Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ: Στο καφενείο

Μια καφετέρια στο πίσω μέρος μιας πόλης.

Πάτωμα καλυμμένο με λάσπη[βρωμιά]. Ομίχλη από καπνό τσιγάρου. Γλοιώδη [γλιτσιασμένα], βρώμικα τραπέζια. Μερικοί στρατιωτικοί, μερικές κυρίες, πολλοί απλοί πολίτες.

Στην εξέδρα ένα πιάνο με ουρά ένα βιολοντσέλο κι ένα βιολί παίζουν κάτι=======. Προχωρώ με δυσκολία ανάμεσα από τα τραπέζια και κάθομαι.

Μια κοπέλα με άσπρη ποδιά πλησιάζει το τραπέζι και με κοιτάει ερωτηματικά.

- Αν έχετε την καλοσύνη φέρτε μου ένα φλιτζάνι τσάι και δύο πάστες.

Η κοπέλα εξαφανίζεται, κατόπιν επιστρέφει και με ένα βλέμμα σαν να μου έκανε χάρη, βάζει μπροστά μου ένα ποτήρι με κίτρινο υγρό κι ένα πιατάκι με δύο ξερές πάστες.

Κοιτάω το ποτήρι. Το υγρό [η όψη του υγρού] θυμίζει αμυδρά τσάι. Κίτρινο, θολό. Δοκιμάζω με το κουταλάκι. Ζεστούτσικο, αρκετά γλυκό, αρκετά σιχαμερό.

Ανάβω ένα σιγαρέτο και διαβάζω[απορροφημένος] με προσοχή μια επιφυλλίδα.

Στο διπλανό τραπεζάκι κάθεται κάνοντας φασαρία[με θόρυβο] μια παρέα¨ δύο άντρες με πολιτικά και μια κυρία.

Η κυρία είναι καλοντυμένη, με μετάξι που θροΐζει.

Οι κύριοι κάνουν εξαιρετικά καλή εντύπωση¨ ψηλοί, ροδοκόκκινοι, γεροδεμένοι. Στην ακμή της νιότης τους [το απόγειο της ηλικίας για να πολεμήσουν]. Γοητευτικά ντυμένοι. Στο τραπέζι μπροστά τους εμφανίζεται ένα πιατάκι με πάστες και τρία φλιτζάνια καφέδες αλά =====.

Αρχίζουν τη συζήτηση. Αποσπάσματα από τα λόγια του κυρίου με τα λουστρινένια μποτάκια φθάνουν ως εμένα.

Φωνή γεμάτη ανησυχία.

Ακούγεται¨

-Ο Ροστόβ…μπορείτε να φανταστείτε … Γερμανοί … Κινέζοι … πανικός…εκατό χιλιάδες ιππικό.

Και ξανά¨

-Ο Ροστόβ… πανικός…ιππικό.

-[αυτά είναι] Υπερβολές, είπε με αποχαυνωμένο,[ βαριεστημένο] ύφος η κυρία. Αλλά είναι προφανές ότι λίγο τη νοιάζουν [απασχολούν] και τα κράνη και το ιππικό. Καπνίζει το σιγαρέτο με μισόκλειστα μάτια, και με λαμπερό βλέμμα κοιτάζει προσεκτικά γύρω της στην καφετέρια.

Κι οι λουστρινένιες μπότες συνεχίζουν να ψιθυρίζουν.

Η φαντασία μου αρχίζει να παίζει [οργιάζει].

Τι θα γινόταν αν ξαφνικά, σαν από θαύμα, όπως στα παραμύθια, αποκτούσα εξουσία πάνω σε όλους αυτούς τους κυρίους. Ακριβώς εδώ [αυτήν τη στιγμή] θα σηκωνόμουν κι αφού πλησίαζα τον κύριο με τις λουστρινένιες μπότες θα έλεγα

-Ελάτε μαζί μου.

- Που? θα ρωτούσε έκπληκτος ο κύριος.

-Άκουσα ότι ενοχληθήκατε[ανησυχήσατε] από το Ροστόβ, από την εισβολή των μπολσεβίκων.

- Αυτό σας τιμά.

- Ελάτε μαζί μου θα σας δώσω τη δυνατότητα να εγγραφείτε αμέσως στο στρατό. Την ίδια στιγμή θα σας δώσουν τουφέκι και την πλήρη δυνατότητα να μεταφερθείτε δημοσία δαπάνη στο μέτωπο, όπου μπορείτε να λάβετε μέρος στην απόκρουση των εχθρικών για όλους μπολσεβίκων.

Υποθέτω [φαντάζομαι] τι θα γινόταν με τον κύριο με τις λουστρινένιες μπότες μετά από αυτά τα λόγια.

Την ίδια στιγμή θα έχανε το εξαίσιο [ζωηρό] χρώμα του και το κομμάτι της πάστας θα σφήνωνε [θα του καθόταν] στο λαιμό.

Αφού συνερχόταν, μετά από λίγο, θα άρχιζε να ψελλίζει. Από αυτές τις ασυναρτησίες, από αυτό το θερμό μουρμουρητό, θα αποδεικνύονταν καταρχάς, ότι το παρουσιαστικό του είναι απατηλό.

Φαίνεται πως αυτός ο γεμάτος ζωή, ροδοκόκκινος άντρας είναι απελπισμένα, αθεράπευτα, ανίατα, σοβαρά άρρωστος[του θανατά, θανατηφόρα]. Έχει καρδιακό νόσημα, κήλη και την πιο φρικτή νευρασθένεια. Μόνο σε θαύμα οφείλεται το παράδοξο γεγονός ότι [μόνο από θαύμα] κάθεται στο καφέ καταβροχθίζοντας [τρώγοντας λαίμαργα] πάστες αντί να κείτεται στο νεκροταφείο, στη σειρά του (?), να τον καταβροχθίζουν[τρώνε] τα σκουλήκια.

Και στο κάτω κάτω έχει και ιατρική γνωμάτευση[ χαρτί από το γιατρό].

-Αυτό δεν είναι τίποτα, θα έλεγα εγώ αναστενάζοντας. Κι εγώ έχω την ίδια γνωμάτευση κι όχι μία αλλά τρεις ολόκληρες. Κι όμως, όπως βλέπετε, αναγκάζομαι να φορέσω την αγγλική χλαίνη [στολή], (που εδώ που τα λέμε δε ζεσταίνει καθόλου), και είμαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να προσφέρω τι υπηρεσίες μου στο κλιμάκιο ή σε οποιοδήποτε απρόοπτο γεγονός πολεμικού χαρακτήρα. Αψηφίστε τη γνωμάτευση. =======[ δεν είμαστε για τέτοια τώρα?]. εσείς ο ίδιος μόλις πριν από λίγο περιγράψατε τόσο θλιβερά[με τρομαχτικά λόγια?] την κατάσταση των γεγονότων.

Αμέσως ο κύριος θα άρχιζε να ψιθυρίζει με θέρμη, και θα άρχιζε να αποδεικνύει ότι αυτός στην ουσία έχει ήδη καταγραφεί και δουλεύει στην άμυνα======.

-Αν αξίζει να δουλεύετε στην άμυνα, θα απαντούσα εγώ, =======[θα το πετυχαίνετε δύσκολα?]αλλά να διαγραφείται και να βρεθείτε στην υπηρεσία του μετώπου- μια στιγμή. Όσον αφορά τη δουλειά στην άμυνα, τότε εσείς … έτσι θα εκφραζόσασταν.(?) Κάνετε λάθος! Από όλα τα εξωτερικά σημάδια, από τη συμπεριφορά σας, είναι φανερό ότι δουλεύετε για την παραγέμιση της τσέπης των τσαρικών και των====== πορτοφολιών(?). Αυτό, πρώτον, γιατί δεύτερον εργάζεστε για την καταστροφή των δυνάμεων στα μετόπισθεν, τριγυρίζοντας(?) στα καφενεία και τους κινηματογράφους, σπέρνοντας με τις συζητήσεις σας τη σύγχυση και το φόβο, παρασέρνοντας όλους τους γύρω σας. Συμφωνείτε κι εσείς ο ίδιος ότι από αυτή τη υπηρεσία στην άμυνα τίποτα δεν μπορεί να προκύψει, εκτός από κακοήθεια. Όχι, αναμφισβήτητα, δεν κάνετε γι’ αυτήν τη δουλειά. Και το μόνο που σας μένει να κάνετε, είναι να διακριθείτε στο μέτωπο.

Αμέσως ο κύριος θα άρχιζε να πιάνεται από τα μαλλιά του[ να βρίσκει δικαιολογίες].και θα δήλωνε ότι χρησιμοποιούσε τα προνόμιά του (μοναδικό γιος σε καημένη/ ταλαιπωρημένη μητέρα ή ==========). Και στο κάτω-κάτω δεν ξέρει ούτε το τουφέκι να πιάνει στα χέρια του.

-Για όνομα του θεού, θα έλεγα εγώ, μη μιλάτε για κανένα τέτοιο προνόμιο, επαναλαμβάνω =========[δεν είμαστε για τέτοια τώρα](?). Όσον αφορά το τουφέκι, αυτό αμελητέο. Σας διαβεβαιώνω ότι τίποτα δεν είναι ευκολότερο στον κόσμο από το να μάθετε να πυροβολείτε μ’ αυτό. Σας το λέω από δική μου πείρα. Όσον αφορά την πολεμική υπηρεσία=========. Ούτε εγώ υπηρέτησα αλλά, ορίστε, ήρθα. Σας βεβαιώνω ότι καθόλου δε με ελκύει ο πόλεμος κι όλες οι συμφορές κι τα δεινά που αυτός συνεπάγεται. Όμως τι να κάνεις. Δεν περνάω και πολύ καλά, αλλά συνηθίζω. Αγαπώ το ίδιο, ίσως και περισσότερο από σας, τη γαληνή της ειρηνικής ζωής. Τους κινηματογράφους, τα μαλακά ντιβάνια και τον καφέ αλά..=======. Όμως, αλλοίμονο, δεν μπορώ να τα χαρώ όσο θέλω. Και σε σας και σε μένα δε μένει παρά να πολεμήσουμε, αλλιώς θα μας πλημμυρίσει το κόκκινο νέφος και καταλαβαίνετε εσείς ο ίδιος, τι θα συμβεί.

Αυτά θα έλεγα, όμως, αλλοίμονο, ο κύριος με τα λουστρινένια μποτάκια δε θα πείθονταν .

Θα άρχιζε να ψελλίζει ή στο τέλος θα καταλάβαινα ότι δεν ήθελε… δεν μπορούσε… δεν επιθυμούσε να [πάει] πολεμήσει.

-Λοιπόν τότε δε γίνεται τίποτα, θα έλεγα αναστενάζοντας. Μια και δεν μπορώ να σας πείσω, απλά, σας αναγκάζω να δεχθείτε[υποδουλωθείτε] την κατάσταση.

Και στρεφόμενος στον περίγυρό μου[ακολουθία], στους γρήγορους εκτελεστές των εντολών μου (φυσικά, στο όνειρό μου, τους εμφανίζω ως αναγκαίο στοιχείο) και θα έλεγα, δείχνοντας τον τελείως συντετριμμένο κύριο¨

-Οδηγήστε τον στον πολεμικό προϊστάμενο!

Τελειώνοντας με τον κύριο με τα λουστρινένια μποτάκια, θα στρεφόμουν στον επόμενο. Αλλά θα φαίνονταν ότι τόσο τους είχε αρέσει η συζήτηση που==== πολίτες ακούγοντας μόνο την αρχή της, θα εγκατέλειπαν ο ένας μετά τον άλλον την καφετέρια.

