Μια καφετέρια στο πίσω μέρος μιας πόλης.
Πάτωμα καλυμμένο με λάσπη[βρωμιά]. Ομίχλη από καπνό τσιγάρου. Γλοιώδη [γλιτσιασμένα], βρώμικα τραπέζια. Μερικοί στρατιωτικοί, μερικές κυρίες, πολλοί απλοί πολίτες.
Στην εξέδρα ένα πιάνο με ουρά ένα βιολοντσέλο κι ένα βιολί παίζουν κάτι=======. Προχωρώ με δυσκολία ανάμεσα από τα τραπέζια και κάθομαι.
Μια κοπέλα με άσπρη ποδιά πλησιάζει το τραπέζι και με κοιτάει ερωτηματικά.
- Αν έχετε την καλοσύνη φέρτε μου ένα φλιτζάνι τσάι και δύο πάστες.
Η κοπέλα εξαφανίζεται, κατόπιν επιστρέφει και με ένα βλέμμα σαν να μου έκανε χάρη, βάζει μπροστά μου ένα ποτήρι με κίτρινο υγρό κι ένα πιατάκι με δύο ξερές πάστες.
Κοιτάω το ποτήρι. Το υγρό [η όψη του υγρού] θυμίζει αμυδρά τσάι. Κίτρινο, θολό. Δοκιμάζω με το κουταλάκι. Ζεστούτσικο, αρκετά γλυκό, αρκετά σιχαμερό.
Ανάβω ένα σιγαρέτο και διαβάζω[απορροφημένος] με προσοχή μια επιφυλλίδα.
Στο διπλανό τραπεζάκι κάθεται κάνοντας φασαρία[με θόρυβο] μια παρέα¨ δύο άντρες με πολιτικά και μια κυρία.
Η κυρία είναι καλοντυμένη, με μετάξι που θροΐζει.
Οι κύριοι κάνουν εξαιρετικά καλή εντύπωση¨ ψηλοί, ροδοκόκκινοι, γεροδεμένοι. Στην ακμή της νιότης τους [το απόγειο της ηλικίας για να πολεμήσουν]. Γοητευτικά ντυμένοι. Στο τραπέζι μπροστά τους εμφανίζεται ένα πιατάκι με πάστες και τρία φλιτζάνια καφέδες αλά =====.
Αρχίζουν τη συζήτηση. Αποσπάσματα από τα λόγια του κυρίου με τα λουστρινένια μποτάκια φθάνουν ως εμένα.
Φωνή γεμάτη ανησυχία.
Ακούγεται¨
-Ο Ροστόβ…μπορείτε να φανταστείτε … Γερμανοί … Κινέζοι … πανικός…εκατό χιλιάδες ιππικό.
Και ξανά¨
-Ο Ροστόβ… πανικός…ιππικό.
-[αυτά είναι] Υπερβολές, είπε με αποχαυνωμένο,[ βαριεστημένο] ύφος η κυρία. Αλλά είναι προφανές ότι λίγο τη νοιάζουν [απασχολούν] και τα κράνη και το ιππικό. Καπνίζει το σιγαρέτο με μισόκλειστα μάτια, και με λαμπερό βλέμμα κοιτάζει προσεκτικά γύρω της στην καφετέρια.
Κι οι λουστρινένιες μπότες συνεχίζουν να ψιθυρίζουν.
Η φαντασία μου αρχίζει να παίζει [οργιάζει].
Τι θα γινόταν αν ξαφνικά, σαν από θαύμα, όπως στα παραμύθια, αποκτούσα εξουσία πάνω σε όλους αυτούς τους κυρίους. Ακριβώς εδώ [αυτήν τη στιγμή] θα σηκωνόμουν κι αφού πλησίαζα τον κύριο με τις λουστρινένιες μπότες θα έλεγα
-Ελάτε μαζί μου.
- Που? θα ρωτούσε έκπληκτος ο κύριος.
-Άκουσα ότι ενοχληθήκατε[ανησυχήσατε] από το Ροστόβ, από την εισβολή των μπολσεβίκων.
- Αυτό σας τιμά.
