Κωνσταντίν Παουστόφσκι:Το χιόνι

Ο γέρος Ποταπόφ πέθανε ένα μήνα μετά την εγκατάσταση της Τατιάνας Πετρόβνα
στο σπίτι του. Η Τατιάνα Πετρόβνα έμεινε μόνη με την κόρη της, την Βάρια, και την ηλικιωμένη παραμάνα.
Το σπίτι ήταν μικρό- όλο κι όλο τρία δωμάτια – βρισκόταν στο βουνό, πάνω από το ποτάμι και απομακρυσμένο από την πόλη. Πίσω από το σπίτι, στον κήπο, άσπριζε ένα δασάκι από σημύδες. Εκεί κελαηδούσαν τα πουλιά από το πρωί μέχρι το σούρουπο. Καθώς έπεφταν από τα σύννεφα πάνω στις γυμνές κορυφές έφερναν την κακοκαιρία.
Η Τατιάνα Πετρόβνα, μετά από την Μόσχα, για πολύ καιρό δεν μπορούσε να συνηθίσει αυτή την ερημική πόλη, το σπιτάκι με την αυλόπορτα να τρίζει και τα σιωπηλά βράδια, όταν το μόνο που ακουγόταν που και που ήταν το τρίξιμο της λάμπας πετρελαίου.
"Πόσο ανόητη είμαι", - σκέφτηκε η Τατιάνα Πετρόβνα. "Γιατί έφυγα από την Μόσχα και εγκατέλειψα το θέατρο, τους φίλους μου; Έπρεπε να άφηνα την Βάρια στην παραμάνα της στο Πούσκινο - εκεί δεν γίνονταν πολλές αεροεπιδρομές -, και να έμενα μόνη στη Μόσχα.
"Αχ Θεέ μου πόσο ανόητη είμαι ." Όμως η επιστροφή στη Μόσχα ήταν ήδη κάτι το απαγορευμένο. Η Τατιάνα Πετρόβνα αποφάσισε να δίνει παραστάσεις στο πρόχειρο νοσοκομείο, το οποίο απείχε ελάχιστα από την πόλη, και έπειτα ησύχασε. Τελικά η πόλη άρχισε να της αρέσει, κυρίως όταν ήρθε ο χειμώνας και γέμισε παντού χιόνι. Τότε οι μέρες περνούσαν ομαλά.
Το ποτάμι για πολύ καιρό δεν είχε παγώσει, μέσα από το πράσινο αναδυόταν ατμός. Η Τατιάνα Πετρόβνα συνήθισε τόσο την πόλη όσο και το σπίτι. Συνήθισε και το ακούρδιστο πιάνο και τις κιτρινισμένες φωτογραφίες στους τοίχους, που απεικόνιζαν τα άρματα των πεζοναυτών. Ο γέρο-Ποταπόφ ήταν στο παρελθόν μηχανικός στα καράβια. Πάνω στο γραφείο του που ήταν καλυμμένο με πράσινη τσόχα, βρισκόταν η μινιατούρα του καταδρομικού πλοίου "Ο Βροντερός", με το οποίο ταξίδευε στο παρελθόν.
Στη Βάρια είχαν απαγορέψει να αγγίζει τη μινιατούρα. Και γενικώς δεν επέτρεπαν σε κανέναν να την αγγίζει. Η Τατιάνα Πετρόβνα γνώριζε ότι ο Ποταπόφ είχε έναν γιό, ο οποίος τώρα υπηρετούσε στο στόλο της Μαύρης Θάλασσας. Στο γραφείο δίπλα από τη μινιατούρα βρισκόταν η κάρτα του. Μερικές φορές η Τατιάνα Πετρόβνα την έπαιρνε και την κοίταζε προσεκτικά και με σουφρωμένα τα φρύδια συλλογιζόταν. Της φαινόταν ότι κάποτε τον είχε συναντήσει, πριν πολύ καιρό, πριν ακόμα και από τον αποτυχημένο γάμο της. Όμως πού; Πότε; Ο ναυτικός την κοιτούσε γεμάτος ηρεμία, λιγάκι ειρωνικά σαν να την ρωτούσε "Τελικά είναι δυνατόν να μην θυμάστε πού έχουμε συναντηθεί;"
- Όχι, δεν θυμάμαι, - απάντησε χαμηλόφωνα η Τατιάνα Πετρόβνα.