Όλοι, άμεσα, αποφασιστικά.

Το τρίο στην εξέδρα, μετά το διάλειμμα, άρχισε το «Τάνγκο». Ξύπνησα από την ονειροπόληση.

Η πόρτα στο καφέ χτυπούσε συνέχεια. Πλήθος κατέφτασε. Ο κύριος με τα λουστρινένια μποτάκια χτύπησε το κουταλάκι και ζήτησε λίγη πάστα ακόμα.

Πλήρωσα 27 ρούβλια και περνώντας ανάμεσα απ’ τα γεμάτα τραπεζάκια βγήκα στο δρόμο.

Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ: Ψαλμός

Αρχικά, φαίνεται πως ένας ποντικός γρατζουνά την πόρτα. Παρ' όλα αυτά, ακούγεται μία πολύ ευγενική ανθρώπινη φωνή.

- Μπορώ να περάσω;

- Παρακαλώ περάστε.

Οι μεντεσέδες στην πόρτα τραγουδάνε.

- Έλα και κάθισε στο καναπέ.

(από την πόρτα) – Και πώς θα περάσω από το παρκέ;

- Προχώρα ήρεμα και μη σέρνεις τα πόδια σου. Λοιπόν τι νέα;

- Τσίποτα.

- Επιτρέψε μου να μάθω, ποιος έκλαιγε με λυγμούς σήμερα το πρωί στο διάδρομο;

(Βαριά παύση) - Εγώ έκλαιγα.

- Γιατί;

- Μου τις έβρεξε η μάνα μου.

- Για ποιό λόγο;

(Τεταμένη παύση) - Δάγκωσα το αυτί του Σούρκα.

- Όχι δα!

- Η μαμά λέει ότι ο Σούρκα είναι παλιόπαιδο.Με κοροϊδεύει, μου άρπαξε τα καπίκια.

- Έτσι κι αλλιώς, τέτοιες διατάξεις δεν υπάρχουν που να λένε ότι για τα καπίκια οι άνθρωποι δαγκώνουν αυτιά. Απ΄αυτό βγαίνει πως είσαι ανόητο παιδί.

(προσβολή). - Σκοτσήστηκα.

- Και καλά κάνεις.

(Παύση) - Ο μπαμπάς θα έρθει, θα του το μαρτσυρήσω. (Παύση). Θα σε σκοτώσει.

- Α... ώστε έτσι. Τότε λοιπόν κι εγώ δε θα κάνω τσάι. Γιατί να κάνω; Μιας και θα με σκοτώσει...

- Όχι, τσάι να κάνεις.

- Και θα πιεις μαζί μου;

- Με γλυκίσματα; Ε;

- Οπωσδήποτε.

- Θα πιώ.

Δυο σώματα κάθονται ανακούρκουδα- ένα μεγάλο και ένα μικρό. Η τσαγιέρα βράζει με ένα μελωδικό κουδούνισμα και μια δέσμη ζεστού φωτός απλώνεται στη σελίδα του βιβλίου του Ντζέρομ Κλάπκα.

- Τους στίχους μάλλον τους ξέχασες. Ε;

- Όχι, δεν τους ξέχασα.

- Λοιπόν, άντε διάβασε.

- Θα αγορ … αγόρασω παπούτσια...

- Για το φράκο.

- Για το φράκο, και θα τραγουδώ τα βράδια...

- Ψέλνοντας.

- Ψέλνοντας...και θα πάρω ένα σκύλο...

- Τιπ...

-Τίποτα...

-Κάπως θα τα καταφέρουμε.

-Θα τα κάπως κα-τα-φέ-ρου-με.

-Ακριβώς. Θα βράσει το τσάι, θα το πιούμε, θα τα καταφέρουμε.

(Βαθύς αναστεναγμός) Κα- τα-φέ-ρου-με.

Κουδούνισμα. Τζερόμ. Ατμός. Δέσμη φωτός. Το παρκέ γυαλίζει.

-Είσαι μοναχικός.

Ο Τζερόμ πέφτει στο παρκέ. Η σελίδα χάνεται.

(Παύση) - Και αυτό λοιπόν ποιός στο είπε;

(Ήρεμη παύση) - Η μαμά.

- Πότε;

- Όταν σου έραβε το κουμπί. Έραβε. Ράβει, ράβει και λέει στη Νατάσκα.

- Λοιπόν. Περίμενε, περίμενε λιγάκι, μη στριφογυρνάς, θα σε ζεματίσω.. Ωχ …

- Καυτό … άχ!

- Όποιο γλυκό θές παρ' το .

- Να, αυτό το μεγάλο θέλω.

- Φύσα, φύσα το και μη κουνάς τα πόδια.

(Γυναικεία φωνή πίσω απ' τη σκηνή) – Σλάβκα!

Η πόρτα χτυπάει. Οι μεντεσέδες τραγουδούν ευχάριστα.

- Πάλι σε σας είναι. Σλάβκα πάνε σπίτι

- Όχι, όχι πίνουμε τσάι μαζί.

- Μόλις πριν λίγο ήπιε.

(ήρεμη ειλικρίνεια)

- Δεν ήπια.

- Βέρα Ιβάνοβνα. Ελάτε να πιείτε τσάι.

- Ευχαριστώ. Μόλις πριν λίγο…

- Ελάτε, ελάτε δεν σας αφήσω να φύγετε..

- Τα χέρια μου είναι βρεγμένα …… απλώνω τα ασπρόρουχα.

- (Απρόσκλητος προστάτης) μην τολμάς να πιέζεις τη μαμά μου.

- Καλά λοιπόν δε θα την πιέσω... Βέρα Ιβάνοβνα καθίστε...

- Περιμένετε λιγάκι, να απλώσω τη μπουγάδα μου και μέτα θα' ρθω.

- Τέλεια. Δεν θα σβήσω τη λάμπα.

- Και εσύ, Σλάβκα,μόλις το πιείς, άντε σπίτι. Να κοιμηθείς. Σας ενοχλεί.

- Δεν ενοχλώ. Δεν είμαι άτακτος.

Οι μεντεσέδες τραγουδούν άχαρα. Δέσμες φωτός διαχέονται σε διάφορες κατευθύνσεις. Η τσαγιέρα σώπασε.

- Νύσταξες;

- Όχι. Πες μου ένα παραμύθι.

-Τα μάτια σου ήδη αρχίζουν να κλείνουν.

-Όχι δεν κλείνουν. Πες μου.


- Λοιπόν, έλα εδώ σε εμένα. Ακούμπα το κεφάλι σου. Έτσι. Παραμύθι; Ποιο

παραμύθι θέλεις να σου πω; Ε;

- Για το αγοράκι εκείνο...

- Για το αγοράκι; Αυτό, αδελφέ μου, είναι δύσκολο παραμύθι. Αλλά για

εσένα θα γίνει. 'Ετσι λοιπόν, ζούσε στον κόσμο ένα αγοράκι. Μάλιστα...Το αγοράκι ήταν πάνω κάτω τεσσάρων χρονών. Στη Μόσχα. Με τη μαμά. Και αυτό το αγόρι, το έλεγαν Σλάβκα.

- Ωωω! Σαν εμένα;

- Ήταν αρκετά όμορφο, αλλά ήταν, προς μεγάλη μας λύπη, καβγατζής. Και

μάλωνε με ότι έβρισκε, με γροθιές, κλωτσιές, ακόμα και με γαλότσες. Και μια φορά, πάνω στη σκάλα ήταν μια κοπέλα απ' το 8ο νούμερο, τόσο καλή κοπέλα, ήσυχη, πανέμορφη... Και αυτός της έχωσε στη μούρη ένα βιβλίο.

- Αυτή η ίδια προκαλεί τον καβγά...

- Περίμενε λιγάκι. Δεν γίνεται συζήτηση για σένα.

- Για άλλον Σλάβκα;

- Άλλον, τελείως διαφορετικό. Λοιπόν, που σταμάτησα; Ναι... Και έτσι, φυσικό ήταν να δέρνουν αυτόν τον Σλάβκα με μια βέργα κάθε μέρα, επειδή, πράγματι, δεν πρέπει να επιτρέπονται.
Αλλά ο Σλάβκα δεν ησύχαζε. Και ήρθαν έτσι τα πράγματα, ώστε μία ωραία πρωία ο Σλάβκα μάλωσε με το Σούρκα, που και αυτό τέτοιου είδους αγόρι ήταν, και χωρίς να σκεφθεί πολύ, τον άρπαξε από το αυτί με τα δόντια και το μισό αυτί ήταν σαν να μην υπήρξε. Αμέσως έγινε φασαρία, ο Σούρκα =====, ο Σλάβκα ==== επίσης ====. Το Σούρκα φυσικά τον έβαλαν στην γωνία [τον τιμώρησαν]. Και ξαφνικά το κουδούνι [χτύπησε]. Κι ένας τελείως άγνωστος κύριος με μακριά πυρόξανθη γενειάδα και γαλανά μάτια εμφανίζεται και ρωτάει με μπάσα [χοντρή] φωνή «αν επιτρέπεται μπορώ να μάθω ποιος είναι ο Σλαβκα?». Ο Σλάβκα απάντα «εγώ είμαι ο Σλαβκα». «Λοιπόν Σλάβκα ,είπε, είμαι ο επιστάτης όλων των καβγατζήδων και υποχρεούμαι αξιότιμε κύριε Σλάβκα να σας οδηγήσω μακριά από τη Μόσχα. Στο Τουρκμενιστάν.». Βλέπει ο Σλάβκα την άσχημη κατάσταση και παίρνει μια ειλικρινή απόφαση¨ «ομολογώ, είπε, ότι καυγάδιζα, και έπαιζα με τα καπίκια στη σκάλα κι είπα ανέντιμα ψέματα στη μαμά ότι δεν έπαιζα. Αλλά δε θα ξαναγίνει, γιατί θα αρχίσω καινούρια ζωή.». « Λοιπόν, είπε ο επιστάτης, αυτό αλλάζει τα πράγματα. Τότε θα αμειφθείς για την ειλικρινή σου μεταμέλεια.». Κι αμέσως τον οδήγησε σε μια ==== αποθήκη. Κι ο Σλαβκα είδε ότι εκεί βρίσκονταν διάφορα πράγματα. Υπήρχαν αερόστατα, κι αυτοκίνητα, κι αεροπλάνα και ραβδωτά τόπια και ποδήλατα και τύμπανα. Είπε τότε ο επιστάτης « διάλεξε ότι τραβά η ψυχή σου». Αλλά τι διάλεξε ο Σλάβκα, το ξέχασα.

(γλυκιά νυσταγμένη βαριά φωνή) –Ποδήλατο.

- Ναι, ναι, θυμήθηκα, ποδήλατο. Κάθισε λοιπόν ο Σλάβκα στο ποδήλατο και τράβηξε κατευθείαν για τη γέφυρα ====== . Κάνει ποδήλατο και σαλπίζει με ένα κέρας και στο πεζοδρόμιο στέκεται ένα πλήθος που τον παραξένεψε. « μα είναι πολύ αξιόλογος άνθρωπος αυτός ο Σλάβκα. Πως δεν βρίσκεται κάτω από το αυτοκίνητο?»(?). Κι ο Σλάβκα κάνει σινιάλο και φωνάζει στον οδηγό «έχω προτεραιότητα!». Οι οδηγοί πετούνε, τα αυτοκίνητα πετούνε κι έρχονται οι στρατιώτες και παίζουν ένα εμβατήριο, έτσι ώστε στ αυτιά ακούγεται

[που ακόμα ακούγεται].

- Κιόλας?...

=====. Διάδρομος. Πόρτα. Άσπρα χέρια γυμνά ως τους αγκώνες.

-Θεέ μου. Ας τον ξεντύσω.

-Ελάτε. Θα περιμένω.

-Είναι αργά…

-Όχι, όχι… και δε θέλω να ακούσω τίποτα…

-Καλά λοιπόν.

Κώνοι [δέσμες] φωτός. Αρχίζει να χτυπά. Κι άλλα φιτίλια. Ο τζερόμ δε χρειάζεται, είναι πεταμένος στο πάτωμα. Στο ==== παράθυρο λάμπες γκαζιού¨ μικρές χαρούμενες κολάσεις. Θα τραγουδήσω ==== ψαλμό. Κάπως θα ζήσουμε. Ναι, είμαι ολομόναχος. Ο ψαλμός είναι μελαγχολικός. Δεν μπορώ να ζήσω. Το πιο βασανιστικό στη ζωή είναι τα κουμπιά. Ξηλώνονται σα να======= . Χθες πετάχτηκε ένα από γιλέκο. Σήμερα ένα από το σακάκι κι ένα από το παντελόνι από πίσω. Δεν μπορώ να ζήσω με κουμπιά, αλλά όλα τα βλέπω κι όλα τα καταλαβαίνω. Δε θα έρθει. Δε θα με σκοτώσει. (αυτή) μιλά με τη Νατάσσα στο διάδρομο «ο άντρας μου θα γυρίσει γρήγορα και θα πάμε στην Πετρούπολη». Δε θα γυρίσει. Δε θα γυρίσει, πιστέψτε με. Εφτά μήνες δεν είναι εδώ, και τρεις φορές την είδα τυχαία να κλαίει. Τα δάκρυα, αν το γνωρίζετε, δεν κόβουν. Αλλά μόνο αυτός έχασε πολλά από αυτά που έδωσαν αυτά τα λευκά ζεστά χέρια. Έτσι έχουν τα πράγματα, αν και δεν καταλαβαίνω πως μπόρεσε να ξεχάσει το Σλάβκα.

Πόσο χαρούμενα τραγούδησαν =========.

Οι [δέσμες]κώνοι δεν υπάρχουν πια. Στο ====== παράθυρο υπάρχει πυκνό σκοτάδι. Εδώ κι ώρα η τσαγιέρα ησύχασε. Το φως από τις λάμπες έμοιαζε με χιλιάδες μικρά μάτια μέσα από ======= .

-Τα δάκτυλά σας είναι υπέροχα. Θα γινόσασταν πιανίστα.

-Όταν πάω στην Πετρούπολη θα ξαναπαίξω.

-Δε θα πάτε στην αγία Πετρούπολη. Ο Σλάβκα έχει ===== τα ίδια κατσαρά μαλλιά όπως κι εσείς. Αλλά κι εγώ είμαι θλιμμένος, ξέρετε. Είναι βαρετά έτσι, κάπως υποτονικά. Είναι αδύνατον να ζεις. Κουμπιά, κουμπιά, κου…

-Μη με φιλάτε… μη με φιλάτε… πρέπει να φύγω… είναι αργά…

-Δε θα φύγετε. Εκεί θα αρχίσετε να κλαίτε. Έχετε αυτή τη συνήθεια.

-Δεν είναι αλήθεια. Δεν κλαίω. Ποιος σας στο είπε?

-Το γνωρίζω. Σας είδα ο ίδιος. Θα κλάψετε κι εγώ λυπάμαι, λυπάμαι…

-Τι να κάνω… τι να κάνετε…

Δεν υπάρχουν κώνοι [δέσμες]. Η λάμπα δε φέγγει μέσα από=======. Σκοτάδι, σκοτάδι. Δεν υπάρχουν κουμπιά. Θα αγοράσω στον Σλάβκα ένα ποδήλατο. Δε θα αγοράσω για μένα παπούτσια και φράκο, δε θα τραγουδήσω ====== ψαλμό. Δε βαριέσαι, κάπως θα ζήσουμε.