- Ελάτε μαζί μου θα σας δώσω τη δυνατότητα να εγγραφείτε αμέσως στο στρατό. Την ίδια στιγμή θα σας δώσουν τουφέκι και την πλήρη δυνατότητα να μεταφερθείτε δημοσία δαπάνη στο μέτωπο, όπου μπορείτε να λάβετε μέρος στην απόκρουση των εχθρικών για όλους μπολσεβίκων.
Υποθέτω [φαντάζομαι] τι θα γινόταν με τον κύριο με τις λουστρινένιες μπότες μετά από αυτά τα λόγια.
Την ίδια στιγμή θα έχανε το εξαίσιο [ζωηρό] χρώμα του και το κομμάτι της πάστας θα σφήνωνε [θα του καθόταν] στο λαιμό.
Αφού συνερχόταν, μετά από λίγο, θα άρχιζε να ψελλίζει. Από αυτές τις ασυναρτησίες, από αυτό το θερμό μουρμουρητό, θα αποδεικνύονταν καταρχάς, ότι το παρουσιαστικό του είναι απατηλό.
Φαίνεται πως αυτός ο γεμάτος ζωή, ροδοκόκκινος άντρας είναι απελπισμένα, αθεράπευτα, ανίατα, σοβαρά άρρωστος[του θανατά, θανατηφόρα]. Έχει καρδιακό νόσημα, κήλη και την πιο φρικτή νευρασθένεια. Μόνο σε θαύμα οφείλεται το παράδοξο γεγονός ότι [μόνο από θαύμα] κάθεται στο καφέ καταβροχθίζοντας [τρώγοντας λαίμαργα] πάστες αντί να κείτεται στο νεκροταφείο, στη σειρά του (?), να τον καταβροχθίζουν[τρώνε] τα σκουλήκια.
Και στο κάτω κάτω έχει και ιατρική γνωμάτευση[ χαρτί από το γιατρό].
-Αυτό δεν είναι τίποτα, θα έλεγα εγώ αναστενάζοντας. Κι εγώ έχω την ίδια γνωμάτευση κι όχι μία αλλά τρεις ολόκληρες. Κι όμως, όπως βλέπετε, αναγκάζομαι να φορέσω την αγγλική χλαίνη [στολή], (που εδώ που τα λέμε δε ζεσταίνει καθόλου), και είμαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να προσφέρω τι υπηρεσίες μου στο κλιμάκιο ή σε οποιοδήποτε απρόοπτο γεγονός πολεμικού χαρακτήρα. Αψηφίστε τη γνωμάτευση. =======[ δεν είμαστε για τέτοια τώρα?]. εσείς ο ίδιος μόλις πριν από λίγο περιγράψατε τόσο θλιβερά[με τρομαχτικά λόγια?] την κατάσταση των γεγονότων.
Αμέσως ο κύριος θα άρχιζε να ψιθυρίζει με θέρμη, και θα άρχιζε να αποδεικνύει ότι αυτός στην ουσία έχει ήδη καταγραφεί και δουλεύει στην άμυνα======.
-Αν αξίζει να δουλεύετε στην άμυνα, θα απαντούσα εγώ, =======[θα το πετυχαίνετε δύσκολα?]αλλά να διαγραφείται και να βρεθείτε στην υπηρεσία του μετώπου- μια στιγμή. Όσον αφορά τη δουλειά στην άμυνα, τότε εσείς … έτσι θα εκφραζόσασταν.(?) Κάνετε λάθος! Από όλα τα εξωτερικά σημάδια, από τη συμπεριφορά σας, είναι φανερό ότι δουλεύετε για την παραγέμιση της τσέπης των τσαρικών και των====== πορτοφολιών(?). Αυτό, πρώτον, γιατί δεύτερον εργάζεστε για την καταστροφή των δυνάμεων στα μετόπισθεν, τριγυρίζοντας(?) στα καφενεία και τους κινηματογράφους, σπέρνοντας με τις συζητήσεις σας τη σύγχυση και το φόβο, παρασέρνοντας όλους τους γύρω σας. Συμφωνείτε κι εσείς ο ίδιος ότι από αυτή τη υπηρεσία στην άμυνα τίποτα δεν μπορεί να προκύψει, εκτός από κακοήθεια. Όχι, αναμφισβήτητα, δεν κάνετε γι’ αυτήν τη δουλειά. Και το μόνο που σας μένει να κάνετε, είναι να διακριθείτε στο μέτωπο.
Αμέσως ο κύριος θα άρχιζε να πιάνεται από τα μαλλιά του[ να βρίσκει δικαιολογίες].και θα δήλωνε ότι χρησιμοποιούσε τα προνόμιά του (μοναδικό γιος σε καημένη/ ταλαιπωρημένη μητέρα ή ==========). Και στο κάτω-κάτω δεν ξέρει ούτε το τουφέκι να πιάνει στα χέρια του.
-Για όνομα του θεού, θα έλεγα εγώ, μη μιλάτε για κανένα τέτοιο προνόμιο, επαναλαμβάνω =========[δεν είμαστε για τέτοια τώρα](?). Όσον αφορά το τουφέκι, αυτό αμελητέο. Σας διαβεβαιώνω ότι τίποτα δεν είναι ευκολότερο στον κόσμο από το να μάθετε να πυροβολείτε μ’ αυτό. Σας το λέω από δική μου πείρα. Όσον αφορά την πολεμική υπηρεσία=========. Ούτε εγώ υπηρέτησα αλλά, ορίστε, ήρθα. Σας βεβαιώνω ότι καθόλου δε με ελκύει ο πόλεμος κι όλες οι συμφορές κι τα δεινά που αυτός συνεπάγεται. Όμως τι να κάνεις. Δεν περνάω και πολύ καλά, αλλά συνηθίζω. Αγαπώ το ίδιο, ίσως και περισσότερο από σας, τη γαληνή της ειρηνικής ζωής. Τους κινηματογράφους, τα μαλακά ντιβάνια και τον καφέ αλά..=======. Όμως, αλλοίμονο, δεν μπορώ να τα χαρώ όσο θέλω. Και σε σας και σε μένα δε μένει παρά να πολεμήσουμε, αλλιώς θα μας πλημμυρίσει το κόκκινο νέφος και καταλαβαίνετε εσείς ο ίδιος, τι θα συμβεί.
Αυτά θα έλεγα, όμως, αλλοίμονο, ο κύριος με τα λουστρινένια μποτάκια δε θα πείθονταν .
Θα άρχιζε να ψελλίζει ή στο τέλος θα καταλάβαινα ότι δεν ήθελε… δεν μπορούσε… δεν επιθυμούσε να [πάει] πολεμήσει.
-Λοιπόν τότε δε γίνεται τίποτα, θα έλεγα αναστενάζοντας. Μια και δεν μπορώ να σας πείσω, απλά, σας αναγκάζω να δεχθείτε[υποδουλωθείτε] την κατάσταση.
Και στρεφόμενος στον περίγυρό μου[ακολουθία], στους γρήγορους εκτελεστές των εντολών μου (φυσικά, στο όνειρό μου, τους εμφανίζω ως αναγκαίο στοιχείο) και θα έλεγα, δείχνοντας τον τελείως συντετριμμένο κύριο¨
-Οδηγήστε τον στον πολεμικό προϊστάμενο!
Τελειώνοντας με τον κύριο με τα λουστρινένια μποτάκια, θα στρεφόμουν στον επόμενο. Αλλά θα φαίνονταν ότι τόσο τους είχε αρέσει η συζήτηση που==== πολίτες ακούγοντας μόνο την αρχή της, θα εγκατέλειπαν ο ένας μετά τον άλλον την καφετέρια.
Όλοι, άμεσα, αποφασιστικά.
Το τρίο στην εξέδρα, μετά το διάλειμμα, άρχισε το «Τάνγκο». Ξύπνησα από την ονειροπόληση.
Η πόρτα στο καφέ χτυπούσε συνέχεια. Πλήθος κατέφτασε. Ο κύριος με τα λουστρινένια μποτάκια χτύπησε το κουταλάκι και ζήτησε λίγη πάστα ακόμα.
Πλήρωσα 27 ρούβλια και περνώντας ανάμεσα απ’ τα γεμάτα τραπεζάκια βγήκα στο δρόμο.