- Μαμά με ποιόν έπιασες κουβέντα; - φώναξε από το διπλανό δωμάτιο η Βάρια.
- Με το πιάνο! απάντησε η Τατιάνα Πετρόβνα χαμογελώντας.
Στη μέση του χειμώνα άρχισαν να φτάνουν γράμματα με το όνομα Ποταπόφ τα οποία ήταν γραμμένα από το ίδιο χέρι. Η Τατιάνα Πετρόβνα τα τακτοποιούσε στο γραφείο. Ένα βράδυ ξύπνησε, το χιόνι έλαμπε αμυδρά στο παράθυρο. Στο ντιβάνι ροχάλιζε ο γκρι γάτος Αρχίπ, τον οποίο είχαν κληρονομήσει από τον Ποταπόφ. Η Τατιάνα Πετρόβνα έριξε πάνω της μια ρόμπα, πήγε στο γραφείο του Ποταπόφ και κοντοστάθηκε στο παράθυρο. Από το δέντρο ανασηκώθηκε σιωπηλά ένα πουλί, τινάζοντας πίσω του το χιόνι. Η άσπρη σκόνη έπεφτε για ώρα ακόμα, καλύπτοντας ελαφρά τα τζάμια.
Η Τατιάνα Πετρόβνα άναψε το κερί, κάθισε στην πολυθρόνα του γραφείου και κοίταξε τη γλωσσίτσα της φωτιάς. Μετά ξαφνικά πήρε ένα από τα γράμματα, το ξεσφράγισε και ρίχνοντας μια ματιά πίσω της, άρχισε να το διαβάζει.
"Αγαπητέ μου γέρο", - διάβασε η Τατιάνα Πετρόβνα – εδώ και ένα μήνα βρίσκομαι στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Η πληγή δεν είναι πολύ σοβαρή και γενικά επουλώνεται. Για τον Θεό μην ανησυχείς και μην καπνίζεις πολλά τσιγάρα. Σε ικετεύω."
"Συχνά σε σκέφτομαι με νοσταλγία, πατέρα", – διάβασε παρακάτω η Τατιάνα Πετρόβνα –, "και το σπίτι μας και την πόλη μας. Όλα είναι τόσο μακριά, σαν να βρίσκονται στην άλλη άκρη του κόσμου. Κλείνω τα μάτια μου και με βλέπω να ανοίγω την αυλόπορτα και να προχωρώ στον κήπο. Ο χειμώνας, το χιόνι αλλά και το μονοπάτι προς το παλιό κιόσκι πάνω από την χαράδρα, οι θάμνοι, οι πασχαλιές - όλα είναι μέσα στη πάχνη. Στα δωμάτια οι σόμπες τρίζουν, ο καπνός από τις σημύδες μοσχοβολάει. Το πιάνο τελικά κουρδίστηκε και εσύ σφήνωσες στα κηροπήγια τα στριφτά πράσινα κεριά που σου έφερα από τον Λένινγκραντ. Στο πιάνο οι ίδιες νότες: η εισαγωγή από τη "Ντάμα Πίκα" και το τραγούδι "Για τα ακρογιάλια της μακρινής πατρίδας". Χτυπάει το κουδουνάκι της πόρτας; Δεν πρόλαβα να το επιδιορθώσω. Στα αλήθεια θα τα ξαναδώ όλα αυτά; Στα αλήθεια θα ξαναπλυθώ ξανά με το πηγαδίσιο νερό του δρόμου μέσα από την στάμνα; Θυμάσαι; Αχ και να ήξερες πόσο τα αγαπάω όλα αυτά εκεί μακριά. Μην απορείς, αλλά σου μιλάω εντελώς σοβαρά. Τα αναπολώ όλα αυτά σε κάποιες φοβερές στιγμές της μάχης. Ήξερα ότι υπερασπιζόμουνα όχι μόνο ολόκληρη την χώρα αλλά και κείνη τη μικρή και πολύ αγαπημένη μου γωνία – κι εσένα και τον κήπο μας και τα αγοράκια με τα φουντωτά μαλλιά και το δασάκι με τις σημύδες στο ποτάμι - ακόμα και τον Αρχίπ. Σε παρακαλώ μην γελάσεις και μην κουνήσεις το κεφάλι σου."
"Μπορεί να με αφήσουν να βγω από το στρατιωτικό νοσοκομείο, να επιστρέψω για λίγο στο σπίτι. Δεν ξέρω ακόμα, αλλά καλύτερα να μην περιμένεις."
Η Τατιάνα Πετρόβνα κάθισε για πολλή ώρα στο γραφείο, κοίταξε με τα μάτια ορθάνοιχτα έξω από το παράθυρο, όπου μέσα από την πυκνή πάχνη άρχισε να ξημερώνει, σκέφτηκε ότι από μέρα σε μέρα μπορεί να ερχόταν σε αυτό το σπίτι από το μέτωπο ένας άγνωστος άνθρωπος και να του είναι δύσκολο να συναντήσει ξένους ανθρώπους και να τα δει όλα διαφορετικά απ' ό,τι θα ήθελε.
Το πρωί η Τατιάνα Πετρόβνα είπε στην Βάρια ότι πήρε ένα ξύλινο φτυάρι και καθάρισε το μονοπάτι που πηγαίνει στο κιόσκι, πάνω από την χαράδρα. Το κιόσκι ήταν τελείως ετοιμόρροπο. Οι ξύλινοι στύλοι είχαν παλιώσει. Η Τατιάνα Πετρόβνα διόρθωσε μόνη της το κουδούνι της πόρτας. Πάνω του κρεμόταν μια αστεία επιγραφή ‘Κρέμομαι στην πόρτα- χτυπήστε με με χάρη’. Η Τατιάνα Πετρόβνα ακούμπησε το κουδουνάκι και αυτό άρχισε να κουδουνίζει με ψιλή φωνή. Ο γάτος Αρχίπ δυσαρεστημένος κούνησε τα αφτιά του, θύμωσε και βγήκε απο το χολ. Αυτό το ευχάριστο κουδούνισμα του φάνηκε ολοφάνερα θρασύ. Το μεσημέρι η Τατιάνα Πετρόβνα, ροδοκόκκινη, με μαύρα μάτια από το άγχος, έφερε από την πόλη έναν γέρο να κουρδίσει το πιάνο. Ήταν Τσέχος με ρωσική νοοτροπία, ωστόσο διόρθωνε κι άλλα αντικείμενα, όπως σόμπες κηροζίνης, κούκλες, φυσαρμόνικες και κουρδιστά πιάνα. Είχε πολύ αστείο επίθετο: Νεντιβάλ. Ο Τσέχος κούρδισε το πιάνο και είπε ότι ήταν παλιό, αλλά καλό.
Η Τατιάνα Πετρόβνα το ήξερε αυτό και προτού της το πει.
Όταν αυτός έφυγε, η Τατιάνα Πετρόβνα έριξε μια προσεκτική ματιά σε όλα τα συρτάρια του γραφείου και βρήκε έναν πάκο από βιδωτά κεριά. Τα τοποθέτησε στα κηροπήγια. Το βράδυ άναψε τα κεριά, κάθισε στο πιάνο και το σπίτι γέμισε από θόρυβο.
Όταν η Τατιάνα Πετρόβνα έπαψε να παίζει, έσβησε τα κεριά και στα δωμάτια μύρισε γλυκός καπνός που μύριζε έλατο.
Η Βάρια δεν άντεξε άλλο.
- Γιατί πειράζεις ξένα πράγματα; - είπε στην Τατιάνα Πετρόβνα.
Εμένα δεν με αφήνεις και εσύ τα πειράζεις όλα - και το κουδουνάκι και τα κεριά και το πιάνο- όλα τα πειράζεις. Και έβαλες πάνω στο πιάνο τις ξένες νότες .
- Επειδή εγώ είμαι μεγάλη- απάντησε η Τατιάνα Πετρόβνα.
Η Βάρια κατσούφιασε και την κοίταξε με δυσπιστία. Τώρα η Τατιάνα Πετρόβνα έμοιαζε ελάχιστα με μεγάλη. Φωτιζόταν ολόκληρη και έμοιαζε πιο πολύ με κείνο το κοριτσάκι με τα χρυσά μαλλιά, που είχε χάσει το χρυσό γοβάκια στο παλάτι. Για το κορίτσι αυτό διηγιόταν στη Βάρια η Τατιάνα Πετρόβνα.
Όσο βρισκόταν ακόμα στο τρένο, ο υπολοχαγός Νικολάϊ Ποταπόφ υπολόγισε ότι δεν θα του έμεναν παραπάνω από είκοσι τέσσερις ώρες για τον πατέρα του. Η άδειά του ήταν τόσο σύντομη και η διαδρομή θα του έτρωγε όλο τον χρόνο. Το τρένο έφτασε στην πόλη το μεσημέρι. Αμέσως, στο σταθμό ήδη, ο υπολοχαγός έμαθε από τον σταθμάρχη ότι ο πατέρας του έχει πεθάνει εδώ και ένα μήνα και ότι στο σπίτι τους είχε μετακομίσει μαζί με την κόρη της, μία νεαρή τραγουδίστρια από την Μόσχα.
- Να την αναγκάσεις να φύγει-είπε ο σταθμάρχης. Ο Ποταπόφ σιώπησε, κοίταξε έξω από το παράθυρο, όπου έτρεχαν οι επιβάτες με τις τσαγιέρες τους, ντυμένοι με τσόχινες μπότες και ζεστές ζακέτες. Ζαλίστηκε.
- Ναι – είπε ο σταθμάρχης, -καλόψυχος άνθρωπος ήταν. Και έτσι δεν πρόλαβε να δει τον γιο του.
- Πότε είναι το επόμενο τρένο επιστροφής; - ρώτησε ο Ποταπόφ.
- Την νύχτα, στις πέντε, -απάντησε ο σταθμάρχης, σιώπησε και μετά πρόσθεσε: -Μπορείτε να μείνετε σε μένα. Η γριά μου θα σας ποτίσει τσάι, θα σας ταΐσει. Δεν υπάρχει λόγος να πάτε σπίτι σας.
- Ευχαριστώ – απάντησε ο Ποταπόφ, κι έφυγε.
Ο σταθμάρχης τον κοίταξε και κούνησε το κεφάλι.
Ο Ποταπόφ διέσχισε όλη την πόλη και έφτασε ως το ποτάμι. Πάνω από το ποτάμι κρεμόταν ο μουντός ουρανός. Μεταξύ ουρανού και γης έπεφτε ένα πολύ ψιλό χιόνι. Πάνω στο γεμάτο από κουτσουλιές δρόμο περπατούσαν οι κάργιες. Σκοτείνιασε. Ο αέρας φυσούσε πάνω από το δάσος με τις σημύδες τόσο, που έφερνε δάκρια στα μάτια.
Τότε ο Ποταπόφ είπε - "μάλλον άργησα. Τώρα πια είναι όλα ξένα για μένα - και η πόλη αυτή και το ποτάμι και το σπίτι".
Κοίταξε πίσω του και είδε τη χαράδρα. Μέσα από την ομίχλη διακρινότανο κήπος και φαινόταν η σκιά του σπιτιού. Από την καπνοδόχο ανέβαινε ο καπνός, ο αέρας τον μετέφερε στο δασάκι με τις σημύδες. Ο Ποταπόφ, ενώ κατευθυνόταν προς το σπίτι, αποφάσισε να μην μπει μέσα αλλά να το προσπεράσει, να περάσει μόνο από τον κήπο και να σταθεί για λίγο στο παλιό κιόσκι. Μόνο η σκέψη ότι στο πατρικό του σπίτι διέμεναν κάποιοι ξένοι και αδιάφοροι, του ήταν ανυπόφορη.
Καλύτερα να μην δω τίποτα, να μην χαλάσω την καρδιά μου, να φύγω να ξεχάσω το παρελθόν.
"Και έπειτα", - σκέφτηκε ο Ποταπόφ, "μεγαλώνεις κάθε μέρα και ξαφνικά τα βλέπεις όλα πιο σκληρά."
Ο Ποταπόφ πλησίασε στο σπίτι το σούρουπο. Άνοιξε προσεχτικά την αυλόπορτα, αλλά αυτή έτριξε. Ο κήπος σαν να σκίρτησε και από τα κλαδιά έπεσε με θόρυβο το χιόνι. Ο Ποταπόφ κοίταξε πίσω προς το κιόσκι. Το μονοπάτι ήταν καθαρισμένο από το χιόνι. Ο Ποταπόφ πέρασε μέσα στο κιόσκι και ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα παλιά κάγκελα. Ο ουρανός ρόδισε. Μάλλον πίσω από τα σύννεφα ανέβαινε το φεγγάρι. Ο Ποταπόφ έβγαλε το καπέλο του και χάιδεψε τα μαλλιά του. Κάτω από το βουνό είχε πολλή ησυχία. Οι γυναίκες πήγαιναν να πάρουν νερό από το πηγάδι με τους κουβάδες, κάνοντας θόρυβο.
Καθώς ακούμπησε τα χέρια του στα κάγκελα είπε: - Πώς γίνεται αυτό;
Κάποιος τον ακούμπησε προσεχτικά στον ώμο και καθώς κοίταξε πίσω του είδε μια νεαρή γυναίκα, με αυστηρά χλωμό πρόσωπο που φορούσε ένα ζεστό μαντίλι στο κεφάλι. Πάνω στα βλέφαρα και τα μάγουλά της έλιωνε το χιόνι, προφανώς αυτό που είχε πέσει από τα κλαδιά.
- Φορέστε το καπέλο σας – του είπε σιγανά η γυναίκα – θα κρυώσετε.
Και πάμε σπίτι , δεν πρέπει να στέκεστε εδώ.
Ο Ποταπόφ σιώπησε. Η γυναίκα τον τράβηξε από το παλτό και τον οδήγησε από το καθαρό από χιόνι μονοπάτι. Κοντά στις σκάλες, ο Ποταπόφσταμάτησε , μια κράμπα τον έπνιγε στο λαιμό και δεν μπορούσε να πάρει αναπνοή. Η γυναίκα του είπε χαμηλόφωνα:
- Δεν είναι τίποτα, κι σείς μην ντρέπεστε, σε λίγο θα σας περάσει.
Εκείνη κοπάνησε τα πόδια της στο πάτωμα για να φύγει το χιόνι από τις μπότες της. Αμέσως χτύπησε το κουδούνι στον προθάλαμο και ο Ποταπόφ πήρε μια βαθιά αναπνοή και μπήκε κι αυτός, μουρμουρίζοντας ντροπαλά.
Έβγαλε στο χολ το παλτό του, ένιωσε τη μυρωδιά από τα καμένα ξύλα και είδε τον Αρχίπ, ο οποίος καθόταν στο ντιβάνι και χασμουριόταν.
Κοντά στο ντιβάνι στεκόταν ένα κορίτσι με κοτσιδάκια και με χαρούμενο βλέμμα κοίταζε τον Ποταπόφ, όχι όμως στα μάτια αλλά στα χρυσά γαλόνια που είχε στα χέρια του.
- Ελάτε – είπε η Τατιάνα Πετρόβνα και τον οδήγησε στην κουζίνα, εκεί είχε κρύο πηγαδίσιο νερό στην κανάτα και κρεμόταν η γνωστή λινή πετσέτα με τα κεντημένα φύλλα από βελανιδιά.
Η Τατιάνα Πετρόβνα βγήκε. Το κοριτσάκι έφερε στον Ποτάποφ το σαπούνι και παρατηρούσε πώς πλενόταν, αφού πρώτα είχε βγάλει το χιτώνιο. Ο Ποταπόφ εξακολουθούσε να ντρέπεται.
- Ποια είναι η μαμά σου; - τη ρώτησε μόνο και μόνο για να πιάσει κουβέντα.
- Αυτή νομίζει ότι είναι μεγάλη, αλλά δεν είναι μεγάλη, είναι χειρότερη από μένα.
- Γιατί; -ρώτησε ο Ποταπόφ.
Αλλά το κοριτσάκι δεν απάντησε, χαμογέλασε κι έφυγε τρέχοντας από την κουζίνα.
Ο Ποταπόφ όλη την νύχτα δεν μπορούσε να απαλλαγεί από μια περίεργη αίσθηση, σαν να έβλεπε όνειρο. Όλα στο σπίτι ήταν όπως ακριβώς φανταζόταν πως θα ήταν. Οι ίδιες νότες πάνω στο πιάνο, τα ίδια βιδωτά κεριά, τα οποία έτριζαν και φώτιζαν το γραφείο του μπαμπά. Ακόμη, επάνω στο γραφείο ήταν τοποθετημένα κάτω από την πυξίδα τα γράμματα από το νοσοκομείο . Συνήθως έτσι τα στοίβαζε κάτω από την πυξίδα. Μετά το τσάι, η Τατιάνα Πετρόβνα οδήγησε τον Ποταπόφ στον τάφο του πατέρα του που βρισκόταν πίσω από το δασάκι. Το φεγγάρι που ήταν κρυμμένο πίσω από τα σύννεφα ανέβηκε πολύ ψηλά και από το φως του φωτίζονταν οι σημύδες, κάνοντας σκιά στο χιόνι.
Μετά, αργά το βράδυ η Τατιάνα Πετρόβνα, αφού κάθισε στο πιάνο και άρχισε να πατάει τα πλήκτρα με προσοχή, στράφηκε προς τον Ποταπόφ και του είπε:
- Μου φαίνεται ότι κάπου σας έχω ξαναδεί
- Ναι, μάλλον – απάντησε ο Ποταπόφ.
Την παρατηρούσε. Το φως από τα κεριά έπεφτε λοξά και φώτιζε το μισό πρόσωπό της. Ο Ποταπόφ σηκώθηκε και πήγαινε από τη μια γωνιά του δωματίου στην άλλη, σταμάτησε.
- Όχι, δεν μπορώ να θυμηθώ – είπε αυτός χαμηλόφωνα.
Η Τατιάνα Πετρόβνα στράφηκε προς το μέρος του και τον κοίταξε με δειλί , αλλά δεν του απάντησε τίποτα .
Έστρωσαν στον Ποταπόφ να κοιμηθεί στο ντιβάνι του γραφείου, εκείνος όμως δεν είχε ύπνο. Κάθε λεπτό σε αυτό το σπίτι του φαινόταν πολύτιμο και δεν ήθελε να το χάσει. Πλάγιασε και άκουσε τα κλέφτικα βήματα του Αρχίπ. Το ρολόι έτριζε, άκουσε τγβ Τατιάνα Πετρόβνα να λέει κάτι στην παραμάνα πίσω από την κλειστή πόρτα. Μετά οι φωνές έπαψαν να ακούγονται, η παραμάνα έφυγε . Από τη χαραμάδα της πόρτας έμπαινε φως. Ο Ποταπόφ άκουσε κάποιον να θορυβεί, ξεφυλλίζοντας κάτι – η Τατιάνα Πετρόβνα μάλλον διάβαζε, υπέθεσε ο Ποταπόφ: δεν είχε ξαπλώσει για να τον ξυπνήσει να μην χάσει το τρένο. Ήθελε να της πει ότι ούτε κι αυτός κοιμόταν, αλλά δεν αποφάσιζε να τη φωνάξει.
Στις τέσσερις, άνοιξε την πόρτα σιγά σιγά και φώναξε τον Ποταπόφ. Εκείνος κουνήθηκε.
- Είναι ώρα να σηκωθείτε – είπε αυτή. - Πολύ λυπάμαι που σας ξυπνώ!
Η Τατιάνα Πετρόβνα ξεπροβόδισε τον Ποταπόφ μέχρι τον σταθμό μέσα στην νύχτα. Μετά το δεύτερο χτύπημα αποχαιρετίστηκαν. Η Τατιάνα Πετρόβνα του έδωσε και τα δυο της χέρια και του είπε:
- Να μας γράφετε. Εμείς τώρα είμαστε σαν συγγενείς . Έτσι δεν είναι;
Ο Ποταπόφ δεν είπε τίποτα, παρά κούνησε μόνο το κεφάλι.
Μετά από λίγες ημέρες η Τατιάνα Πετρόβνα έλαβε γράμμα από τον Ποτάποφ.
"Θυμήθηκα πού έχουμε συναντηθεί", – έγραφε ο Ποταπόφ – "αλλά δεν ήθελα να σας μιλήσω γι' αυτό στο σπίτι. Θυμηθείτε το φθινόπωρο του χίλια εννιακόσια είκοσι εφτά στην Κριμαία. Στα παλιά πλατάνια του πάρκου Λιβαντίσκομ . Είχε σκοτεινιάσει ο ουρανός και η θάλασσα είχε χλομιάσει. Εγώ προχωρούσα στην δρόμο της οδού Οριάντο. Στο παγκάκι δίπλα από τον δρόμο καθόταν μια κοπέλα, τότε θα ήταν περίπου δεκαέξι χρονών. Αυτή με είδε, σηκώθηκε και με πλησίασε . Όταν πλησιάσαμε αρκετά ο ένας τον άλλον, τότε εγώ την παρατήρησα. Αυτή με προσπέρασε πολύ γρήγορα και εύκολα, κρατώντας στα χέρια ένα ανοιχτό βιβλίο. Εγώ σταμάτησα και την παρατηρούσα για ώρα καθώς έφευγε. Αυτή η κοπέλα ήσασταν εσείς. Δεν μπορεί να έκανα λάθος. Σας κοιτούσα ενόσω φεύγατε και ένιωσα ότι με προσπέρασε μια γυναίκα η οποία μπορούσε να μου καταστρέψει ολόκληρη την ζωή ή να μου χαρίσει τεράστια ευτυχία. Κατάλαβα ότι μπορώ να αγαπήσω αυτή την γυναίκα μέχρι την ολοκληρωτική απάρνηση του ευατού μου. Τότε ήξερα ότι πρέπει να σας βρω γιατί αλλιώς θα μου στοίχιζε. Έτσι σκέφτηκα τότε αλλά δεν κουνήθηκα από την θέση μου. Γιατί; - δεν ξέρω. Από τότε αγάπησα την Κριμαία και κείνο τον δρόμο, όπου σας είδα για μια στιγμή και σας έχασα για πάντα. Αλλά να που η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να σας συναντήσω ξανά. Και αν αυτό είναι να έχει καλό τέλος και εσείς χρειαστείτε τη ζωή μου, φυσικά και θα γίνει δική σας. Ναι, βρήκα πάνω στο γραφείο του πατέρα μου το γράμμα μου διαβασμένο. Τώρα τα κατάλαβα όλα και μπορώ να σας ευχαριστήσω από μακριά’
Η Τατιάνα Πετρόβνα άφησε το γράμμα και με θολά μάτια κοίταξε τον χιονισμένο κήπο πίσω από το παράθυρο. Ύστερα είπε:
- Θεέ μου, δεν έχω πάει ποτέ μου στην Κριμαία! Ποτέ! Αλλά αυτό τώρα δεν έχει καμία σημασία. Και άραγε αξίζει να τον απαρνηθώ;
Χαμογέλασε κι έκλεισε τα μάτια με την παλάμη της. Έκλαιγε πίσω από το παράθρυι και δεν μπορούσε με τίποτα να σβήσει το θαμπό ηλιοβασίλεμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: