλαχούπ και το Νούμερο ΧΙΙ με τις πιο λεπτές του σανίδες το κατανοούσε σαν ένα σύμβολο αιώνιου αινήγματος του σύμπαντος, που παρουσιαζόταν – αυτό ήταν τόσο θαυμάσιο – και στην ψυχή του. Στα ράφια στην δεξιά πλευρά υπήρχε οποιαδήποτε χαζομάρα που έδινε ποικιλία και απαραμίλλη μοναδικότητα στον εσωτερικό του κόσμο. Σε μια κλοστή που τεντωνόταν απο τον έναν τοίχο στον άλλο, στέγνωναν душица και το μάλαθρο που θύμιζαν κάτι το οποίο δεν γίνεται με τα υπόστεγα. Και όμως ακριβώς αυτό του θύμιζε που και που οτι κάποτε δεν ήταν αποθήκη αλλά ένα εξοχικό σπίτι ή τουλάχιστον ένα γκαράζ.

Αισθάνθηκε τον εαυτό του και κατάλαβε οτι αυτό που ένιωσε ,- είναι ο εαυτός του- αποτελούμενος απο άπειρες μικρές ατομικότητες: απο αιθέριες προσωπικότητες αυτοκινήτων για την υπερνίκηση του διαστήματος που μύριζαν λάσιχο και ατσάλι, απο μυστηριώδεις ενδοσκοπήσεις του απομονομένου σ’αυτον τσέρκι, απο μικροπράγματα όπως καρφιά και παξιμάδια απο ψυχές απο άμμο, που ήταν σκορπισμένα στα ράφια. Το καθένα απο αυτά τα πλάσματα ειχέ ατελείωτες αποχρώσεις. Παρόλ’αυτά στον καθένα αντιστοιχούσε κάτι βασικό για αυτόν – κάποιο αποφασιστικό συναίσθημα. Και όλα αυτά ενωμένα, δημιούργησαν στο διάστημα μια καινούρια ενότητα, περιφραγμένη απο φρεσκοβαμμένες σανίδες, χωρίς σύνορα, που ήταν αυτό το Νούμερο ΧΙΙ. Π’ανω του στον ουρανό μέσα απο την ομίχλη και τα σύνεφα πλανιώταν ισόνομο το φεγγάρι... Απο τότε ξεκίνησε πραγματικά η ζωή του.

Σύντομα το Νούμερο ΧΙΙ κατάλαβε ότι πιο πολύ απο όλα του αρέσει η αίσθηση της πηγής και του διοχετευτή που ήταν τα ποδήλατα. Καμία φορά τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες, όταν όλα γύρο ησύχαζαν, αυτό κρύφα ταύτιζε τον εαυτό του άλλοτε με διπλωτή <<Καμόϊ>>, και άλλοτε με <<Σπούτνικ>>, νιώθοντας δύο διαφορετικά είδη απόλυτης ευτυχίας.

Σε αυτή τη κατάσταση, είναι πολύ εύκολο να βρεθείς πενίντα χιλιόμετρα μακριά απο την πραγματική σου τοποθεσία και να κύλας για παράδειγμα στην έρημη γέφυρα πάνω απο την διώρυγα στις όχθες του μπετόν ή στην λιλά άκρη του ζεστού δημόσιου δρόμου. Να σρτίβεις στη σύραγγα που δημιουργήθηκε γύρο απο το στενό αμαξωτό δρομάκι με τους πολλούς θάμνους, για να περιπλανηθείς σε αυτούς, να βγείς σε άλλο δρόμο που οδηγεί στο δάσος και μετά να σκοντάψεις στην πορτοκαλή γραμμή πάνω απο τον ορίζοντα. Μάλλον θα μπορούσες να προχωράς πάνω της μέχρι το τέλος της ζωής σου, όμως δεν το ήθελες γιατί αυτή η δυνατότητα σου έφερνε την ευτυχία. Θα μπορούσες να βρεθείς μέσα στην πόλη, στην οποιαδήποτε αυλή, όπου μέσα απο χαραμάδες στην άσφαλτο φύτευαν κάποιοι μακριούς κορμούς για να περάσεις εκεί όλο το βράδυ – και γενικά όλα.

Όταν του ήρθε η όρεξη να μιλήσει για μερικές ανησυχίες του с оккультно ориентированнім гаражом, που ήταν δίπλα του, και του απάντησε ότι στην πραγματικότητα η μεγαλύτερη ευτυχία είναι απλά ένα πράγμα το οποίο συνίσταται στην εκστατική ένωση με αρχέτυπο του γκαράζ – εδώ πως μπορούσες να διηγηθείς στον σου για δυο διαφορετικά είδη ευτυχίας, όπου το ένα από αυτά θα ήταν στρωτό, και το άλλο θα είχε τρεις ταχύτητες.

- Τι, και εγώ πρέπει να προσπαθήσω να αισθανθώ των εαυτό μου σαν γκαράζ? – ρώτησε κάποτε.

- Άλλος δρόμος δεν υπάρχει,- απάντησε το γκαράζ – είναι αμφίβολο αν θα το καταφέρεις, όμως έχεις περισσότερες ελπίδες από ότι έχει ένα σπιτάκι για σκύλο ή ένα περίπτερο με τσιγάρα.

- Και αν μου αρέσει να νιώθω ότι είμαι ένα ποδήλατο?- εξέφρασε το πιο απόκρυφο του πράγμα το Νούμερο ΧΙΙ.

- Ну что же, чувствуй – δεν μπορώ να στο απαγορέψω. Για μερικούς τα κατώτερα συναισθήματα είναι το όριο, και με αυτό δεν μπορείς να κάνεις τίποτα,- είπε το γκαράζ.

- Και τι είναι αυτό που είναι γραμμένο με κιμωλία στο πλάγιο σου μέρος;- άλλαξε θέμα το Νούμερο ΧΙΙ.

- Δεν είναι η δουλειά σου, παλιοκοντράπλακε – απάντησε απότομα με κακία το γκαράζ.

Το Νούμερο ΧΙΙ μίλησε από θυμό για αυτό,- ποίος δεν θυμώνει όταν αποκαλούν τα συναισθήματα του κατώτερα? Μετά από αυτό το περιστατικό ни о каком общении с гаражом не могло быть и речи, και το Νούμερο ΧΙΙ δεν το μετάνιωσε. Ένα πρωί το γκρέμισαν το γκαράζ, και το Νούμερο ΧΙΙ έμεινε μόνο του.

Είναι αλήθεια ότι από την αριστερή πλευρά είχε δυο άλλα γκαράζ, όμως προσπαθούσε να μην τα σκέφτεται. Όχι επειδή ήταν λίγο διαφορετικής κατασκευής και βαμμένα σε θαμπό ασαφές χρώμα – σε αυτό μπορούσες να υποταχθείς. Άλλο ήταν το ζήτημα: δίπλα στον πρώτο όροφο του τετραώροφου κτηρίου, όπου μένανε οι ιδιοκτήτες του Νούμερο ΧΙΙ, βρίσκονταν ένα μεγάλο λαχανοπωλείο, και αυτά τα γκαράζ τους χρησίμευαν ως συμπληρωματικοί χώροι. Μέσα τους φυλάσσονταν καρότα, πατάτες, παντζάρια, αγγούρια, όμως αυτό που διαφοροποιούσε το κυριότερο πράγμα σε σχέση με το Νούμερο 13 και το Νούμερο 14, ήταν βέβαια το λάχανο μέσα σε δυο τεράστια βαρέλια καλυμμένα με πολυαιθυλικό. Το Νούμερο ΧΙΙ συχνά έβλεπε τα βαθιά τους σώματα σφιγμένα με χαλύβδινο τσέρκι, που κατρακυλούσαν έξω στην αυλή περικυκλωμένα από τη συνοδεία των καχεκτικών εργατών. Τότε τρόμαζε ακόμα πιο πολύ, και θυμόταν ένα από τα λεγόμενα του μακαρίτη του γκαράζ , το οποίο πότε-πότε του έλειπε: ‘’Από μερικά πράγματα στη ζωή πρέπει απλά όσο πιο γρήγορα γίνεται να στρέφεις τα νώτα σου’’- θυμόταν και κατευθείαν το ακολουθούσε. Η σκοτεινή δυσνόητη ζωή των γειτόνων, οι σάπιες αναθυμιάσεις τους και η ηλίθια ικανότητα της ζωής απειλούσαν το Νούμερο ΧΙΙ. Επειδή η ίδια η ύπαρξη αυτών των χαμηλών κτηρίων αρνούταν όλα τα υπόλοιπα και με κάθε σταγόνα της σαλαμούρας στα βαρέλια δήλωνε, ότι το Νούμερο ΧΙΙ δεν είναι χρήσιμος σε αυτό το σύμπαν. Εν πάση περιπτώσει, έτσι αποκρυπτογράφησε τα κύματα της κατανόησης του κόσμου που προέρχονταν από αυτούς.

Όμως η μέρα τελείωνε, το φως σιγόσβυνε, το Νούμερο ΧΙΙ γίνονταν ένα ποδήλατο, που έτρεχε στον έρημο αυτοκινητόδρομο, και να θυμόταν τους τρόμους της ημέρας ήταν πολύ αστείο.

Ήταν η μέση του καλοκαιριού, όταν κουδούνισε η κλειδαριά. Κατεβάστηκε ο σιδερόδεσμος της κλειδαριάς, και μέσα στο Νούμερο ΧΙΙ μπήκαν δυο – ο ιδιοκτήτης και μια γυναίκα. Το Νούμερο ΧΙΙ δεν την συμπαθούσε , επειδή κατά κάποιο ανεξήγητο τρόπο του θύμισε όλα αυτά που δεν χώνευε. Όχι ότι από τη γυναίκα μύριζε λάχανο και για αυτό του έκανε τέτοια εντύπωση – μάλλον αντίθετα, η μυρωδιά του λάχανου περιείχε πληροφορίες για αυτήν την γυναίκα. Με την εμφάνιση της σαν να εξέφραζε την ιδέα της ζύμωσης και ενσάρκωνε εκείνη τη καταπιεσμένη ελευθερία, στην οποία το Νούμερο 13 και 14 ήταν υπόχρεοι με το παρόν τους.

Το Νούμερο ΧΙΙ σκέφτηκε και οι άνθρωποι εν τω μεταξύ μιλούσαν:

Λοιπόν, να βγουν τα ράφια – και εντάξει, εντάξει…

Το υπόστεγο – πρώτης ποιότητας,- απάντησε ο ιδιοκτήτης, βγάζοντας έξω ποδήλατα,- τίποτα δεν στάζει. Και τι ωραίο χρώμα!

Έβγαλε τα ποδήλατα έξω και τα στήριξε στον τοίχο. Άρχισε άτακτα να μαζεύει όλα όσα υπήρχαν στα ράφια. Τότε το Νούμερο ΧΙΙ δεν αισθάνθηκε καλά.

Φυσικά και παλιότερα τα ποδήλατα συχνά εξαφανίζονταν για κάποιο διάστημα, και μπορούσε να κλείνει το κενό που παρουσιαζόταν με την μνήμη του. Μετά, όταν έβαζαν τα ποδήλατα στην θέση τους, εκπλήσσονταν Νούμερο ΧΙΙ από την ατέλεια των δημιουργημένων από την μνήμη του εικόνων σε σύγκριση με την πραγματική ομορφιά των ποδηλάτων, που απλά αναδύονταν στο χώρο με αυτά. Λοιπόν, εξαφανίζοντας τα ποδήλατα πάντα γυρνούσαν. Και όλοι αυτοι οι σύντομοι χωρισμοί με το βασικό αυτόν στην δικιά του ψυχή έδιναν τη ζωη του Νούμερο ΧΙΙ τηναπρόβλεπτη γοητεία της αυριανής ημέρας, ενώ τώρα όλα ήταν διαφορετικά. Τα ποδήλατα τα πήραν για πάντα.

Αυτός κατάλαβε την πλήρης και αναιδή ερήμωση, την οποία παρήγαγε σε αυτόν τον φορέα των κόκκινων παντελονιών – πρώτη φορά έγινε αυτό. Είχε ώρα που έφυγε κάπου η γυναίκα με την άσπρη ρόμπα, και ο ιδιοκτήτης ακόμα έψαχνε, μαζευλοντας τα εργαλεία στην τσάντα, βγάζοντας τους τενεκέδες. Και παλιές κολλημένες σαμπρέλες από τους τοίχους. Μετά έφτασε σχεδόν στην πόρτα το φορτηγό, και τα δυο ποδήλατα ύστερα από τις γεμάτες τσάντες βούτηξαν ταπεινά στο πισινό ξετυλιγμένο καραβόπανο του.

Το Νούμερο ΧΙΙ ήταν άδειος, και η πόρτα του ήταν ορθάνοιχτη.

Όμως παρόλα τα εμπόδια, αυτός συνέχισε να είναι ο εαυτός του. Μέσα του συνέχισαν να ζουν οι ψυχές όλων αυτών, που τους αφιέρωσε τη ζωή του. Αν και αυτές γίνανε παρόμοιες με τις σκιές, σαν πρώτα ανακατευόντουσαν μαζί, για να τον δημιουργήσουν, τον Νούμερο ΧΙΙ.

Και μόνο για να διατηρήσει την προσωπικότητα του χρειάζεται ισχυρή θέληση, την οποία θα μπορούσε να συγκεντρώσει.

Το πρωί παρατήρησε στον εαυτό του μια αλλαγή – δεν τον ενδιέφερε πλέον ο κόσμος γύρο του, και όλα αυτά που τον απασχολούσαν βρίσκονταν στο παρελθόν και μετατοπίζονταν με κύκλους στην μνήμη του. Ήξερε πώς να το εξηγήσει: ο ιδιοκτήτης φεύγοντας ξέχασε το τσέρκι, που έμεινε ως μοναδικό πραγματικό κομμάτι της σημερινής οραματικής ζωής του. Και για αυτό, τώρα το Νούμερο ΧΙΙ θύμιζε πολύ στον εαυτό του έναν κλειστό κύκλο. Όμως δεν είχε τη δύναμη να ασχοληθεί με αυτό και να σκεφτεί εάν θα του κάνει καλό ή κακό. Όλα αυτά τα πλημμύριζε και τα ξεχρωμάτιζε η μελαγχολία.

Κάποτε εμφανίστηκαν οι εργάτες, μπήκαν στην απροστάτευτη ανοιχτή πόρτα και μέσα σε μερικά λεπτά έριξαν τα ράφια. Δεν πρόλαβε το Νούμερο ΧΙΙ να νιώσει την καινούρια του κατάσταση, ξαφνικά ένα κύμα του τρόμου τον περιέλουσε και εν τω μεταξύ του έδηξε πόση ζωτική δύναμη είχε παραμείνει μέσα του για να αισθανθεί φόβο.

Έξω στην αυλή, προς το μέρος του κυλούσαν μία βαρέλα. Ακριβώς προς το μέρος του. Μέχρι και στον πάτο της νοσταλγίας του φαινόταν ότι χειρότερα από αυτά που έπαθε δεν μπορεί να δει κανείς στα όνειρά του, δεν ονειρευόταν για τέτοια ευκαιρία.

Η βαρέλα ήταν άσχημη. Ήταν τεράστια και κυρτή, ήταν πολύ παλιά. Και οι πλευρές της, που είχαν διαποτιστεί από κάτι τερατόμορφο, έβγαζαν μια μυρωδιά ενός φάσματος που μέχρι και οι δουλευταράδες συνηθισμένοι στις αναποδιές της ζωής, που το κυλούσαν, έστρεφαν τα νώτα τους και έβριζαν. Ταυτόχρονα, το Νούμερο ΧΙΙ έβλεπε κάτι απαραίτητο για τους εργάτες. Στην βαρέλα πάγωνε η προσοχή και με την υγρή ομοιότητα του ματιού αφομοίωνε τον κόσμο. Το Νούμερο ΧΙΙ λιποθύμησε και δεν είδε πως κατρακυλούσαν τη βαρέλα μέσα και τη γύριζαν στο πάτωμα βάζοντας ακριβώς στο κέντρο.

Το μαρτύριο συνεχίζεται. Πέρασαν δυο ημέρες και οι σκέψεις και τα συναισθήματα του Νούμερο ΧΙΙ άρχισαν σιγά-σιγά να περιτριγυρίζουν. Τώρα έγινε άλλος, και όλα μέσα του ήταν αλλιώς. Ακριβώς στο κέντρο της ψυχής του, εκεί, όπου κάποτε αναπαύονταν περιφραγμένες από τον άνεμο κορνίζες, τώρα χτυπούσε ζωντανός θάνατος, συμπυκνωμένος στη βαρέλα, που ανέπνεε αργά και σκεφτόταν. Οι σκέψεις αυτές τώρα γίνανε και του Νούμερο ΧΙΙ. Ένιωσε τη ζύμωση της σάπιας άλμης, και αυτά μέσα του έγιναν φουσκαλίδες, για να σκάσουν στην επιφάνια, δημιουργώντας κοιλότητα στο φύλλο της μούχλας. Μέσα του μετατοπίζονταν υπό την επίδραση του αερίου φουσκωμένα πτωματωδή αγγούρια. Μέσα του τεντώνονταν διατοπιμένα με βλέννα σανίδια, σφιγμένα με σκουριασμένο σίδερο. Όλα αυτά ήταν αυτός, το Γκαράζ Νούμερο ΧΙΙ.

Τα Νούμερα 13 και 14 δεν τον τρόμαζαν πλέον – αντίθετα, μεταξύ τους γρήγορα αποκαταστάθηκε μια μισό-ασυνείδητη συντροφικότητα. Όμως το παρελθόν δεν εξαφανίστηκε εντελώς – ήταν απλά απωθημένο και τσαλακωμένο. Για αυτό η καινούρια ζωή του Νούμερο ΧΙΙ ήταν διπλή. Από τη μια μεριά, συμμετείχε σε όλα με ίσια δικαιώματα με το Νούμερο 13 και 14, και από την άλλη – κάπου μέσα του κρύβονταν τα συναισθήματα – η συνείδηση/αντίληψη της τρομακτικής αδικίας των γεγονότων που του έτυχαν. Όμως το κέντρο βάρος του καινούριου πλάσματος του βρισκόταν, βέβαια, στη βαρέλα που έβγαζε συνεχής γλουγλουκισμό και τρίξιμο, και αντικαταστάθηκε με το υποτιθέμενο θρόισμα του λάστιχου.

Τα Νούμερα 13 και 14 του εξήγησαν ότι όλα αυτά που γίνανε, είναι στοιχειώδης ηλικιακή κρίση.

Η είσοδος στον πραγματικό κόσμο με τις ανησυχίες και αγωνίες του πάντα συνεπάγεται μερικές δυσκολίες,- έλεγε το Νούμερο 13,- εντελώς καινούρια προβλήματα γεμίζουν τη ψυχή.

Και πρόσθεσε επιδοκιμαστικά:

Δεν είναι τίποτα, θα το συνηθίσεις. Μόνο στην αρχή είναι δύσκολα.

Ο δέκατος τέταρτος ήταν ένα υπόστεγο της φιλοσοφικής κράσης, συχνά έλεγε για το πνευματικό θέμα και σύντομα έπεισε τον καινούριο σύντροφο, ότι αφού το ωραίο συνίσταται στην αρμονία ( ‘’Πρώτον’’,- έλεγε αυτός ), και μέσα – αυτό είναι αντικειμενικό – βρίσκονται τα αγγούρια ή το λάχανο (‘’Δεύτερον’’), τότε το ωραίο στη ζωή συνίσταται στην επίτευξη της αρμονίας με τα περιεχόμενα της βαρέλας και την εξάλειψη όλων που την εμποδίζουν. Κάτω από την άκρη της δικιάς του βαρέλας, για να μην χύνεται, είχαν βάλει ένα παλιό φιλοσοφικό λεξικό, από το οποίο συχνά ανάφερε αποσπάσματα. Το ίδιο το λεξικό τον βοήθησε να εξηγήσει στο Νούμερο ΧΙΙ, πως πρέπει να ζει. Παρόλα αυτά, το Νούμερο 14 δεν εμπιστεύτηκε τελείως τον πρωτάρη, αισθανόμενος κάτι σε αυτόν που ο ίδιος δεν παρατηρούσε πλέον μέσα του.

Σιγά-σιγά το Νούμερο ΧΙΙ πράγματι συνήθισε. Που και που αισθανόταν μέχρι και μια ιδιαίτερη έμπνευση, μια καινούρια θέληση στη δικιά του νέα ζωή. Και όμως η δυσπιστία των καινούριων των φίλων ήταν δικαιολογημένη. Μερικές φορές το Νούμερο ΧΙΙ έπιανε μια γρήγορη, όπως μια ακτίνα από την κλειδαρότρυπα, αναλαμπή από κάτι ξεχασμένο και τότε βουτούσε σε συγκεντρωμένη περιφρόνηση/απαξίωση στον εαυτό του. Τι να πεις για τους άλλους, που κάτι τέτοιες στιγμές απλά τους μιλούσε.

Όλο αυτό, βέβαια, καταπνιγόταν από την ανίκητη κοσμοαντίληψη της βαρέλας με τα αγγούρια, και σύντομα το Νούμερο ΧΙΙ απορούσε γιατί μεγαλοπιανότανΣιγά-σιγά έγινε πιο απλός και το παρελθόν όλο και πιο σπάνια τον τάραζε, επειδή δύσκολο είναι να προλαβαίνεις τα υπερβολικά διαβατάρικα ξεσπάσματα της μνήμης. Όμως συγχρόνως η βαρέλα όλο και πιο συχνά εμφανιζόταν ως μια εγγύηση της αντοχής και της ηρεμίας, όπως η σαβούρα στο καράβι. Που και που το Νούμερο ΧΙΙ ονειρευόταν τον εαυτό του – με την μορφή του πετρελαιοκίνητου ντίζελ, έπλεε στο αύριο.

Αισθάνθηκε την ιδιότροπη καλοσύνη που διέκρινε τη βαρέλα του,- όμως από τότε οριστικά της άνοιξε κάτι στον εαυτό του. Τώρα τα αγγούρια του φαινόντουσαν κάτι σαν τα παιδιά του.

Τα Νούμερα 13 και 14 ήταν καλοί σύντροφοι, και έβρισκε σε αυτούς το βασικό στήριγμα για το νέο του ξεκίνημα…? Καμιά φορά, το βράδυ και οι τρεις σιωπηλά ταξινομούσαν τα αντικείμενα στον πλανήτη, γεμίζοντας ολόγυρα με κοινή κατανόηση. Και όταν ένα οποιοδήποτε νέο χτισμένο σπιτάκι ταρακουνιόταν, το Νούμερο ΧΙΙ κοιτάζοντας το σκεφτόταν: ‘’Βλακεία… Δεν πειράζει, θα λογικευτεί – θα καταλάβει…’’.Μερικοί τέτοιοι μετασχηματισμοί γίνανε στα μάτια του, και αυτό ακόμα για μια φορά επιβεβαίωσε το δίκιο του. Αισθανόταν και μίσος – όταν στον πλανήτη εμφανιζόταν κάτι άχρηστο, Δόξα τον Θεό, αυτό γινόταν σπάνια. Περνούσαν μέρες και χρόνια, και φαινόταν πως δεν θα άλλαζε τίποτα πλέον.

Κάποτε ένα καλοκαιρινό βράδυ, εξετάζοντας τον χώρο του το Νούμερο ΧΙΙ έπεσε πάνω σε ένα παράξενο αντικείμενο: ένα αραχνιασμένο τσέρκι από πάστα. Στην αρχή δεν μπορούσε να καταλάβει, τι ήταν αυτό,- και ξαφνικά θυμήθηκε: αφού τόσα είχαν σχέση με αυτό το πράγμα! Η βαρέλα κοιμόταν μέσα του, και κάποια άλλη πλευρά του προσεκτικά ξεχώριζε τα νήματα της μνήμης. Όμως όλα αυτά ήταν εδώ και καιρό καταξεσχισμένα και δεν οδηγούσαν πουθενά. Μα υπήρχε κάτι; Ή όχι; Συγκεντρωμένα προσπαθούσε να καταλάβει, δεν θυμόταν τι ακριβώς. Για ένα δευτερόλεπτο δεν αισθάνθηκε τη βαρέλα και κάπως απομακρύνθηκε από αυτήν.

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή στην αυλή μπήκε ? ένα ποδήλατο, και η ποδηλασία χωρίς κάποιο λόγω κουδούνισε 2 φορές με το κουδουνάκι στο τιμόνι. Και αυτό ήταν αρκετό – το Νούμερο ΧΙΙ ξαφνικά τα θυμήθηκε όλα.

Ποδήλατο.

Ασφαλτόδρομος.

Ηλιοβασίλεμα.

Η γέφυρα στο ποτάμι.

Θυμήθηκε ποιος είναι αυτός στην πραγματικότητα, και έγινε επιτέλους ο εαυτό του – πράγματι ο εαυτός του. Ότι είχε σχέση μ τη βαρέλα πέρασε σαν την ξερή κόρα. Μύρισε την απαίσια βρώμα της άλμης και είδε τους χθεσινούς του φίλους τα Νούμερα 13 και 14, έτσι όπως ήταν πριν. Όμως δεν είχε χρόνο να τα σκέφτεται αυτά – έπρεπε να βιαστεί, επειδή ήξερε ότι η καταραμένη βαρέλα εάν δεν τον υπέτασσε πάλι και θα τον έκανε όμοιο της.

Εν τω μεταξύ η βαρέλα ξύπνησε, το κατάλαβε, και το Νούμερο ΧΙΙ ένιωσε το γνωστό κύμα της κρύας αποβλάκωσης. Παλιά νόμιζε ότι ήταν δικιά του αποβλάκωση. Ξυπνώντας, η βαρέλα ξεκίνησε να τον γεμίζει και δεν μπορούσε με τίποτα να της απαντήσει, εκτός από ένα.

Κάτω από την προεξοχή της σκέπης περνούσαν δυο ηλεκτρικά καλώδια. Κάποτε περνούσαν από την τομή στο σανίδι, όμως έχει καιρό που βγήκαν από κει και τώρα σφηνώθηκαν με γυμνό χαλκό στο δέντρο το ένα πάνω στο άλλο. Μέχρι να συνέλθει η βαρέλα και να εξακριβώσει τι γίνεται, το Νούμερο ΧΙΙ έκανε ένα πράγμα: με όλες του τις δυνάμεις πάτησε αυτά τα καλώδια, χρησιμοποιώντας μια καινούρια δυνατότητα, που εμφανίστηκε σ’αυτόν από την απελπισία. Την επόμενη στιγμή τον εξαφάνισε μια ακίνητη δύναμη που έβγαινε από τη βαρέλα με τα αγγούρια. Για κάποιο διάστημα σταμάτησε να υπάρχει. Όμως η δουλεία έγινε – τα καλώδια βρέθηκαν στον αέρα, άγγιζαν ένα το άλλο και στο σημείο της συνάντησης τους ξέσπασε ασπρόλιλή φλόγα. Σε ένα δευτερόλεπτο έπεσε η ασφάλεια και το ρεύμα στα καλώδια εξαφανίστηκε. Όμως από το ξερό σανίδι ήδη ανέβαινε στενή λωρίδα καπνού. Μετά εμφανίστηκε φωτιά που δεν συναντούσε στο δρόμο της κανένα εμπόδιο, ξεκίνησε να μεγαλώνει και να πλησιάζει τη σκεπή.

Το Νούμερο ΧΙΙ συνήλθε μετά το χτύπημα και κατάλαβε ότι η βαρέλα αποφάσισε να τον εξόντωσειε. Έσφιξε όλο την ύπαρξη του σε ένα από τα πάνω σανίδια της σκεπής και ένιωσε ότι η βαρέλα δεν ήταν μόνη της – τη βοηθούσαν τα Νούμερα 13 και 14, που τον πίεζαν από έξω.

‘’Προφανώς,- με παράξενη ανακούφιση σκέφτηκε το Νούμερο ΧΙΙ,- για αυτούς τώρα γίνεται κάτι σαν χαλιναγώγηση του τρελού, αλλά μπορεί – прорезавшегося врага, που με τόση επιδεξιότητα υποκρινόταν δικός σου.’’ Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη του, επειδή η βαρέλα, με όλη τη σαπίλα της πλακώθηκε στο όριο της ύπαρξης του, και διπλασίασε τις προσπάθειες της. Άντεξε και κατάλαβε, ότι το επόμενο χτύπημα θα είναι τελευταίο για αυτόν, και ετοιμάστηκε να πεθάνει. Ενώ περνούσε η ώρα το δεύτερο χτύπημα δεν πραγματοποιήθηκε. Τότε το Νούμερο ΧΙΙ επέκτεινε λίγο τα σύνορα του και ένιωσε δυο πράγματα. Το πρώτο ήταν ο φόβος της βαρέλας – κρύος και αργός, όπως και οι όλες τις επιδείξεις. Το δεύτερο ήταν η φωτιά που φλεγόταν γύρο και ήδη πλησίαζε το ταβάνι, που εμψύχωνε το Νούμερο ΧΙΙ. Καίγονταν οι τοίχοι, η λαμαρίνα έκλαιγε με φλογερά δάκρυα και με λυγμούς, ενώ κάτω καίγονταν πλαστικά μπουκάλια με ελαιόλαδο. Μερικά από αυτά σκάγανε, η άλμη έβραζε στη βαρέλα, η οποία παρόλη τη δύναμη της, καταστρέφονταν. Το Νούμερο ΧΙΙ επεκτάθηκε σε όλα τα μέρη της σκεπής, που ακόμα υπήρχε, και θυμήθηκε εκείνη την μέρα που τον βάψανε. Και το βασικό είναι ότι εκείνο το βράδυ: ήθελε να πεθάνει με αυτήν τη σκέψη. Από δίπλα ήδη καιγόταν το Νούμερο 13, και αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που πρόσεξε το Νούμερο ΧΙΙ. Όμως ο θάνατος δεν ερχόταν, και όταν το τελευταίο του πελεκούδι άρχισε να καίγεται, έγινε κάτι απρόοπτο.

Η διαχειρίστρια του δέκατου έβδομου μανάβικου, εκείνη η ίδια γυναίκα, πήγαινε σπίτι χωρίς διάθεση. Το απόγευμα, κατά τις έξι ξαφνικά πήρε φωτιά το υπόστεγο, όπου είχε λάδια και αγγούρια. Χύθηκε το λάδι και η φωτιά μεταδόθηκε στα διπλανά υπόστεγα – γενικά, ότι μπορούσε να καεί κάηκε. Από το δωδέκατο υπόστεγο μείνανε μόνο κλειδιά, ενώ από το δεκατοτρίτο και δεκατοτέταρτο – από μερικά καμένα σανίδια.

Ως που να συμπληρώσουν τα πρακτικά και να εξηγηθούν με τους πυροσβέστες, σκοτείνιασε και ήταν τρομακτικά να περπατάς, επειδή ο δρόμος ήταν ερημικός και τα δέντρα και από τις δυο πλευρές φαίνονταν σαν ληστές. Η διαχειρίστρια στάθηκε και κοίταξε πίσω – εάν την ακολουθούσε κανείς κατά πόδας. Ήταν ήρεμα. Έκανε ακόμα μερικά βήματα και κοίταξε πίσω: της φάνηκε ότι κάτι τρεμούλιασε μακριά. Για κάθε ενδεχόμενο παραμέρισε, πίσω από το δέντρο, και προσηλώθηκε τεταμένα στο σκοτάδι, περιμένοντας μέχρι να ξεκαθαριστεί η κατάσταση.

Στο πιο μακρινό ορατό σημείο του δρόμου εμφανίστηκε μια φωτεινή κηλίδα. ‘’Η μοτοσικλέτα!’’ – σκέφτηκε η διαχειρίστρια και ακόμα πιο δυνατά γραπώθηκε στο δέντρο. Όμως δεν ακουγόταν ο θόρυβος του κινητήρα. Η φωτεινή κηλίδα πλησίασε και φαινόταν πως δεν προχωρούσε από το δρόμο, αλλά πετούσε πάνω της. Ακόμα ένα δευτερόλεπτο και η κηλίδα μεταμορφώθηκε σε ένα απόλυτο ανύπαρκτο πράγμα – το ποδήλατο χωρίς τον ποδηλάτη, που πετούσε στο ύψος τριών ή τεσσάρων μέτρων. Η κατασκευή του ήταν παράξενη – η όψη του ήταν κακοφτιαγμένη, σαν να φτιάχτηκε από σανίδια. Όμως το πιο παράξενο ήταν ότι το ποδήλατο έλαμπε και αναβόσβηνε αλλάζοντας χρώματα. Μια γινόταν διαφανές από την άλλη άναβε με μια ανυπόφορη λάμψη. Δεν θυμόταν τον εαυτό της, η διαχειρίστρια βγήκε στη μέση του δρόμου και το ποδήλατο ολοφάνερα αντέδρασε στην εμφάνιση της. Κατέβηκε, χαμήλωσε την ταχύτητα και έκανε μερικούς κύκλους πάνω από το κεφάλι της ζαλισμένης γυναίκας. Μετά ανέβηκε επάνω, ΄΄πάγωσε΄΄ εκεί και αυστηρά σαν τον ανεμοδείκτη γύρισε πάνω από το δρόμο. Στάθηκε έτσι για μια στιγμή ή δύο και επιτέλους ξεκίνησε. Ανέπτυξε μια απίστευτη ταχύτητα και μετατράπηκε σε ένα αστραφτερό σημείο στον ουρανό. Μετά απ’αυτό εξαφανίστηκε.

Όταν η διαχειρίστρια συνήλθε, παρατήρησε ότι κάθεται στη μέση του δρόμου. Σηκώθηκε, τινάχθηκε και ξέχασε τελείως… Άλλωστε, ο Θεός ήταν μαζί της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: