Κορνέι Τσουκόβσκι: Το δράμα της κυρά Θοδώρας

1

Τρέχει το σουρωτήρι στα λιβάδια
και το λαδωτήρι στα λαγκάδια.
Πίσω από το φτυάρι η σκούπα, σαν τρελή
δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει στην αυλή.
Αχ και τα τσεκούρια! Τα τσεκούρια απ' τις πλαγιές
τρέχουν και ξεχύνονται στις βουνοκορφές.
Η κατσίκα σκιάχτηκε
το μάτι της πετάχτηκε!
"Τι γίνεται; Γιατί;
Δεν καταλαβαίνω γρι!"
2
Και σαν μαύρο πόδι σιδερένιο
τρέχει το αναδευτήρι το μαντεμένιο.
Και άρχισαν να τρέχουν τα μαχαίρια στην αυλή
"Κράτα γερά! κράτα γερά!" Φωνάζανε μαζί.
Τρέχοντας οι κατσαρόλες στο σίδερο φωνάζαν όλες
"Εγώ τρέχω, τρέχω, τρέχω! Να κρατηθώ άλλο δεν αντέχω!"
Τρίζει, τρέχει η τσαγιέρα
από πίσω η καφετιέρα.
Τρέχουν τα σίδερα και κράζουν
στις λάσπες πάνω σαν καλπάζουν.
Τρέχουν και τα πιατάκια
ντζιν- λα- λα, ντζιν- λα- λα!
κατεβαίνουν στα δρομάκια
ντζιν- λα- λα, ντζιν- λα- λα!
σκουντουφλάν στα ποτηράκια
και τα κάνουν θρυψαλάκια.
Τρέχει, κροταλίζει και χτυπιέται το τηγάνι
" Εσείς για που το βάλατε και πάλι;"
Ξοπίσω του πηρουνάκια
μερικές μποτίλιες και ποτηράκια,
τα κουτάλια και οι κούπες
καβαλήσανε τις σκούπες.
Από το παράθυρο το τραπέζι πηδά
και γρήγορα, γρήγορα τον δρόμο τραβά.
Και σαν τον φανταχτερό καβαλάρη
κάθεται πάνω του το σαμοβάρι,
στους συντρόφους του λόγο θα βγάλει:
"φύγετε, τρέξτε, σωθείτε!"
3
Προσπερνώντας τη φραξιά
τρέχει η Θοδώρα η γιαγιά.
Ξοπίσω τους πάει
πίσω τα ζητάει
Και απάντησε η σκάφη στη Θοδώρα:
"Θυμωμένη είμαι τώρα!"
Και το αναδευτήρι απαντά:
"Δεν είμαι και δούλος σου πια!"
Τα πορσελάνινα πιατάκια
την κοροϊδεύουν μ΄αστειάκια
"Ποτέ, μα ποτέ δεν επιστρέφουμε ξανά!"
Και ακόμα τα γατάκια
τρέχουν πίσω απ' τα πιατάκια.
Με φούριες πολλές
φουντώνοντας τις ουρές
" Είστε εσείς έξω απ' το φράχτη να βγαίνετε;
Με τα κοράκια κει έξω να μένετε;"
" Θα γκρεμιστείτε στα χαντάκια,
θα βυθιστείτε στα ρυάκια...
Ελάτε σπίτι λοιπόν!"
Μα τα πιάτα αν και σπάνε
στη Θοδώρα δε γυρνάνε
" Στα λιβάδια ας χαθούμε
πίσω όμως δε γυρνούμε!"
4
Δίπλα τους έτρεχε μια κότα
και είδε κει τα γεγονότα
"Κο- κο- κο! Κο- κο- κο!
Για που το βάλατε; Με πιο σκοπό;"
Τα κουζινικά απαντήσανε
πως άσχημα με τη γριά ζήσανε
"Καθόλου δε μας αγαπούσε,
όλη μέρα μας βαρούσε.
Με καπνιές και βρωμιές μας γέμισε,
μας αφάνισε και μας γκρέμισε..."
"Κο- κο- κο! Κο- κο- κο!
Τι μεγάλο το κακό!"
"Ναι- η χάλκινη σκάφη ψιθύρισε-
κοίταξε μας και παρατήρησε:
Σπασμένα και δαρμένα,
με βρωμιές ποτισμένα!
Κοίτα μες το βαρελάκι-
υπάρχει ένα βατραχάκι.
Ρίξε στον κάδο μια ματιά-
αράχνες στήσανε φωλιά.
Γι' αυτό και 'μεις απ' τη γριά το σκάσαμε,
βάλτους, πρασιές και λιβάδια περάσαμε...
Αλλά δε γυρνάμε στην τσαπατσούλα
στην βρωμιάρα Θοδωρούλα!"
5
Και μέσα στα δάση έτρεξαν
στις ρίζες και στα κούτσουρα έμπλεξαν.
Μόνη τώρα η καημένη η κυρά
κλαίει πικρά, δεν σταματά...
Θέλησε να κάτσει στο τραπέζι η γριά
αυτό όμως έφυγε πίσω απ' τη φραξιά
Μια σούπα θέλει να μαγειρέψει
που όμως τις κατσαρόλες να γυρέψει;
κούπες και ποτήρια έφυγαν
μόνο αράχνες έμειναν.
Αχ! Τι δράμα τραβά
η Θοδώρα η γιαγιά!
6
Τα σκεύη μπροστά τραβάνε
κάμπους και βάλτους περνάνε
Ψηθυρίζει στο σίδερο η τσαγιέρα:
"Δεν αντέχω να πάω πιο πέρα!"
Και άρχισαν τα πιατάκια να κλαίνε
πίσω θέλουν να πάνε λένε
Και πιάσαν οι λυγμοί τη σκάφη την καημένη
"Δέστε πως είμαι...Σακατεμένη!"
Ένα πιατάκι φωνάζει δες!
Πίσω απ' αυτές τις κορφές!
μέσα απ' τα σκοτεινά πεύκα πηγαίνει
η γιαγιά η Θοδώρα, κουτσαίνει
Ένα θαύμα συνέβη εκεί
έγινε η Θοδώρα αγαθή
Ήσυχα και ήρεμα τ' ακολουθεί.
Και σιγανά τραγουδά
"Αχ καημένα μ' ορφανά
σίδερα και κουζινικά
Έτσι άπλυτα που είστε φυγέτε απ' έδω
στο σπίτι με γάργαρο θα σας πλύνω νερό
Με άμμο θα σας καθαρίσω
βραστό νεράκι θα σας χύσω
Σαν ήλιος θα λάμψετε ξανά
τις κατσαρίδες θα διώξω μακριά!"
Και ο πλάστης είπε: "κρίμα είναι τώρα..."
Και η κούπα: "Αχ καημένη Θοδώρα!"
πρόσθεσε το πιατάκι
"πάμε σπίτι σε λιγάκι!"
Και είπαν τα σίδερα μαζί όλα
"Δεν είναι εχθρός μας η Θοδώρα"
7
Για ώρα πολύ τα χάιδευε και τα φιλούσε
τα έπλενε, τα ξέπλενε και τ' αγαπούσε
"Τα κουζινικά δεν θα στεναχωρώ
θα τα σέβομαι, θα τ' αγαπώ!"
Γέλασαν στο σαμοβάρι οι κατσαρόλες
νόημα του κάναν όλες
"Έτσι ας γίνει Θοδώρα γιαγιά,
σε συγχωρούμε με χαρά!"
πέταξαν και μπήκαν στη σόμπα μ' ορμή
τηγάνιζαν και έψηναν πίτες με τυρί...
μετάφραση Ίρμα Παπαδοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια: